Του Κωνσταντίνου Μαυρίδη από τη Ρήξη φ. 118
Ο
Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ πέθανε στις 10 Νοεμβρίου του 1938 στην ηλικία
των πενήντα επτά ετών από βαριάς μορφής κίρρωση του ήπατος, τη διαβόητη,
απαίσια ασθένεια των τελειωμένων αλκοολικών, που επιφέρει αργό,
επίπονο, αλλά και κωμικοτραγικό θάνατο. Η τουρκική κοινή γνώμη μπορεί να
αιφνιδιάστηκε από την ξαφνική ασθένεια που έπληξε τον Γκρίζο Λύκο, «τον
πατέρα των Τούρκων» και «σωτήρα της Τουρκίας», αλλά η κίρρωση είναι μια
νόσος που σκοτώνει βασανιστικά αργά και όλα τα ιστορικά στοιχεία
συνηγορούν στο γεγονός ότι ο υπέρτατος ηγέτης της γείτονος χώρας είχε
πιάσει για δεκαετίες την μπουκάλα για τα καλά και ο πρόωρος θάνατός του
μόνο αιφνιδιαστικός δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.
Προφανώς, το
ατιμωτικό του χαρακτήρα της αιτίας θανάτου του Ατατούρκ ανάγκασε τις
τουρκικές αρχές να προβούν σε μια απίστευτη εκστρατεία συγκάλυψης των
λεπτομερειών αυτής, αλλά και συσκότισης και παρεμπόδισης αποκαλύψεων
πτυχών της ζωής του που δεν συνάδουν με την εικόνα μαζικής κατανάλωσης
που είχε επιλέξει ο ίδιος για τον εαυτό του. Το εκπληκτικό είναι ότι
αυτή η ιδιότυπη εκστρατεία διατήρησης της «τιμής του Κεμάλ» συνεχίζεται
απρόσκοπτα ακόμη και σήμερα με διάφορες μορφές. Μπορεί να έχουν περάσει
εβδομήντα τρία ολόκληρα χρόνια από την ημέρα που μας άφησε χρόνους, αλλά
το όνομα του Ατατούρκ είναι ακόμη ταμπού για την τουρκική κοινωνία και η
χρήση του απαιτεί ακόμη προσοχή, όταν γίνεται σε τουρκικό έδαφος. Το
ίδιο ισχύει και για τον σύγχρονο ιστορικό που, όντας αντιμέτωπος με το
ίδιο κι απαράλλαχτο δοξασμένο παραμύθι στις τουρκικές ιστοσελίδες,
στρέφεται σε ευρωπαϊκές και αμερικανικές πηγές, οι οποίες βρίθουν άκρως
ενδιαφερόντων στοιχείων. Από την πρώτη στιγμή γίνεται φανερό ότι οι
Τούρκοι έχουν πολλά να κρύψουν και ο αλκοολισμός του Ατατούρκ αποτελεί
μόνο την κορυφή ενός ιδιαιτέρως διαστροφικού παγόβουνου.
Σήμερα,
ελάχιστοι γνωρίζουν ή θυμούνται πως ο Ατατούρκ ήταν κάποτε παντρεμένος,
έστω και για σύντομο χρονικό διάστημα. Άλλη μία παράπλευρη απώλεια του
μύθου του «σιδερένιου ηγέτη που παντρεύτηκε την Τουρκία». Θα συμπλήρωνα
ότι, ιστορικά, οι όρκοι πίστης προς τη ρακή είχαν προηγηθεί προ πολλού. Ο
γάμος του, ο οποίος κράτησε μόλις διόμισι χρόνια, είχε κάνει αίσθηση το
1923, καθώς είχε παντρευτεί τη Λατίφ Χανίμ Ουσακιζάντ, μια ευκατάστατη
Τουρκάλα από τη Σμύρνη, η οποία είχε σπουδάσει νομικά στο Παρίσι και
μιλούσε ξένες γλώσσες. Η περίπτωσή της πρέπει να ήταν μοναδική για το
γίγνεσθαι της οπισθοδρομικής τουρκικής κοινωνίας, που ήθελε τη γυναίκα
ένα άβουλο ον εντός των τοιχών της οικίας. Η Λατίφ πέταξε τον φερετζέ
αμέσως μετά τον γάμο της με τον Ατατούρκ, δίνοντας το καλό παράδειγμα
στις υπόλοιπες Τουρκάλες, αλλά μετά απ’ αυτό τα πράγματα δεν πήγαν και
πολύ καλά στο σπιτικό των Ατατούρκ. Ενώ ο «μεγάλος απελευθερωτής» ήταν
υπέρ της αυτοδιάθεσης των γυναικών στα λόγια, η Λατίφ αποδείχτηκε μεγάλη
γλωσσού και άρχισε να επιβάλλει αυστηρό μορατόριουμ στα
νυχτοπερπατήματα και τις επαφές με την «επίσημη ερωμένη» του Κεμάλ, τη
Γενί Ρακή με γλυκάνισο. Ο Ατατούρκ, συνειδητοποιώντας το τραγικό λάθος
του μετά από απίστευτους δημόσιους και μη καβγάδες και φαγωμάρες, δεν
δίστασε να χρησιμοποιήσει τον μουσουλμανικό τρόπο λήψης διαζυγίου, τον
οποίο υποτίθεται πως ήθελε να καταργήσει, για να τελειώνει μια και καλή
με τον έγγαμο βίο. Από τότε χτυπούσε, καθημερινά, ανενόχλητα, μια
μποτίλια ρακή βρέξει χιονίσει, χωρίς περαιτέρω συζυγικά προβλήματα. Όσο
για τη Λατίφ, εξαφανίστηκε από προσώπου γης και έζησε όλη την υπόλοιπη
ζωή της σε κατ’ οίκον απομόνωση, χωρίς να μιλήσει ποτέ για τη ζωή της με
τον Ατατούρκ. Όταν πέθανε το 1975, το τουρκικό ανώτατο δικαστήριο
απαγόρευσε κάθε δημοσίευση των ημερολογίων που επιμελώς κρατούσε η
Λατίφ. Η απαγόρευση ίσχυε ως το 2005 οπότε και ανανεώθηκε επ’ αόριστον.
Κάποιοι μάλλον τρέμουν τα περιεχόμενα των ημερολογίων, τα οποία
βρίσκονται επτασφράγιστα κλειδωμένα στο χρηματοκιβώτιο του Τουρκικού
Ιδρύματος Ιστορίας.
Κωνσταντίνος Μαυρίδης, Λησμονημένες ιστορίες
Μπορεί η Λατίφ Χανίμ να μην μπορεί να μιλήσει από τον τάφο, αλλά μια
άλλη γλωσσοκοπάνα, και μάλιστα από το Χόλιγουντ, κελαηδάει χωρίς αιδώ
για τον Ατατούρκ και τον άσωτο βίο του. Ο λόγος για την ουγγρικής
καταγωγής Αμερικανίδα Ζα Ζα Γκαμπόρ, την ανεκδιήγητη
ηθοποιό-μοντέλο-κοσμική περσόνα που έχει κατορθώσει να θάψει εννέα
συζύγους και κοντεύει να κλείσει τα 100 χρόνια ζωής. Πριν μεταναστεύσει
στις ΗΠΑ το 1941, η μις Ουγγαρία 1936, Ζα Ζα Γκαμπόρ, παντρεμένη με τον
Τούρκο διπλωμάτη Μπουράν Μπελγκέ ζούσε στην Άγκυρα, όπου γνώρισε τον
Ατατούρκ και είχε μια θυελλώδη σχέση ενός χρόνου μαζί του. Ο «κερατάς»
διπλωμάτης υπέμενε τα πάνδεινα διότι ο «πατερούλης» είχε βάλει στο μάτι
και στο κρεβάτι του τη 16χρονη τότε Γκαμπόρ και η εικόνα που η ίδια
δίνει για το όλο θέμα είναι αποκαλυπτική για την κατάσταση ασωτίας και
ηθικής κατάπτωσης που επικρατούσε στην αυλή του Ατατούρκ. Στην
αυτοβιογραφία της με τίτλο: «Μια ζωή δεν είναι αρκετή», η Γκαμπόρ τον
αποκαλεί ανώμαλο και συμπληρώνει ότι «καμία γυναίκα δεν ήταν ασφαλής.
Σύζυγοι υπουργών, κόρες αξιωματούχων, ακόμη και στενών του φίλων
έμπαιναν στο στόχαστρο» και στη σπάνια περίπτωση που υπήρχαν
αντιδράσεις, μια δυσμενής μετάθεση στα βάθη της Ανατολίας έπειθε
συζύγους και συγγενείς να κάτσουν ήσυχα και να το απολαύσουν. Η Γκαμπόρ,
αν και γνωρίζει τα πράγματα από προσωπική εμπειρία, δεν είναι μόνη στις
παρατηρήσεις της. Ο Αμερικανός δημοσιογράφος Χάρολντ Κόρτνεϊ
Άρμστρονγκ, στο άγρια λογοκριμένο στην Τουρκία βιβλίο του, Γκρίζος
λύκος, Μουσταφά Κεμάλ, η προσωπική μελέτη ενός δικτάτορα, σχολιάζει το
1933 πως, «μετά το διαζύγιο με τη Λατίφ… (ο Κεμάλ) επέστρεψε στις
ολονύκτιες συνευρέσεις σε γεμάτα καπνό δωμάτια με τους μπεκρήδες φίλους
του… κι έπειτα έγινε τελείως ξεδιάντροπος. Έπινε πιο πολύ από ποτέ.
Άρχισε μια σειρά από φανερές σχέσεις με γυναίκες, αλλά και άντρες. Οι
νέοι άντρες τον έλκυαν…».
Ένας ακόμη βιογράφος, ο Βρετανός Πάτρικ
Κίνρος, συμπληρώνει το 1964 ότι: «Οι γυναίκες για τον Μουσταφά ήταν ένα
μέσο ικανοποίησης, τίποτε παραπάνω. Δεν είχε καμία απολύτως αναστολή να
συνάψει σεξουαλικές σχέσεις με νεαρά αγόρια αν το έφερνε η περίσταση ή η
διάθεση…».
Κωνσταντίνος Μαυρίδης: Λησμονημένες Ιστορίες νο2
Προφανώς, η ανενδοίαστη κραιπάλη δεν μπορούσε να κρατήσει για πολύ. Ο τελευταίος χρόνος ζωής του Ατατούρκ υπήρξε βασανιστικός και γεμάτος ιατρικές επεμβάσεις με το ήπαρ του να μοιάζει με λιωμένο ελβετικό τυρί. Παρά ταύτα, δεν άφησε το μπουκάλι ούτε για μια στιγμή και τελικά φαίνεται ότι έσκασε στην κυριολεξία από το πιοτό. Η μαρτυρία του Βρετανού πρέσβη στην Άγκυρα, σερ Πέρσι Λορέν, ο οποίος σημειωτέον παρέστη και στη νεκρώσιμη ακολουθία του Ατατούρκ, είναι χαρακτηριστική. Σε ένα σήμα προς το Φόρεϊν Όφις, ο δύσμοιρος πρέσβης φαίνεται να διαμαρτύρεται για τα απανωτά ξενύχτια με τον Ατατούρκ γράφοντας: «Για μια ακόμη νύχτα αναγκάστηκα να μείνω ξάγρυπνος πίνοντας μέχρι πρωίας με τον Τούρκο πρόεδρο για υπηρεσιακούς λόγους της Αυτού Μεγαλειότητος. Άπαντες έπιναν ακατασχέτως και το μόνο στερεό που μπορούσε να βάλει κάποιος στο στομάχι του ήταν στραγάλια, οποία έλλειψη μέτρου, ακόμη και σε αυτή την τρύπα στη μέση του πουθενά που ονομάζεται Άγκυρα». Η Γκαμπόρ, με όλη τη μοντελίστικη αφέλειά της αποδίδει, ίσως εύστοχα, τον αυτοκαταστροφικό αλκοολισμό του Μουσταφά Κεμάλ στις τύψεις από τους θανάτους τόσων χιλιάδων ανθρώπων που είχε προκαλέσει. Ο ιστορικός Γκόρντον Τέιλορ έχει επίσης γράψει ότι το μονίμως συνοφρυωμένο και δυσκοίλιο ύφος του στους πίνακες και τις προτομές οφειλόταν στο ζόρι που είχε, καθώς η κίρρωση του κατέτρωγε τα σωθικά. Η τελευταία του φράση ήταν, «τι ώρα είναι» λες και αναρωτιόταν αν προλαβαίνει να πιει ένα ακόμη ποτηράκι πριν αναχωρήσει προς τον αγύριστο.