«Ὅταν ἔμεινε γιά διανυκτέρευση στό Μοναστήρι ἕνας παπικός, ὁ Γέροντας τοῦ φέρθηκε μέ ἀγάπη. Ὁ ἐπισκέπτης ἦταν καλοπροαίρετος καί εἶχε πολλές ἀπορίες. Ὁ Γέροντας τοῦ ἐξηγοῦσε μέ καλωσύνη καί πραότητα. Τότε τό Μοναστήρι δέν εἶχε τήν μεγάλη τράπεζα πού ἔχει τώρα, καί ἔτρωγαν ὅλοι μαζί (μοναχοί, κληρικοί, λαϊκοί) σέ μιά μικρή τράπεζα (τραπεζαρία) στό ἰσόγειο, δίπλα στή βρύση. Εἶχαν προπορευθῆ ὅλοι οἱ ἄλλοι. Κάθησαν στήν τράπεζα καί περίμεναν τόν Γέροντα. Ὅταν μπῆκε ὁ Γέροντας μέσα, ὅλοι σηκώθηκαν ἀπό σεβασμό ἀλλά καί γιά νά γίνη ἡ συνηθισμένη προσευχή τῆς τραπέζης. Ὁ Γέροντας κάθησε, εἶπε καί στούς ἄλλους νά καθήσουν, ἔκανε τό σταυρό του καί ἄρχισε νά τρώη. Ὁ παπικός ἦταν πιστός. Παίρνει τό λόγο καί λέει στό Γέροντα: ”Γέροντα, δέν θά κάνωμε προσευχή;”. Καί ὁ Γέροντας ἤρεμα τοῦ ἀπαντᾶ: ”Καλύτερα νά κάνωμε σιωπή”. Καί συνέχισε τό φαγητό του. Ἄς κατανοήσουν τό πνεῦμα τοῦ ἁγίου Γέροντος ὅσοι ἐπιμένουν στίς συμπροσευχές μέ ἑτεροδόξους».
Ο ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ
εκδόσεις ε.ρω