Ο αετός του Δία - Και εγένετο Αντιόχεια
Η Αντιόχεια έχει ένα λαμπρό παρελθόν, η ιστορία της ξεκινά από την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή, συνεχίζεται στους πρώτους οπαδούς του Χριστού που εκεί χλευάστηκαν ως «Χριστιανοί», προχωρά στον Ιουστινιανό που μετά τον ισχυρό σεισμό του 526 μ.Χ. την ξανάχτισε και την ονόμασε «Θεόπολη» -πόλη του Θεού.
Μια πόλη με μακραίωνη ιστορία, η πέμπτη μεγαλύτερη και σπουδαιότερη της αρχαιότητας -για κάποιους μάλιστα η τρίτη στη σειρά- με τα περίφημα ψηφιδωτά και τις ανεκτίμητης αξίας αρχαιότητες.
«Η Αντιόχεια ήταν η πέμπτη μεγαλύτερη πόλη στον αρχαίο κόσμο, μετά τη Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη, την Αλεξάνδρεια και την Καρχηδόνα. Ιδρύθηκε το 300 π.Χ. από τον Σέλευκο Α΄, στρατηγό και έμπιστο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και έγινε η πρωτεύουσα του Βασιλείου των Σελευκιδών», λέει στη Voria.gr, ο Αντρέα ντε Τζιόρτζι, καθηγητής Κλασικών Σπουδών στο πανεπιστήμιο της Φλόριντα κι ένας από τους κορυφαίους μελετητές της Αντιόχειας σε όλο τον κόσμο.
Σύμφωνα με τις πηγές, που ωστόσο αρκετοί σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν πως
δεν ήταν παρά θρύλοι, μετά τη μάχη στην Ισσό το 333 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος σχεδίαζε να χτίσει μια πόλη εκεί όπου αργότερα ιδρύθηκε η Αντιόχεια. Δεν πρόλαβε παρά να αναγείρει έναν βωμό προς τιμή του Βοττιαίου Διός (σ.σ. η Βοττιαία ήταν κατά την αρχαιότητα περιοχή της σημερινής Ημαθίας) και φρούριο με το όνομα Ημαθία.
Στο ίδιο σημείο το 330 π.Χ. ο Σέλευκος Α΄ ο Νικάτωρ έβαλε τα θεμέλια
της πόλης, μετά από χρησμό που έλαβε να προσφέρει θυσία στον Δία, στην
πόλη Αντιγόνεια. Την ώρα της θυσίας όμως ένας τεράστιος αετός άρπαξε το
θήραμα και το απόθεσε στον βωμό του Βοττιαίου Διός, στη νότια όχθη του
ποταμού Ορόντη, μέσα στην κοιλάδα. Ο Σέλευκος Α΄ το θεώρησε καλό οιωνό
και έχτισε εκεί την Αντιόχεια οι πρώτοι κάτοικοι της οποίας ήταν
Αθηναίοι, Κρήτες, Κύπριοι και Μακεδόνες.
Ένα λαμπρό παλάτι, το περίφημο στάδιο, επιβλητικά κτήρια και φαρδιές
λεωφόροι, ανέδειξαν την Αντιόχεια σε ηγέτιδα πόλη της ελληνιστικής
εποχής, μαζί με το κατάφυτο, γραφικό προάστιό της, τη Δάφνη, όπου υπήρχε
ιερό του Απόλλωνα.
«Στη συνέχεια, η Αντιόχεια έγινε πρωτεύουσα της ρωμαϊκής επαρχίας της
Συρίας και φιλοξενούσε πληθυσμό 500.000 κατοίκων. Εκεί συγκεντρώθηκε η
πρώτη κοινότητα των Χριστιανών και μερικά από τα μεγαλύτερα μυαλά του
4ου μ.Χ., όπως ο Λιβάνιος, ρήτορας και ένας από τους πολυγραφότατους
συγγραφείς με μαθητές μεταξύ άλλων τον Μέγα Βασίλειο, τον Ιωάννη τον
Χρυσόστομο και τον αυτοκράτορα Ιουλιανό. Όλοι αυτοί ηγήθηκαν της
πολυπληθούς κοινότητας, έχτισαν τα σχολεία τους και έκαναν γνωστή την
πόλη στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου. Αυτοκράτορες κατοικούσαν
συνεχώς από τα τέλη του 1ου μ.Χ. Ωστόσο, οι σεισμοί είχαν
μεγάλο τίμημα. Αυτός του 526 μ.Χ. κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά την
πόλη, όπως ακριβώς συνέβη και τα ξημερώματα της 6ης Φεβρουαρίου 2023»,
αναφέρει ο Αντρέα ντε Τζιόρτζι.
250.000 νεκροί από τoν σεισμό του 526 μ.Χ.
Ο μεγάλος σεισμός του 526 μ.Χ. συνέβη στις 20-29
Μαΐου, το επίκεντρο ήταν στα σύνορα Τουρκίας-Συρίας, είχε μέγεθος 7
βαθμών και ισοπέδωσε την Αντιόχεια, τη Δάφνη και το λιμάνι της Σελευκίας
Πιερίας, όπου η στάθμη της θάλασσας ανέβηκε κατά 0,8 μέτρα. Ακολούθησε
μια τεράστια πυρκαγιά που κατέστρεψε όσα κτήρια είχαν μείνει όρθια, μαζί
και τα τείχη που λόγω του κόστους δεν χτίστηκαν ποτέ ξανά. Για τους
επόμενους 18 μήνες η πόλη και η γύρω περιοχή δονούνταν από ισχυρούς
μετασεισμούς και εκτιμάται ότι σχεδόν 250.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή
τους, μεταξύ αυτών και ο πατριάρχης Αντιόχειας Ευφράσιος. Πολλά από τα
θύματα ήταν επισκέπτες από την ύπαιθρο που βρέθηκαν στην πόλη για τη
γιορτή της Αναλήψεως.
Ο χρονογράφος, Ιωάννης Μαλάλας, αναφέρει πως όταν ο αυτοκράτορας Ιουστίνος Α΄
(518-527) έμαθε για τον σεισμό, μπήκε σε εκκλησία στην
Κωνσταντινούπολη, πέταξε το διάδημα και την κατακόκκινη χλαμύδα του και
θρήνησε δημόσια για την καταστροφή της Αντιόχειας.
Λίγα χρόνια νωρίτερα είχε ορίσει συναυτοκράτορα τον ανιψιό του Ιουστινιανό Α΄ (527-565),
ο οποίος ξεκίνησε αμέσως τις ενέργειες για την ανοικοδόμηση της πόλης,
δίνοντας προτεραιότητα στα χριστιανικά μνημεία. Στόχος του ήταν να
αναγείρει μια νέα, λαμπρή πόλη, αντάξια του παρελθόντος της και να την
ονομάσει «Θεόπολις».
Έχτισε μια μεγάλη εκκλησία προς τιμή της Παναγίας και μία ακόμη των
Αγίων Κοσμά και Δαμιανού, ενώ η σύζυγός του, Θεοδώρα, παρήγγειλε την
οικοδόμηση μιας εκκλησίας προς τιμή του Αρχάγγελου Μιχαήλ και επέβλεπε
την ανέγερση της βασιλικής του Ανατολίου με κίονες που έφτασαν από την
Κωνσταντινούπολη.
Το 540 μ.Χ. η Αντιόχεια έπεσε στα χέρια των Περσών που με επικεφαλής τον βασιλιά Χοσρόη, εκστράτευσαν στις βυζαντινές επαρχίες της Ανατολής. Ρημαγμένη ακόμη από τους σεισμούς, με κατεστραμμένα τείχη και χωρίς στρατό, η πόλη παραδόθηκε σχεδόν αμαχητί. Ο Χοσρόης μετέφερε τον κινητό πλούτο και μεγάλο μέρος του πληθυσμού σε μια νέα πόλη, δίπλα στην Κτησιφώντα -κοντά στη σημερινή Βαγδάτη-, η οποία ονομάστηκε Weh Antiok Khosrow που σε ελεύθερη απόδοση σημαίνει «καλύτερη από την Αντιόχεια, χτισμένη από τον Χοσρόη» ή σύμφωνα με τον βυζαντινό λόγιο Προκόπιο, «Αντιόχεια του Χοσρόη».
Η χριστιανική Αντιόχεια
Η παλαιότερη βιβλική αναφορά σχετικά με την Αντιόχεια έχει να κάνει με το ότι σε αυτή την πόλη οι οπαδοί του Χριστού για πρώτη φορά χλευαστικά αναφέρθηκαν ως «Χριστιανοί» (Πράξεις των Αποστόλων 11,26). Στο βιβλίο των Πράξεων, η Αντιόχεια είναι η δεύτερη σε αναφορές πόλη. Κατά τη διάρκεια του μεγάλου διωγμού που προκάλεσε τον θάνατο του πρωτομάρτυρα Στεφάνου, μέλη της πρώτης χριστιανικής κοινότητας της Ιερουσαλήμ έφτασαν στην Αντιόχεια προκειμένου να βρουν καταφύγιο.
Η εκκλησιαστική παράδοση υποστηρίζει ότι η Εκκλησία της Αντιοχείας ιδρύθηκε από τον Απόστολο Πέτρο το 34 μ.Χ. Ο Πέτρος συνεπικουρούμενος από τους Αποστόλους Παύλο, ο οποίος βαφτίστηκε στην Αντιόχεια και Βαρνάβα, κήρυξε στους εθνικούς και τους Εβραίους, οι οποίοι φαίνεται να ήταν πολυάριθμοι στην πόλη.
Στα χρόνια που ακολούθησαν η Εκκλησία της Αντιόχειας έθεσε τις βάσεις για την εδραίωση της χριστιανικής πίστης και θεωρείται το κέντρο ή η αφετηρία για τη διάδοση της θρησκείας στις επαρχίες της Μικράς Ασίας, της Ελλάδας, αλλά και αυτής της Ρώµης.
Μεγάλο πλήγμα για την ιστορία της πόλης και του Χριστιανισμού αποτέλεσε η επέλαση των Αράβων το 638 μ.Χ., που οδήγησε στον διωγμό των Χριστιανών και τον εξισλαμισμό πολλών από αυτούς.
Οι ανασκαφές φέρνουν στο φως τα περίφημα ψηφιδωτά της Αντιόχειας
«Οι ανασκαφές Αμερικανών αρχαιολόγων έφεραν στο φως τμήμα του ιππόδρομου, μερικά λουτρά και εκατοντάδες ψηφιδωτά από δημόσια κτήρια και πολυτελείς οικίες, που εκτίθενται σε μουσεία της Γαλλίας και των ΗΠΑ. Δεν είναι ορατό μεγάλο μέρος της αρχαίας πόλης, εκτός από τμήματα των τειχών, διάσπαρτα στα βουνά», λέει ο Αντρέα ντε Τζιόρτζι, που έχει βρεθεί πολλές φορές ως μέλος ανασκαφικής ομάδας στην Αντιόχεια.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στη διεθνή κοινότητα για τα ψηφιδωτά της Αντιόχειας, που σύμφωνα με τον Τζιόρτζι «είναι εκπληκτικά, μοναδικά και χωρίς προηγούμενο σε όλο τον κόσμο, καθώς αναδεικνύουν με εντυπωσιακό τρόπο το ελληνικό παρελθόν της και χρησιμοποιούν ένα οπτικό ιδίωμα αυστηρά τοπικό. Τουλάχιστον 300 ψηφιδωτά εκτίθενται στη Γαλλία και τη Βόρεια Αμερική και τολμώ να πω ότι παρόμοιος αριθμός υπάρχει στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αντιόχειας».