Μεγάλο, πολύ µεγάλο καί σπουδαῖο
εἶναι ἕνα ζήτηµα πού δέν τοῦ δώσανε σχεδόν καθόλου προσοχή οἱ
περισσότεροι ῞Ελληνες.
Κι αὐτό εἶναι τό ὅτι ἀπό καιρό ἀρχίσανε κάποιοι δικοί µας κληρικοί νά θέλουν καί νά ἐπιδιώκουν νά δέσουν στενές σχέσεις µέ τούς παπικούς, πού ἐπί τόσους αἰῶνες µᾶς ρηµάξανε. Γιατί, στ᾿ ἀληθινά, δέν ὑπάρχει πιό µεγάλος ἀντίµαχος τῆς φυλῆς µας, κι ἐπίµονος ἀντίµαχος, πού, σώνει καί καλά, θέλει νά σβήσει τῆν ᾿Ορθοδοξία. Οἱ δεσποτάδες πού εἶπα πώς τούς ἔπιασε, ἄξαφνα κι ἀναπάντεχα, ὁ ἔρωτας µέ τούς Λατίνους, λένε πώς τό κάνουνε ἀπό «ἀγάπη». Μά αὐτό εἶναι χονδροειδεστάτη δικαιολογία καί καλά θά κάνουνε νά παρατήσουνε αὐτά τά ροσόλια τῆς «ἀγάπης», πού τήν κάνανε ρεζίλι. ῾Ο διάβολος, ἅµα θελήσει νά κάνει τό πιό πονηρό παιγνίδι του, µιλᾶ, ὁ ἀλιτήριος γιά ἀγάπη. ῞Ο,τι εἶπε ὁ Χριστός, τό λέγει κι αὐτός κάλπικα, γιά νά ξεγελάσει. Τώρα, στά καλά καθούµενα, τούς ρασοφόρους µας στήν Πόλη, τούς ἔπιασε παροξυσµός τῆς ἀγάπης γιά τούς ᾿Ιταλιάνους, πού στέκουνται, ὅπως πάντα, κρύοι καί περήφανοι καί δέν γυρίζουνε νά τούς δοῦνε αὐτούς τούς «ἐν Χριστῷ ἀδελφούς», πού ὅσα τούς κάνανε ἀπό τόν καιρό τῶν Σταυροφόρων ἴσαµε τώρα, δέν τούς τἄκανε µήτε Τοῦρκος, µήτε Τάταρος, µήτε Μωµαχετᾶνος. ῎Ισως κι οἱ δικοί µας νά κάνουν ἀπό παρεξηγηµένη καλωσύνη.
Κι αὐτό εἶναι τό ὅτι ἀπό καιρό ἀρχίσανε κάποιοι δικοί µας κληρικοί νά θέλουν καί νά ἐπιδιώκουν νά δέσουν στενές σχέσεις µέ τούς παπικούς, πού ἐπί τόσους αἰῶνες µᾶς ρηµάξανε. Γιατί, στ᾿ ἀληθινά, δέν ὑπάρχει πιό µεγάλος ἀντίµαχος τῆς φυλῆς µας, κι ἐπίµονος ἀντίµαχος, πού, σώνει καί καλά, θέλει νά σβήσει τῆν ᾿Ορθοδοξία. Οἱ δεσποτάδες πού εἶπα πώς τούς ἔπιασε, ἄξαφνα κι ἀναπάντεχα, ὁ ἔρωτας µέ τούς Λατίνους, λένε πώς τό κάνουνε ἀπό «ἀγάπη». Μά αὐτό εἶναι χονδροειδεστάτη δικαιολογία καί καλά θά κάνουνε νά παρατήσουνε αὐτά τά ροσόλια τῆς «ἀγάπης», πού τήν κάνανε ρεζίλι. ῾Ο διάβολος, ἅµα θελήσει νά κάνει τό πιό πονηρό παιγνίδι του, µιλᾶ, ὁ ἀλιτήριος γιά ἀγάπη. ῞Ο,τι εἶπε ὁ Χριστός, τό λέγει κι αὐτός κάλπικα, γιά νά ξεγελάσει. Τώρα, στά καλά καθούµενα, τούς ρασοφόρους µας στήν Πόλη, τούς ἔπιασε παροξυσµός τῆς ἀγάπης γιά τούς ᾿Ιταλιάνους, πού στέκουνται, ὅπως πάντα, κρύοι καί περήφανοι καί δέν γυρίζουνε νά τούς δοῦνε αὐτούς τούς «ἐν Χριστῷ ἀδελφούς», πού ὅσα τούς κάνανε ἀπό τόν καιρό τῶν Σταυροφόρων ἴσαµε τώρα, δέν τούς τἄκανε µήτε Τοῦρκος, µήτε Τάταρος, µήτε Μωµαχετᾶνος. ῎Ισως κι οἱ δικοί µας νά κάνουν ἀπό παρεξηγηµένη καλωσύνη.
῞Οπως εἶπα, οἱ περισσότεροι δικοί
µας δέν δώσανε καµµιά σηµασία σ᾿ αὐτές τίς φιλοπαπικές
κινήσεις, πού εἶναι θάνατος γιά τό γένος µας καί πού τίς
κινήσανε οἱ καταχθόνιες δυνάµεις πού πολεµᾶνε τόν Χριστό
καί πού µέ τά λεπτά τούς ἀγοράζουνε ὅλους, δέν δώσανε λοιπόν
καµµιά σηµασία, γιατί....
τά θεωροῦνε
τιποτένια πράγµατα, ἄν δέν εἶναι κι οἱ ἴδιοι ἀγορασµένοι,
ἄξια µοναχά γιά κάποιους στενοκέφαλους
παλιοηµερολογίτες καί φανατικούς ἀποπετρωµένους
χριστιανούς. Τώρα τά µυαλά γινήκανε φαρδειά, καί
καταγίνονται µέ ἄλλα, κοσµοϊστορικά προβλήµατα! «Θά
καθόµαστε νά κυττάζουµε τώρα παπάδες κι ᾿Ορθοδοξίες»; Μά
αὐτούς δέν τούς µέλει κι ἄν ἐξαφανισθεῖ ἀπό τόν κόσµο κάθε
ἑλληνικό πρᾶγµα. Καί θά ἐξαφανισθεῖ ὄχι τόσο εὔκολα µέ τόν
ἀµερικανισµό πού πάθαµε, ὅσο ἄν γίνουµε στή θρησκεία
παπικοί. Γιατί γι᾿ αὐτοῦ πᾶµε. Παπική ῾Ελλάδα θά πεῖ
ἐξαφάνιση τῆς ῾Ελλάδας. Νά γιατί εἶπα πώς εἶναι πολύ
σπουδαῖο ζήτηµα αὐτές οἱ ἐρωτοτροπίες πού ἀρχίσανε
κάποιοι κληρικοί δικοί µας µέ τούς παπικούς, κι ἡ αἰτία εἶναι
τό ὅτι δέν νοιώσανε τί εἶναι ᾿Ορθοδοξία ὁλότελα, µ᾿ ὅλο πού
εἶναι δεσποτάδες.
Τό κακό εἶναι πώς ὁ λαός δέν πῆρε,
καλά-καλά, εἴδηση γιά τή συνωµοσία. Ποιός νά τόν
πληροφορήσει ἀφοῦ οἱ γραµµατισµένοι τά θεωροῦνε αὐτά τά
πράγµατα ἀνάξια γιά τή µοντέρνα σοφία τους, καί τρέχουν
σηµαιοφόροι σέ κάθε νεωτερισµό;
᾿Από τότε πού ἀρχίσανε οἱ
λυκοφιλίες ἀνάµεσα στούς δικούς µας καί στούς παπικούς (καί
σηµείωσε πώς οἱ δικοί µας φαγωθήκανε πρῶτοι νά πιάσουνε
σχέση µέ τούς Λατίνους σάν νά πήρανε ἀπό κάπου διαταγή, κι
ὁλοένα µιλᾶνε γιά «τόν διάλογον» µαζί τους, δίχως νά
ξέρουνε καλά-καλά τί λένε), ἀπό τότε λοιπόν, ἀκοῦµε, κάθε
τόσο, κάτι πράγµατα θεατρικά, ἄνοστα, ἀνόητα, δίχως
καµµιά σοβαρότητα, ὅπως εἶναι ἡ λεγόµενη «Διάσκεψις τῆς
Ρόδου», τά νέα παρεκκλήσια τοῦ Βατικανοῦ, κ.τ.λ. Στή Ρόδο
πήγανε οἱ δικοί µας µέ σκοπό νά πουλήσουν τήν ᾿Ορθοδοξία,
γιατί γι᾿ αὐτούς εἶναι καθυστερηµένη µορφή τοῦ
Χριστιανισµοῦ, δηλαδή ἕνας βλάχικος χριστιανισµός, καί ν᾿
ἀρχίσουν τόν «διάλογον», πού νά τό ν πάρει ἡ εὐχή αὐτόν τόν
«διάλογον». Καί τί κάνανε; Τίποτα! Λόγια πολλά καί χαµένα,
πού νά ντρέπεται κι ὁ τελευταῖος ῞Ελληνας ᾿Ορθόδοξος.
Προχθές πάλι µάθαµε πώς ὁ Πάπας
ἐγκαινίασε ἕνα νέο παρεκκλήσιο στό Βατικανό καί ἔβαλε
γιά εἰκόνες (µή χειρότερα!) τίς φωτογραφίες τοῦ Πάπα καί τοῦ
᾿Αθηναγόρα, «ὁ ὁποῖος ἵσταται ὄπισθεν τοῦ Ποντίφηκος»!
Φαντασθεῖτε παρεκκλήσιο µέ φωτογραφίες (τί ἀκαλαίσθητα
πράγµατα!). ῾Ο Πάπας λοιπόν θά προσεύχεται µπροστά στίς δικές
του φωτογραφίες! Δηλαδή τρελλάθηκαν οἱ ἄνθρωποι! Αὐτά δέν τά
κάνανε µήτε οἱ ἀραπάδες τῆς ᾿Αφρικῆς. Συλλογίζοµαι πόση
σοβαρότητα ἔχουν οἱ Μουσουλµᾶνοι στή θρησκεία τους, καί ποῦ
καταντήσανε τή θρησκεία τοῦ Χριστοῦ αὐτοί οἱ ἀθεόφοβοι
᾿Ιταλιάνοι, πού προσκυνᾶνε ἀγάλµατα τῆς Παναγιᾶς µέ
κοκκινάδια, µέ σκουλαρίκια καί µέ δαχτυλίδια. Κι ἐµεῖς οἱ
᾿Ορθόδοξοι, πού φυλάξαµε τό βαθύ µυστήριο τῆς εὐσέβειας,
τώρα, στά καλά καθούµενα, πᾶµε νά γίνουµε ἕνα µ᾿ αὐτούς πού
γελοιοποιήσανε τόν Χριστό ὅσο κανένας ἄθεος.
᾿Αλλά, ἀπό ποῦ νά πιάσει κανένας
καί ποῦ νά τελειώσει; ῞Οσοι ἤτανε ἕως τώρα ἀδιάφοροι γιά τή
θρησκεία καί γιά τήν ᾿Εκκλησία, καί πού πολλοί ἀπ᾿ αὐτούς τίς
περιπαίζανε µάλιστα, ὅλοι αὐτοί γινήκανε ἔξαφνα
παπόφιλοι, καί µασᾶνε σάν µαστίχι τήν ψεύτικη λέξη «ἀγάπη».
Μεγαλύτερο ρεζιλίκι δέν ἔγινε. ᾿Εµεῖς οἱ ἄλλοι πού εἴµαστε
κολληµένοι ἀπό νεότητος στήν ᾿Εκκλησία µας, εἴµαστε
στενοκέφαλοι, µοχθηροί, γυµνοί ἀπό ἀγάπη κι ἀπό ἀληθινή
εὐσέβεια. ῾Η µόδα εἶναι τώρα νά φαίνεσαι ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς
µας, πού ἔνοιωσε τά «αἰτήµατά» της. [...]
Πίστη ἀσάλευτη στήν ᾿Ορθοδοξία,
πού ἐµεῖς οἱ προκοµµένοι τήν πήραµε κληρονοµιά καί τήν
πουλᾶµε «ἀντί πινακίου φακῆς» καί ἀσπασµοῦ τῆς παντόφλας τοῦ
Πάπα! Μά σέ τέτοιο σηµεῖο ἐκφυλισθήκαµε; Αἰτία εἶναι ἡ
ἔµφυτη µαταιοδοξία µας, πού µᾶς κάνει νά θέλουµε νά
φαινόµαστε ἔξυπνοι συγχρονισµένοι, προοδευτικοί, κι ὄχι
καθυστερηµένοι. Μέ τή συναίσθηση τῆς κατωτερότητας πού
ἀποχτήσαµε, φοβόµαστε σάν τόν διάβολο µήπως µᾶς ποῦνε
«παλιά µυαλά, παλιοηµερολογίτες, καθυστερηµένους». Καί
τρέχουµε νά πᾶµε πρῶτοι σέ κάθε κίνηση πού περνᾶ γιά
«µοντέρνα», θέλεις µίµηση τῆς «ἀφηρηµένης ζωγραφικῆς»,
θέλεις ἀκαταλαβίστικες «λογοτεχνίες» (καηµένη
λογοτεχνία, ποῦ κατάντησες!), θές φιλοπαπισµός, θές
ἀµερικανισµός, στά πάντα, στά ντυσίµατά µας (πρό πάντων τῆς
νεολαίας), στόν τρόπο πού µιλᾶµε καί σκεπτόµαστε, ἀκόµα καί
στίς χειρονοµίες. Δηλαδή, καταντήσαµε µαϊµοῦδες τοῦ
ἀνθρωπίνου γένους «ἐν ὀνόµατι τῆς προόδου καί τῆς θαυµάσιας
ἐποχῆς µας».
(Φώτη Κόντογλου «Μυστικά ἄνθη», ἐκδ. «Ἀστήρ», σελ. 51-53)