Οἱ ἐχθροί μας ἀνοίγουν λάκκους, ἀλλά πέφτουν μέσα σ” αὐτούς οἱ ἴδιοι. Ἀπό τήν σημερινή οἰκονομική κρίση, θά ἀναστηθῇ ἡ χαμένη νεολαία μας!
Μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Θεός!
Στό μικρό μας τό χωριό, στήν Δοϊράνη, κάθε οἰκογένεια εἶχε 2-3 ἀγελάδες, 10-15 κοτοῦλες, 1-2 προβατάκια ἤ κατσικάκια καί 1-2 γουρουνάκια.
Ἑπτά ἡ ὥρα τό πρωΐ, ὅλες τίς ἀγελάδες τίς ἔπαιρνε ὁ τσοπάνος, ὁ κυρ-Ἀνέστης, καί τίς πήγαινε στή βοσκή. Τό βράδυ εἴχαμε φεσκότατο γάλα. Τρώγαμε αὐγά ἐλευθέρας βοσκῆς καί κάποτε-κάποτε ἡ μάνα μας ἔσφαζε καί μιά κοτούλα. Τρώγαμε γριβάδια, πρικιά καί γουλιανούς ἀπό τή λίμνη μας. Μέ τό κάρο ὁ πατέρας μου πήγαινε στά γύρω χωριά καί πουλοῦσε ψάρια. Ὅταν οἱ νοικοκυρές δέν εἶχαν χρήματα, τοῦ ἔδιναν ἀλεύρι ἤ σιτάρι ἤ ὅ,τι ἄλλο εἶχαν.
Οἱ μητέρες τοῦ χωριοῦ ζύμωναν στή σκάφη τό ἀλεύρι, τό ψήνανε στούς χωριάτικους φούρνους καί τρώγαμε ἁγνό χωριάτικό ψωμί. Τό ἀλείφαμε μέ λάδι κάι ζάχαρη, ὅταν δέν ὑπῆρχε βούτυρο.
Τρώγαμε ἀπό τόν δάσκαλο ξύλο καί τόν ἀγαπούσαμε. Μᾶς ἔμαθε γράμματα καί παιχνίδια. Τιμούσαμε στό δημοτικό τούς ἥρωες τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ ’21 μέ θεατρικές παραστάσεις καί ποιήματα, ντυμένοι τσολιάδες. Πρωί-πρωί ξυπνούσαμε τό χωριό, στίς ἐθνικές ἑορτές, μέ τό «Μακεδονία ξακουστή τοῦ Ἀλεξάνδρου ἡ χώρα».
Τά Χριστούγεννα τρώγαμε ἕνα μεγάλο ταψί μπακλαβά, σπιτικό, καί παίζαμε ὅλα τά παιδιά μαζί, ἀγαπημένα. Δέκα-ἔντεκα χρονῶν, βγάζαμε χαρτζιλίκι μέ ἱδρῶτα. Παίρναμε τή βάρκα τοῦ μπαμπᾶ και πιάναμε κανένα ψάρι ἤ μᾶς τά ἔδιναν οἱ ψαράδες γιά τή μικρή ἐργασία ποῦ κάναμε. Τά δέναμε στό σύρμα καί τά πουλούσαμε στά τραῖνα. Μάθαμε νά σεβόμαστε τόν Ἱερέα, καί τόν Ἐπίσκοπο, τόν εἴχαμε ὡς Χριστό. Στά Ἅγια Θεοφάνεια τά παλικάρια βουτοῦσαν στήν παγωμένη λίμνη γιά νά πιάσουν τόν Σταυρό. Στό Πανηγύρι τοῦ Προφήτη Ἡλία ἔρχονταν οἱ πραματευτάδες καί χαζεύαμε τά τόσα πολλά παιχνίδια. Μέ ρώτησε ὁ πατέρας τοῦ θείου μου τί παιχνίδι θέλω καί τοῦ εἶπα ἕνα τραχτεράκι. Τό περίμενα νά τό περπατήσω μέ λαχτάρα καί ἀξιώθηκα νά τό ὁδηγήσω μετά ἀπό 30 χρόνια.
Χρόνια ἁπλά, ὄμορφα, ἥσυχα καί ἀκίνδυνα. Σήμερα, στό ἴδιο χωριό, στόν σταθμό τοῦ ΟΣΕ, βρίσκεις χρησιμοποιημένες σύριγγες.
Τό δημοτικό μας Σχολεῖο ἔγινε φυλακή λαθρομεταναστῶν.
Τά Σκόπια πού συνορεύουν μέ τό χωριό μου, τότε λεγόταν Σερβία καί τώρα, ἄν ἐφησυχάσουμε, μπορεῖ νά μᾶς κλέψουν καί τή «Μακεδονία».
Τά παιδικά μας χρόνια τά ζήσαμε φτωχικά, ἀλλά οἰκονομική κρίση δέν τά ἄγγιζε, διότι ἦταν παραγωγικά. Ἤμασταν αὐτάρκεις.
Ὁ αὐτάρκης εὐχαριστεῖ τόν Θεό, ὅταν τά ἐπίγεια ἀγαθά τοῦ περισσεύουν. Ζεῖ ὅμως καί μέ τά λίγα. Ὁ πλεονέκτης τά χάνει ὅλα. Ἡ ψυχή του ζεῖ κατ” οὐσίαν χωρίς χαρά, διότι δέν ὑπάρχουν στή ζωή του ἰδανικά. Χάθηκε ὅμως ἡ ἁπλή ζωή τοῦ χωριοῦ καί πληγώθηκε ἄσχημα ἡ καρδιά τοῦ νεοέλληνα.
Ὅ,τι ὅμως δέν μπορεῖ νά θεραπεύσει ὁ ἄνθρωπος, τό θεραπεύει ὁ Θεός. Οἱ ἐχθροί μας ἀνοίγουν λάκκους, ἀλλά πέφτουν μέσα σ” αὐτούς οἱ ἴδιοι. Ἀπό τήν σημερινή οἰκονομική κρίση, θά ἀναστηθῇ ἡ χαμένη νεολαία μας!
Μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Θεός!
Ἁγιορείτης
Ι. ΚΕΛΛΙΟΝ ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
Μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Θεός!
Στό μικρό μας τό χωριό, στήν Δοϊράνη, κάθε οἰκογένεια εἶχε 2-3 ἀγελάδες, 10-15 κοτοῦλες, 1-2 προβατάκια ἤ κατσικάκια καί 1-2 γουρουνάκια.
Ἑπτά ἡ ὥρα τό πρωΐ, ὅλες τίς ἀγελάδες τίς ἔπαιρνε ὁ τσοπάνος, ὁ κυρ-Ἀνέστης, καί τίς πήγαινε στή βοσκή. Τό βράδυ εἴχαμε φεσκότατο γάλα. Τρώγαμε αὐγά ἐλευθέρας βοσκῆς καί κάποτε-κάποτε ἡ μάνα μας ἔσφαζε καί μιά κοτούλα. Τρώγαμε γριβάδια, πρικιά καί γουλιανούς ἀπό τή λίμνη μας. Μέ τό κάρο ὁ πατέρας μου πήγαινε στά γύρω χωριά καί πουλοῦσε ψάρια. Ὅταν οἱ νοικοκυρές δέν εἶχαν χρήματα, τοῦ ἔδιναν ἀλεύρι ἤ σιτάρι ἤ ὅ,τι ἄλλο εἶχαν.
Οἱ μητέρες τοῦ χωριοῦ ζύμωναν στή σκάφη τό ἀλεύρι, τό ψήνανε στούς χωριάτικους φούρνους καί τρώγαμε ἁγνό χωριάτικό ψωμί. Τό ἀλείφαμε μέ λάδι κάι ζάχαρη, ὅταν δέν ὑπῆρχε βούτυρο.
Τρώγαμε ἀπό τόν δάσκαλο ξύλο καί τόν ἀγαπούσαμε. Μᾶς ἔμαθε γράμματα καί παιχνίδια. Τιμούσαμε στό δημοτικό τούς ἥρωες τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ ’21 μέ θεατρικές παραστάσεις καί ποιήματα, ντυμένοι τσολιάδες. Πρωί-πρωί ξυπνούσαμε τό χωριό, στίς ἐθνικές ἑορτές, μέ τό «Μακεδονία ξακουστή τοῦ Ἀλεξάνδρου ἡ χώρα».
Τά Χριστούγεννα τρώγαμε ἕνα μεγάλο ταψί μπακλαβά, σπιτικό, καί παίζαμε ὅλα τά παιδιά μαζί, ἀγαπημένα. Δέκα-ἔντεκα χρονῶν, βγάζαμε χαρτζιλίκι μέ ἱδρῶτα. Παίρναμε τή βάρκα τοῦ μπαμπᾶ και πιάναμε κανένα ψάρι ἤ μᾶς τά ἔδιναν οἱ ψαράδες γιά τή μικρή ἐργασία ποῦ κάναμε. Τά δέναμε στό σύρμα καί τά πουλούσαμε στά τραῖνα. Μάθαμε νά σεβόμαστε τόν Ἱερέα, καί τόν Ἐπίσκοπο, τόν εἴχαμε ὡς Χριστό. Στά Ἅγια Θεοφάνεια τά παλικάρια βουτοῦσαν στήν παγωμένη λίμνη γιά νά πιάσουν τόν Σταυρό. Στό Πανηγύρι τοῦ Προφήτη Ἡλία ἔρχονταν οἱ πραματευτάδες καί χαζεύαμε τά τόσα πολλά παιχνίδια. Μέ ρώτησε ὁ πατέρας τοῦ θείου μου τί παιχνίδι θέλω καί τοῦ εἶπα ἕνα τραχτεράκι. Τό περίμενα νά τό περπατήσω μέ λαχτάρα καί ἀξιώθηκα νά τό ὁδηγήσω μετά ἀπό 30 χρόνια.
Χρόνια ἁπλά, ὄμορφα, ἥσυχα καί ἀκίνδυνα. Σήμερα, στό ἴδιο χωριό, στόν σταθμό τοῦ ΟΣΕ, βρίσκεις χρησιμοποιημένες σύριγγες.
Τό δημοτικό μας Σχολεῖο ἔγινε φυλακή λαθρομεταναστῶν.
Τά Σκόπια πού συνορεύουν μέ τό χωριό μου, τότε λεγόταν Σερβία καί τώρα, ἄν ἐφησυχάσουμε, μπορεῖ νά μᾶς κλέψουν καί τή «Μακεδονία».
Τά παιδικά μας χρόνια τά ζήσαμε φτωχικά, ἀλλά οἰκονομική κρίση δέν τά ἄγγιζε, διότι ἦταν παραγωγικά. Ἤμασταν αὐτάρκεις.
Ὁ αὐτάρκης εὐχαριστεῖ τόν Θεό, ὅταν τά ἐπίγεια ἀγαθά τοῦ περισσεύουν. Ζεῖ ὅμως καί μέ τά λίγα. Ὁ πλεονέκτης τά χάνει ὅλα. Ἡ ψυχή του ζεῖ κατ” οὐσίαν χωρίς χαρά, διότι δέν ὑπάρχουν στή ζωή του ἰδανικά. Χάθηκε ὅμως ἡ ἁπλή ζωή τοῦ χωριοῦ καί πληγώθηκε ἄσχημα ἡ καρδιά τοῦ νεοέλληνα.
Ὅ,τι ὅμως δέν μπορεῖ νά θεραπεύσει ὁ ἄνθρωπος, τό θεραπεύει ὁ Θεός. Οἱ ἐχθροί μας ἀνοίγουν λάκκους, ἀλλά πέφτουν μέσα σ” αὐτούς οἱ ἴδιοι. Ἀπό τήν σημερινή οἰκονομική κρίση, θά ἀναστηθῇ ἡ χαμένη νεολαία μας!
Μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Θεός!
Ἁγιορείτης
Ι. ΚΕΛΛΙΟΝ ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ