Ιεροκήρυκας Δημήτριος Παναγόπουλος (1916 – 1982)
Κάποιος
γέροντας πέθαινε και μαζεύτηκαν πολλοί στο κρεβάτι του. Ανάμεσα σε
αυτούς ήταν και ένας, ο οποίος μία ολόκληρη ζωή, δεν δούλευε και του
έκλεβε τις οικονομίες από τα εργόχειρα και έτσι τρέφονταν.
Ο
γέροντας ήξερε, ότι αυτός του κλέβει το ψωμάκι και τον ιδρώτα του και
έλεγε στον εαυτόν του: ”Βάλε ζόρι, για να εργάζεσαι για δύο!”.
Σε
μία στιγμή ζήτησε ο γέροντας να βγούνε όλοι έξω από το δωμάτιό του και
κράτησε μόνο αυτόν τον κλέφτη. Ο κλέφτης ντράπηκε και νόμιζε ότι θα τον
αποκαλύψει και θα τον επιπλήξει. Έκπληκτος όμως βλέπει, να παίρνει ο
γέροντας τα χέρια του και να τα φυλάει και να του λέει:
– Ευχαριστώ αυτά τα χέρια, να μείνουν άγια, διότι με στέλνουν σήμερα στον Χριστό!
Και ξεψύχησε! Έχουμε εμείς τέτοια ανεξικακία; Δεν είμαστε ακόμα Χριστιανοί…
❈
Έστω ένας άνθρωπος, που στα τελευταία του και ύστερα από υπόδειξη
κάποιου ανθρώπου, εξομολογήθηκε και Κοινώνησε. Τί λέτε, σώθηκε αυτός;
Δεν είμαστε σίγουροι αν σώθηκε… και ας έφυγε εξομολογημένος και
Κοινωνημένος.
Αυτό
που λαμβάνει ο Θεός υπόψιν Του είναι, τι ζωή θα έφτιαχνε ο άνθρωπος
αυτός, αν δεν πέθαινε. Ο Θεός βέβαια το προγνωρίζει. Αν λοιπόν συνέχιζε
αυτήν την πνευματική στάση και αγωνιζόταν, ε, τότε σώθηκε. Αν πάλι
εξομολογήθηκε εξ ανάγκης, μπροστά στο φάσμα του θανάτου, σου λέει, ας
δοκιμάσω και αυτό δεν έχω κάτι να χάσω και γινόταν στη συνέχεια καλά και
άρχιζε πάλι τα ίδια, ε, τότε κολάστηκε.
❈
Δώστε εντολή στο τάφο σας να γράψουν: ”Προσδοκώ Ανάσταση νεκρών”, όχι
τα άλλα παραμύθια που γράφονται εκεί και κάτι στιχάκια που δεν έχουν
μέσα νόημα πίστεως και νόημα Αναστάσεως. Το παν γίνεται γι’ αυτήν την
Αναστάση. Η Ανάσταση είναι που μας παρηγορεί. Είναι τόση η θλίψη στον
κόσμο αυτόν, τόσο τα δάκρυα και τόσο η κακία, που αν δεν υπήρχε η
Ανάσταση, δεν υπήρχε ο λόγος, ούτε ένα δευτερόλεπτο να ζήσει ο άνθρωπος
εδώ.