Παῦλος Νιρβάνας

Πεντήκοντα δύο ἡμέρας ἐπολιόρκει τὴν ἀπόρθητον Πόλιν Μωάμεθ ὁ Κατακτητής, μὲ διακοσίας ἑξήκοντα χιλιάδας στρατοῦ καὶ τετρακόσια πλοῖα.
᾽Αλλ’ ἡ Πόλις δὲν ἔπιπτεν. Η περιτειχισμένη μὲ διπλᾶ τείχη καὶ μὲ βαθεῖαν ἀδιάβατον τάφρον. Τὸ δέ στόμιον τοῦ Κερατίου Κόλπου, κλεισμένον μὲ σιδηρᾶς ἀλύσεις, δὲν ἐπέτρεπεν εἰς τὰ πλοῖα τοῦ ἐχθροῦ νὰ εἰσέλθουν. ᾽
Αλλά πλέον ἀκλόνητος ἀπὸ τὰ τείχη καὶ πλέον ἀδιάσπαστος άπὸ τὰς ἁλύσεις ἐφρούρει τήν Πόλιν ἡ ἀνδρεία τοῦ Αὐτοκράτορός της καὶ τῶν παλικαριῶν του. Μὲ πέντε χιλιάδας μαχητῶν ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Παλαιολόγος ἐφύλαττεν ἀγρύπνως τὴν ἰερὰν κληρονομίαν τῶν πατέρων του.
Μετὰ τὴν παρέλευσιν πεντήκοντα δύο ἡμερῶν, κατὰ τὰ ὁποίας εἶχε κατορθώσει ὁ Μωάμεθ νὰ διεκπεραιώσῃ τὰ πλοῖα του ἕλκων τὰ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἀπὸ τόν Βόσπορον εἰς τὸν Κεράτιον κόλπον, ἔστειλε κήρυκα πρὸς τὸν Κωνσταντῖνον, παραγέλλων εἰς αὐτὸν νὰ παραδώση τὴν Πόλιν.
– «Παράδωσε τὴν Πόλιν μὲ τό καλὸ» τῷ παρήγγειλε «καί εἶσαι ἐλεύθερος νὰ φύγῃς καὶ νὰ μεταβῇς εἰς Πελοπόννησον καὶ νὰ βασιλεύῃς ἐκεῖ ἀνενόχλητος».
Ὁ Κωνσταντῖνος τῷ ἀπεκρίθη ὑπερηφάνως, ὅπως ὁ ἀρχαῖος Σπαρτιάτης: «Μολὼν λαβέ»…
῏Ητο ἡ 28 τοῦ Μαΐου. Ὁ Μωάμεθ, χολωθεὶς· ἀπὸ τὴν ὑπερήφανον ἀπόκρισιν τοῦ Κωνσταντίνου, εἶχε διατάξει νά γίνῃ, τήν ἄλλην ἡμέραν γενική ἔξοδος τῶν στρατευμάτων του.
Σάλπιγγες καὶ τύμπανα ἀντήχουν εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν βαρβάρων. Δερβίσαι περιεφέροντο παντοῦ καὶ ἐκατήχουν τοὺς πιστοὺς τοῦ Προφήτου.
«῞Οποιος φονευθῇ ἀπὸ σᾶς», τοὺς ἔλεγαν, «θὰ μεταβῇ, κατ’ εὐθεῖαν εἰς τὸν παράδεισον τοῦ Μωάμεθ, ὅπου εἶναι βουνό τὸ πιλάφι καὶ τρέχει ὡς ποτάμι τὸ μέλι.
Καὶ ἐκεῖ θά τρώγη καὶ θά πίνῃ, αἰωνίως, εἰς τὰ δεξιά τοῦ Προφήτου, καὶ ὅσοι ζήσουν ἀπό σάς, θά μοιράσουν πλούτη ἀμέτρητα.
Τρεῖς ἡμέρας ἔχετε τὸ ἐλεύθερον νὰ ἀρπάζετε ὅ,τι εὕρητε.
᾽Ιδικοί σας εἶναι οἱ θησαυροί τῆς Πόλης καὶ τὰ πλούτη τῶν Γκιαούρηδων».
᾽Αλαλαγμοί χαρᾶς διὰ τά πιλάφια τοῦ Παραδείσου καὶ τούς θησαυροὺς τῆς γῆς ἠκούοντο εἰς ὅλον τό στρατόπεδον.
Τὴν ἐσπέραν ἤναψαν μεγάλας πυράς ἔξω τῶν τειχῶν καὶ ἐφωταγώγησαν ὅλα τὰ πλοῖα εἰς τὸν Κεράτιον Κόλπον, ὡς νὰ ἦτο πανήγυρις.
῞Ενας πύρινος κύκλος ἐζωνε τὴν Πόλιν, Καὶ ἥστραψαν ἀπὸ τὰς ἀγρίας φλόγας ἡ Πόλις, ὁ λιμήν, ὁ Γαλατάς. Καί τὸ πυροβόλον τοῦ ἐχθροῦ διαρκῶς ἐκρότει καὶ διαρκῶς ἤνοιγε τὰς ὀπὰς εἰς τὰ τείχη, διὰ νὰ ἀνοίξη πύλας, νὰ εἰσέλθη ὁ ἐχθρός.
᾽Εντὁς ὅμως τῆς πολιορκημένης Πόλεως, τὴν ὁποῖαν ἕζωνον οἱ ἐχθροί, τίποτε δὲν ὡμοίαζε μὲ τὸ βάρβαρον αὐτὸ θέαμα. Οἱ πρόμαχοι τοῦ Γένους ἦσαν ἕτοιμοι νὰ ἀποθάνουν ἐδῶ, διὰ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ καὶ διὰ τὴν Πατρίδα, ὄχι διὰ τὰ πιλαφια καὶ το μέλι τοῦ Παραδείσου.
Αἱ φωταψίαι, αἱ μουσικαὶ καὶ οἱ ἀλαλαγμοὶ τῶν ἐχθρῶν, ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη, τοὺς εἰδοποίουν, ὅτι εἶχε φθάσει ἡ μεγάλη, ἡ κρίσιμος στιγμή.
Ὁ Αὐτοκράτωρ εἶχε στειλει τοὺς ᾽Αρχιερεῖς, τοὺς ἰερεῖς καὶ τοὺς μοναχοὺς νὰ ἐνθαρρυνουν τὰ πλήθη, ὄχι ὑποσχόμενοι, ὅπως οἱ δερβίσαι τοῦ Μωάμεθ, ἐπίγεια ἀγαθά, ἀλλὰ μὲ τὴν πίστιν καὶ τὴν ὑπομονὴν εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ με τὴν θαυματουργὸν εἰκόνα τῆς Παναγίας ῾Οδηγητρίας, ἰστορημένην ἀπὸ τὸν ἱερώτατον ζωγράφον, παρακαλοῦντες τὴν Μεγαλόχαρην νὰ σώση πάλιν τὴν Βασιλεύουσαν, ὄπως τὴν εἶχε σώσει τόσας ἄλλας φοράς.
Καὶ ἐνῶ ἡ ἱερὰ λιτανεία διήρχετο τὰ τείχη, λαὸς ἀναρίθμητος, γυναῖκες καὶ παιδιά, με δάκρυα εἰς τοὺς ὀφθαλμοῦς, ἠκολούθουν ψὰλλοντες:
«Κύριε ἑλέησον ! Κύριε ἐλέησον !»
᾽Αλλὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦτο νὰ πέση ἡ «ἅπαρτη» Πολις. ῾Ο Κωνσταντῖνος ἔφιππος έν μέσῳ τῶν πολεμιστῶν του πάνω εἰς τὰ τείχη, ἔδιδε παντοῦ τὰς τελευταίας του διαταγὰς, διὰ τὴν μεγάλην στιγμήν, ἐμψυχώνων με τὸ παράδειγμά του το θάρρος των.
«Ὁ κίνδυνος εἶναι μέγας. . .» τοὺς εἶπε. «Ἀλλά δέν πρέπει ν’ ἀπελπιζώμεθα. Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας».
Μία βοή ὑψώθη τότε ἀπὸ χιλιάδας στόματα.
Ὁ βομβαρδισμὸς τῶν τειχῶν εἶχε σταματήσει μίαν στιγμή. Ὁ Κωνσταντῖνος εἶχεν ἐννοήσει, ὄτι ὁ ἐχθρὸς ἐτοιμάζεται δια τὴν μεγάλην ἔφοδον.
Καὶ πρὶν πέσῃ μαζὶ μὲ τὸν τελευταῖον πολεμιστήν ἐπάνω εἰς τὰ τείχη τῆς Πόλεως ὡς βασιλεύς,ἠθέλησε νὰ ἐκτελέσῃ, τὸ τελευταῖον του χρέος ὡς χριστιανός. Και ἐκέντησε τὀν ἵππον του διὰ τὸ «Μεγάλο Μοναστήρι»…
Μετ’ ὀλίγον ὁ Κωνσταντῖνος εἴσήρχετο, μὲ τήν κεφαλήν εὐλαβῶς ἐσκυμένη, εἰς τὸν δοξασμένον Ναὸν τῆς ῾Αγίας Σοφίας.
Ἀφοῦ διῆλθε τὰς βασιλικὰς καὶ τὰς ἄλλας ἓξ πύλας του ἐσωνάρθηκας, ἐπροχὡρησε διὰ μέσου τῶν μεγαλοπρεπῶν κιόνων τῆς μεσαίας στοᾶς, κάτωθεν τοῦ ὑπερλαμπρου θόλου, ὄστις ὡς ἄλλος οὐρανός, λουόμενος εἰς τὸ φῶς, ἀπλώνεται ἐπάνω εἰς τὰς κεφαλὰς τῶν πιστῶν.
῾Η λειτουργία εἶχεν ἀρχίσει. Και ἦτο ἡ τελευταία λειτουργία τοῦ μεγάλου ναοῦ τῆς χριστιανοσύνης. Τὴν ντύκτα ἐκείνην ὑπὸ τὸν θόλον τῆς ῾Αγίας Σοφίας,ἕνας λαὸς ὁλόκληρος, γονατιστός, ἐδέετο διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς Θεοφρουρήτου Πόλεως.
Ἦτο ἐκεῖ ὅ,λη ἡ βασιλικὴ οἰκογένεια, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ παλατίου, ὅλοι οἱ εὐπατρίδαι τῆς βυζαντινῆς ἁριστοκρατίας,, ἡνωμένοι μὲ τοὺς πολεμιστὰς καὶ τοὺ ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ. Ἕλληνες, Γενουήνσιοι, Βενετοί, ὡς ἕνας ἄνθρωπος, μιά ψυχή, μία, καρδία ὅλοι.
«Σῶσον, Κύριε τὸν λαόν Σου !»
῎Ηστραπτον τὰ πολύχρωμα μάρμαρα τοῦ ὡραίου ναοῦ, πράσινα, σμαράγδινα, λευκά, κόκκινα, κυανᾶ, ροδόχροα, τα μάρμαρα χιλίων τόπων καὶ χιλίων λατομείων, κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῶν πολυελαίων.
Ἐφάνταζαν θαυμαστά ἰστορήματα μὲ τὰ πλούσια μωσαϊκά. Ἐζωντάνευαν μέσα εἰς τὰ σύννεφα τοῦ λιβάνου αἱ εἰκόνες τῶν ἁγίων εἱς τὸ τέμπλον καὶ τὰ εἰκονοστάσια, ὄπισθεν τῶν μεγάλων ἀστραπτερῶν μανουαλίων.
Καί αἱ ἰεραί ψαλμωδίαι, ἀπό τα χείλη τοῦ χοροῦ τῶν ἰερέων καὶ τῶν ψαλτῶν, ἀνέβαιναν ὡς ἁγγελικά ἄσματα, πρὸς τον θρόνον τοῦ πολυελέου Θεοῦ.
«Σῶσον, Κύριε τὸν λαόν Σου !»
Ὁ Κωνσταντῖνος ἐπροχώρησε σκυμένος καὶ ἐγονάτισεν ἐν μέσω τοῦ πλήθους τῶν πιστῶν, ἐνῶ τά χείλη του ἐσάλευον εὐλαβῶς. Ὁ βασιλεὺς προσηύχετο. Καὶ τὰ δάκρυα τῶν πιστῶν ἔτρεχον ἀκράτητα ὁλόγυρἀ του:
«Σῶσον, Κυριε, τὸν λαόν Σου !»
Μία βαθύτατη σιωπὴ ἐχύθη ὁλόγυρα.
Καὶ ἐν τῷ μέσῳ τῆς βαθείας σιωπῆς ἠκούσθη ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ ἵεροῦ: «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε !»
῾Ο Κωνσταντῖνος ἠγέρθη πρῶτος, ἐπροχώρησε πρὸς τὸ ἱερόν, μὲ τὴ ἀκολουθίαν τοῦ χοροῦ τῶν διακόνων καὶ ὡς να εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ Ἀρχιερέως, ὅπως ἐπεκράτει ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους Αὐτοκράτορας, ἐστάθη πρὸ τῆς ῾Ωραίας Πύλης, ἀπέναντι τῆς ῾Αγίας Τραπέζης, ἀφαιρῶν τὸ στέμμα τοῦ, βασιλεύς αὐτὸς τῆς γης, πρὸ τοῦ Βασιλέως τοῦ Οὐρανοῦ.
«Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Κωνσταντῖνος. . .»
Ὁ Κωνσταντῖνος ἔλαβε μὲ εὐλάβειαν το δισκοπότηρον. Το ἐφερον εἰς τὰ χείλη του, τὸ ἠσπάσθη καὶ ὅπως ἦτο συνήθεια νὰ μεταλαμβάνει μόνος του ὁ βασιλεύς, ἐκοινώνησε τῶν ᾽Αχράντων Μυστηρίων.
Οὐδεὶς ἠμπόρεσε νὰ κρατήση τὰ δάκρυά του. Μία βοὴ ἀπό πνιγομένους λιγμοῦς ἐπλημύρισε τὸν ἀέρα τοῦ μεγάλου ναοῦ τῆς Χριστιανοσύνης.
Μὲ τὴν αὐτὴν τάξιν ὁ Κωνσταντῖνος ἐξῆλθε τοῦ ναοῦ καί κατηυθύνθη πρὸς τὰ ἀνάκτορά του κατ’ εὐθείαν. Αὐτήν τὴ φορά ὅμως δὲν εἰσήρχετο εἰς τα ἀνάκτορά του ὡς βασιλεύς.
Εἰσήρχετο ὡς ἁμαρτωλός, ὅστις, ἤρχετο νὰ ζητήση χριστιανικώς συγχώρησιν καὶ ἀπὸ τὸν τελευταῖον του ὑπηρέτην.
«Συγχωρεῖτε με ! . . .»
Καὶ τὴν στιγμὴν ἐκείνην, γράφει κάποιοις, ὁ ὁποῖος παρέστη ἐκεῖ, ἔπρεπε νὰ εἶναι κανεὶς ἀπὸ πέτραν ἤ ξύλον καμωμένος, διὰ νὰ μὴ δακρύση.
Τὴν αὐτήν ἐσπέραν ὁ Κωνσταντῖνος, ὁ τελευταίος Παλαιολόγος, ἔπιπτε νεκρός, πολεμῶν ὡς ὁ τελευταιος στρατιώτης πρό τῆς πύλης τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ. Καὶ αὐτό το βράδυ ἔπιπτεν ἡ «ἂπαρτη» Πόλη.
Ἡ τελευταία λειτουργία τῆς Ἁγίας Σοφίας πνίγηκε στὸ αἷμα τῶν Χριστιανῶν, εἰς τήν μεγαλην θυσίαν.
«Κὶ ἡ Δέσποινα ταράχτηκε, δακρύζουν οἱ εἰκόνες . . .»
Δέν ἐτελείωσεν ὅμως ἡ τελευταία λειτουργία. Μίαν ἡμέραν, τήν ὁποίαν θὰ δώση ὁ θεός, θά ἐπαναρχίση ἀπ’ ἐκεῖ, ὅπου ἐσταμάτησε, καὶ θὰ εἶναι ἡ μεγάλη ἡμέρα, τήν ὁποίαν περιμένει τὸ γένος τῶν ῾Ελλήνων.
***
Παῦλος Νιρβάνας: Φιλολογικὸν ψευδώνυμον τοῦ Πέτρου Ἀποστολίδου. ᾽Εγεννήθη τὸ 1866 εἰς Ρωσίαν καὶ ἀπέθανε τὸ 1938 ἐν Ἀθηναις. Ἦτο ἀρχίατρος τοῦ πολεμικοῦ ναυτικοῦ, δημοσιογράφος καὶ Ἀκαδημαϊκός.
῎Εγραφε διηγήματα, χρονογραφήματα καὶ θεατρικὰ ἔργα καὶ τὴν «Γλωσσικὴν αὐτοβιογραφίαν του», ἐκδοθέντα εἰς πολλοὺς τόμους.
Τούτων κυριώτερα εἶναι: «Παναγιὰ λαλέουσα», ποιητικὴ συλλογή, «Τὸ συναξάρι τοῦ παπὰ – Παρθένη», «῾Η βοσκοπούλα καὶ τὰ μαργαριτάρια», «Θέατρον» τόμ. 2, «Τὸ βιβλίον τοῦ κ. Ἀσόφου» καὶ τὸ μυθιστόρημα «Τὸ ἀγριολούλουδο». 
Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τὴς Μέλιας» 
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ
ΔΙΑ ΤΗΝ Δ’ ΤΑΞΙΝ ΤΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ Β’ ΤΑΞΙΝ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ
Ν. ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ – Μ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ Α. ΒΕΚΙΑΡΕΛΗ – Δ. ΖΗΣΗ κ. ἁ.
1940