Κάποτε ένας ιερεύς μου διηγήθηκε τα έξης: Κάποιο βράδυ πήγε κάπως αργά στην Εκκλησία, γιατί είχε ξεχάσει κάτι, πού έπρεπε οπωσδήποτε να το πάρει. Την ξεκλείδωσε και μπήκε μέσα.
Ήταν σκοτεινά. Από την Ωραία Πύλη, την οποία είχε ξεχάσει ανοιχτή (δεν είχε τραβήξει την κουρτίνα, όψου δεν υπήρχαν και βημόθυρα στην Πύλη), βλέπει έναν αστραφτερό Άγγελο με ξίφος πύρινο στο χέρι, να στέκεται δίπλα στην Αγία Τράπεζα! Τρόμαξε τόσο πολύ, πού τράπηκε σε φυγή! Φοβήθηκε! Φθάνοντας στον Νάρθηκα (ο Ναός ήταν μεγάλος), ακούστηκε μια φωνή: "Στάσου!" Στάθηκε, λοιπόν, κοκάλωσε! μαρμάρωσε!
—Μη φοβάσαι, του είπε πολύ γλυκά ή φωνή. Είμαι ό Άγγελος -Φύλακας του Ναού. Όταν μία Τράπεζα σε έναν Ναό καθαγιάζεται και γίνεται Αγία, ό Κύριος, ό Παντοκράτωρ, ό "Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων", τοποθετεί έναν ακοίμητο Άγγελο -Φύλακα δίπλα στην 'Αγία Τράπεζα.
Καθ' όν χρόνο έλεγε αυτά ό Άγγελος, ό ιερεύς ήταν ακίνητος στον Νάρθηκα και άκουγε έντρομος, με την πλάτη προς το Ιερό,
Και συνέχισε με ακόμη πιο γλυκεία φωνή ό Άγγελος:
-Έλα, γύρισε, κλείσε, σε παρακαλώ, την Ωραία Πύλη, πού ξέχασες ανοιχτή.
(Ό Άγγελος είπε στον ιερέα "σε παρακαλώ"! Πόσοι από εμάς λέμε στον σύντροφο μας, στο παιδί μας, στον αδελφό μας, στον πλησίον μας, "σε παρακαλώ"; Πόσοι;)
Γύρισε ό ιερεύς - του είχε φύγει ό φόβος και ό τρόμος· μέσα του βασίλευε γαλήνη - και δεν είδε πλέον τον Άγγελο. Προχώρησε διστακτικά, αλλά τώρα χωρίς φόβο· με σεβασμό. Με συστολή και δέος έπιασε την κουρτίνα της ' Ωραίας Πύλης και σιγά - σιγά την έκλεισε.
Μέσα του όμως άρχισε να αναρωτιέται: "Μην ήταν φαντασία μου;! Μήπως ονειρευόμουν; Μήπως έχω παραισθήσεις;"
Ως απάντηση, όμως, άκουσε μυριάδες φωνές Αγγέλων να ψάλλουν το "Άξιον Εστί". (Ό Ναός ήταν αφιερωμένος στην Υπεραγία Θεοτόκο). Δεν άντεξε στο άκουσμα της γλυκείας αυτής αγγελικής ψαλμωδίας και λιποθύμησε! Έπεσε κάτω!
Όταν υστέρα από λίγο συνήλθε, πήγε σπίτι του και δεν μίλησε σε κανέναν. Μετά από 15 χρόνια μου το διηγήθηκε, λίγο πριν από τον θάνατο του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ. ΠΑΤΡΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Ήταν σκοτεινά. Από την Ωραία Πύλη, την οποία είχε ξεχάσει ανοιχτή (δεν είχε τραβήξει την κουρτίνα, όψου δεν υπήρχαν και βημόθυρα στην Πύλη), βλέπει έναν αστραφτερό Άγγελο με ξίφος πύρινο στο χέρι, να στέκεται δίπλα στην Αγία Τράπεζα! Τρόμαξε τόσο πολύ, πού τράπηκε σε φυγή! Φοβήθηκε! Φθάνοντας στον Νάρθηκα (ο Ναός ήταν μεγάλος), ακούστηκε μια φωνή: "Στάσου!" Στάθηκε, λοιπόν, κοκάλωσε! μαρμάρωσε!
—Μη φοβάσαι, του είπε πολύ γλυκά ή φωνή. Είμαι ό Άγγελος -Φύλακας του Ναού. Όταν μία Τράπεζα σε έναν Ναό καθαγιάζεται και γίνεται Αγία, ό Κύριος, ό Παντοκράτωρ, ό "Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων", τοποθετεί έναν ακοίμητο Άγγελο -Φύλακα δίπλα στην 'Αγία Τράπεζα.
Καθ' όν χρόνο έλεγε αυτά ό Άγγελος, ό ιερεύς ήταν ακίνητος στον Νάρθηκα και άκουγε έντρομος, με την πλάτη προς το Ιερό,
Και συνέχισε με ακόμη πιο γλυκεία φωνή ό Άγγελος:
-Έλα, γύρισε, κλείσε, σε παρακαλώ, την Ωραία Πύλη, πού ξέχασες ανοιχτή.
(Ό Άγγελος είπε στον ιερέα "σε παρακαλώ"! Πόσοι από εμάς λέμε στον σύντροφο μας, στο παιδί μας, στον αδελφό μας, στον πλησίον μας, "σε παρακαλώ"; Πόσοι;)
Γύρισε ό ιερεύς - του είχε φύγει ό φόβος και ό τρόμος· μέσα του βασίλευε γαλήνη - και δεν είδε πλέον τον Άγγελο. Προχώρησε διστακτικά, αλλά τώρα χωρίς φόβο· με σεβασμό. Με συστολή και δέος έπιασε την κουρτίνα της ' Ωραίας Πύλης και σιγά - σιγά την έκλεισε.
Μέσα του όμως άρχισε να αναρωτιέται: "Μην ήταν φαντασία μου;! Μήπως ονειρευόμουν; Μήπως έχω παραισθήσεις;"
Ως απάντηση, όμως, άκουσε μυριάδες φωνές Αγγέλων να ψάλλουν το "Άξιον Εστί". (Ό Ναός ήταν αφιερωμένος στην Υπεραγία Θεοτόκο). Δεν άντεξε στο άκουσμα της γλυκείας αυτής αγγελικής ψαλμωδίας και λιποθύμησε! Έπεσε κάτω!
Όταν υστέρα από λίγο συνήλθε, πήγε σπίτι του και δεν μίλησε σε κανέναν. Μετά από 15 χρόνια μου το διηγήθηκε, λίγο πριν από τον θάνατο του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ. ΠΑΤΡΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ