Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

Ἡ νηστεία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ «νηστεία» τοῦ παπισμοῦ



Ὁ δυτικὸς Χριστιανισμὸς ἀφότου ἀποκόπηκε ἀπὸ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὸν 11ο αἰώνα, ἀπώλεσε τὴν θεία Χάρη καὶ ὡς ἐκ τούτου ἡ κατοπινή του πορεία, μέχρι σήμερα, εἶναι μία ἐξελισσόμενη ἔκπτωση ἀπὸ τὴν αὐθεντικότητα. Δὲν εἶναι καθόλου ὑπερβολή, ἂν ποῦμε, ὅτι σχεδὸν τίποτε δὲν ἄφησε ἀναλλοίωτο ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση τῆς πρώτης χιλιετίας. Ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν παραχάραξη τοῦ τριαδολογικοῦ δόγματος, στὴ συνέχεια τοῦ χριστολογικοῦ, τοῦ σωτηριολογικοῦ, τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ, ἔφτασε στὸ τέλος νὰ παραχαράξει καὶ αὐτὲς τὶς συνήθειες καὶ πρακτικές, ποὺ καθόρισε ἡ Ἐκκλησία, διὰ τῶν Ἁγίων Συνόδων, τῶν ἱερῶν Κανόνων καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων, γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ προκοπὴ τῶν πιστῶν.
Μία ἀπὸ τὶς πρακτικὲς ποὺ μετέβαλε ὁ δυτικὸς Χριστιανισμός, εἶναι καὶ ὁ θεσμὸς τῆς νηστείας. Παραμερίζοντας δεκάδες Ἱεροὺς Κανόνες καὶ λόγους ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι καθορίζουν ἐπακριβῶς τὸ νόημα καὶ τὴν σημασία της, δημιούργησε ἕνα δικό του, αὐθαίρετο σύστημα νηστείας, τὸ ὁποῖο δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴ νηστεία τῆς Ἐκκλησίας μας. Στὰ παρὰ πάνω συμπεράσματα ἀβίαστα καταλήγει κανείς, ὅταν... διαβάσει κάποιο σχετικὰ πρόσφατο ἄρθρο ποὺ δημοσιεύθηκε στὴν ἐφημερίδα τῶν ἐν Ἀθήναις παπικῶν «ΚΑΘΟΛΙΚΗ» (ἀριθμ.φύλ. 28.2.2018), μὲ τίτλο: «Γιατί δὲν τρῶμε κρέας τὶς Παρασκευές». Σ’ αὐτὸ ὁ ἀρθρογράφος παρουσιάζει τὴν περὶ νηστείας παπικὴ διδασκαλία, ἡ ὁποία βεβαίως ἀφίσταται παρασάγγας ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Καὶ μόνο ὁ τίτλος τοῦ ἄρθρου φανερώνει περίτρανα αὐτὴ τὴν χαώδη ἀπόσταση, διότι, ὅπως θὰ δοῦμε, ἡ νηστεία τῶν παπικῶν ἀποκλείει μόνο τὸ κρέας καὶ ὄχι ἄλλα ἀρτύσιμα εἴδη διατροφῆς ὅπως τὰ γαλακτοκομικά, τὰ ψάρια, τὸ λάδι καὶ τὸ κρασί, καὶ ἐπὶ πλέον καθιερώνει μόνο μία ἡμέρα νηστείας, τὴν Παρασκευὴ καὶ ὄχι ἄλλες ἡμέρες!

Γράφει: «Γιατί ἡ Ἐκκλησία ζητᾶ ἀπὸ τοὺς Καθολικοὺς νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὸ κρέας τὶς Παρασκευὲς (ὅπως καὶ τὴν Τετάρτη τῶν Τεφρῶν καὶ τὴν Μεγάλη Παρασκευή), ἀλλὰ δίνει τὸ ΟΚ γιὰ τοὺς Καθολικοὺς νὰ τρῶνε ψάρια;». Ἐδῶ ὁ ἀρθρογράφος δίνει ξεκάθαρα τὸ πλαίσιο τῆς νηστείας στὸν Παπισμό, ἡ ὁποία περιορίζεται στὴν ἀποχὴ μόνον τοῦ κρέατος τὶς Παρασκευὲς καὶ κάποιες ἄλλες δικές του ἑορτές. Δικαιολογεῖ δὲ αὐτὴ τὴν ἀποχὴ ὡς ἑξῆς: «Ἂς ξεκινήσουμε ἀπὸ τὸ ἐρώτημα “γιατί Παρασκευή;”. Οἱ Καθολικοὶ ἀπὸ ἀμνημονεύτων χρόνων ξεχώρισαν τὴν Παρασκευὴ γιὰ νὰ τηροῦν μία εἰδικὴ μετάνοια, μὲ τὴν ὁποία πρόθυμα ὑποφέρουν μὲ τὸ Χριστό, ὥστε κάποια στιγμὴ νὰ δοξαστοῦν μαζί Του. Αὐτὴ εἶναι ἡ καρδιὰ τῆς παράδοσης τῆς ἀποχῆς ἀπὸ τὸ κρέας τὴν Παρασκευή, καὶ αὐτὴ ἡ παράδοση τηρεῖται στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία. Δεδομένου ὅτι πιστεύεται (sic) ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὑπέφερε στὸ σταυρὸ ἡμέρα Παρασκευή, οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ξεχώρισαν αὐτὴν τὴν ἡμέρα γιὰ νὰ ἑνώσουν τὰ βάσανά τους μὲ τὸν Ἰησοῦ». Ἤδη ἀπὸ τὰ ἀποστολικὰ χρόνια ὅρισε ἡ Ἐκκλησία νὰ νηστεύουμε ὄχι μόνον τὴν Παρασκευή, ἀλλὰ καὶ τὴν Τετάρτη, τὴν ὁποία ἀποσιωπᾶ ὁ ἀρθρογράφος. Ἐνδεικτικὰ ἐδῶ ἀναφέρουμε τὸν 69ο (ΞΘ΄), Ἱερὸ Κανόνα τῶν ἁγίων ἀποστόλων: «Εἰ τὶς ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, ἢ ὑποδιάκονος, ἢ ἀναγνώστης, ἢ ψάλτης, τὴν ἁγίαν Τεσσαρακοστὴν οὐ νηστεύει, ἢ Τετράδα (=Τετάρτη), ἢ Παρασκευὴν καθαιρείσθω. Ἐκτὸς εἰμὴ δὶ’ ἀσθένειαν ἐμποδίζοιτο. Ἐὰν δὲ λαϊκὸς ἤ, ἀφοριζέσθω».[1] Ἐπίσης ἀπὸ τὰ ἀποστολικὰ χρόνια, ἡ Ἐκκλησία ὅρισε καὶ ἄλλες περιόδους νηστείας, ὅπως ἡ νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὅπως εἴδαμε στὸν παρὰ πάνω Ἱερὸ Κανόνα, τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τῆς Παναγίας, (τοῦ δεκαπενταυγούστου) καὶ τῶν Χριστουγέννων, οἱ ὁποῖες διὰ μέσου τῶν αἰώνων πῆραν συγκεκριμένες μορφές, ὁριστικοποιήθηκαν ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες καὶ θεσμοθετήθηκαν ἀπὸ τὶς Ἅγιες Συνόδους. Βεβαίως αὐτὲς οἱ νηστεῖες δὲν ἀπαγόρευαν μόνο τὸ κρέας, ἀλλὰ καὶ ἄλλες ζωικὲς καὶ λιπαρὲς τροφές, κάτι ποὺ ἀποσιωπᾶ ὁ ἀρθρογράφος! Ἡ ἀντίληψη ὅτι δῆθεν «αὐτὴ εἶναι ἡ καρδιὰ τῆς παράδοσης τῆς ἀποχῆς ἀπὸ τὸ κρέας τὴν Παρασκευὴ» εἶναι πέρα γιὰ πέρα λανθασμένη. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης στὸ «Πηδάλιό» του ἀναφέρει ὅτι «ἡ νηστεία τῆς Τετράδος καὶ Παρασκευῆς δὲν περιορίζεται εἰς μόνην τὴν ἀποχὴν τοῦ κρέατος, ἀλλὰ κανονίζεται αὔτη εἰς τὸ νὰ μὴ γευθεῖ τινὰς τελείως τροφῆς ἕως τῆς ἑσπέρας. Ὅθεν καὶ ὁ μακάριος Βενέδικτος εἰς τὸν ΜΑ΄ Κανόνα αὐτοῦ διορίζει τοὺς ὑποτασσομένους αὐτῶ μοναχοὺς νὰ νηστεύουν τὴν Τετράδα καὶ Παρασκευὴν ἕως ὥρας ἐνάτης».[1] Στὸ σπουδαῖο πρωτοχριστιανικὸ κείμενο «Διδαχὴ τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων» (τέλη 1ου αἰώνα), ἀναφέρεται ρητὰ ὅτι «Αἳ δὲ νηστεῖαι ὑμῶν μὴ ἔστωσαν μετὰ τῶν ὑποκριτῶν· νηστεύουσι γὰρ δευτέρα σαββάτων καὶ πέμπη· ὑμεῖς δὲ νηστεύσατε τετράδα καὶ παρασκευήν», (8,1). Στὸ ἀρχαῖο ἐκκλησιαστικὸ κείμενο «Ἀποστολικαὶ Διαταγαί», (4ος αἰώνας), ἀναφέρεται: «Τετράδα καὶ Παρασκευὴν προσέταξεν ἠμὶν νηστεύειν, τὴν μὲν διὰ τὴν προδοσίαν, τὴν δὲ διὰ τὸ Πάθος» (Ἐ, 15). Ἐπίσης ἡ ἀντίληψη ὅτι δῆθεν «οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ξεχώρισαν αὐτὴν τὴν ἡμέρα, [Παρασκευή], γιὰ νὰ ἑνώσουν τὰ βάσανά τους μὲ τὸν Ἰησοῦ», δὲν εὐσταθεῖ. Ὅπως ἐξηγεῖ στὸ «Πηδάλιό» του ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης: «Ὅθεν δὲν πρέπει νὰ λέγομεν ὅτι πενθοῦμεν διὰ τὸν σταυρόν. Οὐ γὰρ δὶ’ ἐκεῖνον πενθοῦμεν, μὴ γένοιτο, ἀλλὰ γιὰ τὰ ἰδικὰ μᾶς ἁμαρτήματα».[1]

Παρὰ κάτω προσπαθεῖ νὰ ἐξηγήσει, γιατί ἐπιτρέπεται νὰ τρῶνε ψάρια. Γράφει: «Ἐδῶ ὅμως μπαίνει τὸ ἐρώτημα, γιατί τὰ ψάρια ἑξαιροῦνται; Ἡ ἐντολὴ τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὸ συγκεκριμένο θέμα ὁριοθετεῖ τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὰ «χερσαία ζῶα». Οἱ ἐντολὲς περὶ ἀποχῆς θεωροῦν ὅτι τὸ κρέας προέρχεται μόνο ἀπὸ τὰ ζῶα ὅπως τὰ κοτόπουλα, οἱ ἀγελάδες, τὰ πρόβατα, ἢ οἱ χοῖροι – τὰ ὁποία ὅλα ζοῦν στὴν ξηρά. Τὰ πτηνὰ θεωροῦνται ἐπίσης κρέας. Τὰ ψάρια, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, δὲν βρίσκονται στὴν ἴδια ταξινόμηση. Τὰ ψάρια εἶναι μία διαφορετικὴ κατηγορία ζώων…»! Ἀλλὰ βάσει ποίων Ἱερῶν Κανόνων κάνει τοὺς παρὰ πάνω ἰσχυρισμούς;

Οἱ ἅγιοι Πατέρες στοὺς λόγους τῶν περὶ νηστείας μᾶς δίνουν ἀνάγλυφη τὴν περὶ νηστείας διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ τὸ βαθύτερο νόημά της. Ἂν ἀνατρέξουμε στοὺς λόγους τῶν, ἀμέσως θὰ διαπιστώσουμε, ὅτι ὅλοι τους δίδουν σ’ αὐτὴν ἕνα καθολικὸ χαρακτήρα καὶ τὴν προβάλλουν ὡς ἔκφραση τῆς ἀσκητικῆς τοποθετήσεως τοῦ πιστοῦ ἔναντι τῶν ὑλικῶν στοιχείων τοῦ κόσμου, προκειμένου νὰ ἀποφύγει τὴν ὑποταγὴ τοῦ σ’ αὐτὰ καὶ προσανατολίσει τὴν θέλησή του πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ὑποταγεῖ στὸ θέλημά Του. Ἔτσι, μὲ τὸν τρόπο αὐτό, διερμηνεύουν τὸ βαθύτερο πνεῦμα τοῦ εὐαγγελίου καὶ τὸν ἀσκητικὸ χαρακτήρα τοῦ Ὀρθοδόξου ἤθους. Ἐπίσης ὅταν μὲ τὴν λέξη νηστεία ἀναφέρονται εἰδικότερα στὶς τροφές, τότε ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἐννοοῦν τὴν ἀποχὴ ἀπὸ ὁρισμένα εἴδη τροφῶν γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα, ἂν καὶ ἡ λέξη νηστεία κατὰ κυριολεξία σημαίνει πλήρη ἀσιτία, (νὴ=ὄχι+εσθιω). Ἰδιαιτέρως τονίζεται ἡ ἀρχαιότητα τοῦ θεσμοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχὴ ἀνάγεται στὸ πρῶτο ἀνθρώπινο ζεῦγος. Ὁ Μέγας Βασίλειος γιὰ παράδειγμα, στὸν πρῶτο περὶ νηστείας λόγο τοῦ ἀναφέρει, ὅτι ἡ νηστεία εἶναι «συνηλικιώτης τῆς ἀνθρωπότητος», διότι ἐνομοθετήθη στὸν παράδεισο. Καὶ στὴ συνέχεια προσθέτει: Ἐπειδὴ δὲν νηστεύσαμε, ἐξεπέσαμε ἀπὸ τὸν παράδεισο. Ἂς νηστεύσωμε λοιπόν, διὰ νὰ ἐπανέλθωμε εἰς αὐτόν. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στὸν περὶ μετανοίας λόγον τοῦ συμπληρώνει: Ἐὰν μέσα στὸν παράδεισο ἦταν ἀναγκαία ἡ νηστεία, πόσο μᾶλλον ἐκτός του παραδείσου; Στὴ συνέχεια τόσο ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅσον καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος κάνουν μία ἱστορικὴ ἀναδρομὴ στὴν ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ, ὅπου βλέπουν καταξιωμένο τὸν θεσμὸ τῆς νηστείας στὴ ζωὴ μεγάλων ἀνδρῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὁ Μωϋσῆς μετὰ ἀπὸ νηστεία 40 ἡμερῶν ἀξιώνεται νὰ δεχθεῖ τὶς πλάκες τοῦ Νόμου. Ἀντίθετα ἡ οἰνοποσία καὶ ἡ μέθη τοῦ λαοῦ κάτω στοὺς πρόποδες τοῦ ὅρους Χωρὴβ κομματίασε τὶς πλάκες, τὶς ὁποῖες παρέλαβε ἡ νηστεία. Στὴ συνέχεια μνημονεύουν τὸν Ἠσαύ, τὸν προφήτη Ἠλία, τοὺς τρεῖς παῖδες στὴ Βαβυλώνα, τὸν προφήτη Δανιήλ, καὶ τὸν προφήτη Ἠσαΐα, ὁ ὁποῖος ἐπισημαίνει τὸν κίνδυνο τῆς τυποποιήσεως τῆς νηστείας καὶ προβάλλει στὸ λαὸ ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα, ποὺ συνιστοῦν τὴν ἀληθινὴ νηστεία, ἡ ὁποία τότε μόνον εἶναι ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸν Θεόν, ὅταν συνδυάζεται μὲ τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, (Ἠσαΐας 1,13-17). Τέλος καταλήγουν στὸ πρόσωπο τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου μας, ὁ Ὁποῖος τόσο μὲ τὸ προσωπικό του παράδειγμα, ὅσο καὶ μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ προσδιορίζει τὴν θετική του στάση ἀπέναντι στὸ θεσμὸ τῆς νηστείας καὶ προδιαγράφει τοὺς ὅρους καὶ τὶς προϋποθέσεις γιὰ τὴν ὀρθὴ καὶ θεάρεστη ἄσκησή της.

Ἐπίσης εἶναι σημαντικὸ νὰ τονιστεῖ, ὅτι ὅταν οἱ ἅγιοι Πατέρες ὁμιλοῦν γιὰ τὴν νηστεία, δὲν τὸ κάνουν ἀπὸ περιφρόνηση πρὸς τὶς τροφές, οὔτε ἀπὸ διάκριση σὲ καθαρὲς καὶ μὴ καθαρές, ἀφοῦ κατὰ τὸν ἀπόστολο «πᾶν κτίσμα Θεοῦ καλόν, καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον μετὰ εὐχαριστίας λαμβανόμενον», (Ἃ΄ Τίμ. 4,4), ἀλλὰ διότι ἡ νηστεία εἶναι τὸ κατάλληλο μέσον στὴ σταύρωση τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος καὶ τῶν ἐμπαθῶν ἐπιθυμιῶν. Ὁ ἀβὰς Ποιμὴν σ’ ἕνα ἀπόφθεγμά του στὸ Γεροντικὸ λέγει ὅτι ἡ νηστεία δὲν πρέπει νὰ εἶναι «σωματοκτόνος ἀλλὰ παθοκτόνος». Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων πολὺ εὔστοχα παρατηρεῖ σὲ ὁμιλία του στὸν παραλυτικό: Ἂς χρησιμοποιήσωμε μὲ μέτρο τὴν τροφή, χωρὶς νὰ παρασυρόμαστε στὴ γαστριμαργία, ὥστε νὰ ὑπερισχύσωμε καὶ τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν. Ὁ Μέγας Βασίλειος στὸ 2ο λόγο τοῦ περὶ νηστείας, παρομοιάζει τὴ νηστεία μὲ ὅπλο στὴν πάλη κατὰ τῶν δαιμόνων, ὁ δὲ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, σ’ ἕνα λόγο του «στὴν ἀποδημία τοῦ ἐπισκόπου Φλαβιανοῦ» θεωρεῖ τὴν νηστεία ὡς φάρμακο τῆς ψυχῆς. Τέλος ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, (γιὰ νὰ περιοριστοῦμε μόνο στοὺς παρὰ πάνω ἁγίους Πατέρες), ὁμιλώντας γιὰ τὴ νηστεία λέγει: «Νηστεία εἶναι ἡ ἀποκοπὴ τῆς πυρώσεως καὶ τῶν πονηρῶν λογισμῶν, καθαρότητα τῆς ψυχῆς, φωταγωγὸς τῆς ψυχῆς, φυλακὴ τοῦ νοός, διάλυσις τῆς ἀναισθησίας, πόρτα τῆς κατανύξεως, ἀφορμὴ ἡσυχίας, πρόξενος ἀπαθείας, ἄφεσις ἁμαρτιῶν».

Ἐπίσης οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὁμιλώντας περὶ νηστείας, ἐνῶ ἀπὸ μία πλευρὰ ἐγκωμιάζουν καὶ τονίζουν τὴν ἀξία της, ἀπὸ τὴν ἄλλη θαυμάζομε τὴν σοφία τῆς διακρίσεως τῶν στὸν τρόπο τῆς ἐφαρμογῆς της στὴν κάθε μία συγκεκριμένη περίπτωση, καθιερώνοντας ἔτσι τὸν θεσμὸ τῆς Οἰκονομίας. Ὁ ἅγιος Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος σ’ ἕνα λόγο του πρὸς τὸν ἐπίσκοπο Κάστορα, παρατηρεῖ: Ἐκεῖνοι, [οἱ Πατέρες], δὲν μᾶς παρέδωσαν ἕνα κανόνα νηστείας, οὔτε ἕνα τρόπο μεταλήψεως τροφῶν, οὔτε καὶ στὸ ἴδιο μέτρο, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν ὅλοι τὴν ἴδια δύναμη, οὔτε ὅλοι τὴν ἴδια ἡλικία, ἀλλὰ οὔτε ὅλοι εἶναι ἐξ’ ἴσου ὑγιεῖς. Χωρὶς δηλαδὴ νὰ ὑποτιμοῦν οὔτε στὸ ἐλάχιστο τὴν ἀξία τῆς νηστείας, παράλληλα δὲν ἐγκλωβίζονται σὲ ἄκαμπτες ἀρχὲς καὶ νόμους καὶ κανόνες, ἀλλὰ κινοῦνται μὲ θαυμαστὴ πνευματικὴ ἐλευθερία στὸ συγκεκριμένο θέμα. Λαμβάνουν ὑπ’ ὄψιν τοὺς πλείστους ὅσους παράγοντες, ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ τροποποιήσουν, ἢ καὶ μεταβάλλουν τὸ μέτρο καὶ τὸν χρόνο τῆς νηστείας, ὅπως εἶναι ἡ ἀσθένεια, τὸ εἶδος τῆς ἐργασίας, οἱ ἀνθυγιεινὲς συνθῆκες διαβιώσεως, οἱ διάφοροι κλιματολογικοὶ παράγοντες κ.λ.π.

Θὰ κλείσουμε τὴν μικρὴ αὐτὴ ἀναφορά μας στὴ «νηστεία» τῶν παπικῶν σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὴ νηστεία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὑπογραμμίζοντας μία μεγάλη ἀλήθεια: Τὸ ὅτι δηλαδὴ ἡ ἀλλοίωση τοῦ δόγματος ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἐπηρεάσει καθοριστικὰ ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως διδάσκουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, δόγμα καὶ ἦθος, θεωρία καὶ πράξη, πίστη καὶ ζωή, εἶναι τόσο πολὺ ἀλληλένδετα καὶ ἄρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, ὥστε ἀλλοίωση καὶ παραχάραξη τοῦ δόγματος νὰ φέρνει ἀναπόφευκτα ἀλλοίωση τοῦ ἤθους καὶ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Προφανῶς ὁ ἀρθρογράφος σὲ ὅσα περὶ νηστείας ἀναφέρει ἔχει ὑπ’ ὄψιν τοῦ νόμους καὶ κανόνες ποὺ καθιέρωσε ὁ Παπισμὸς μετὰ τὴν ἀποκοπή του ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀκυρώνοντας ὅμως προγενεστέρους, τοὺς ὁποίους ἐθέσπισαν οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, ἐγκαινιάζοντας ἔτσι ἕναν εὔκολο καὶ ἀνώδυνο Χριστιανισμό, χωρὶς κόπο καὶ ἄσκηση, ποὺ εἶναι οἱ ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιὰ νὰ φθάσει κανεὶς στὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν θέωση. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ὁ Παπισμὸς νὰ φθάσει νομοτελειακὰ στὴν πλήρη ἐκκοσμίκευσή του. Πρὸς τὸν ἴδιο κατήφορο τῆς ἐκκοσμικεύσεως δυστυχῶς ὁδεύει νομοτελειακὰ καὶ ὁ Οἰκουμενισμός, ἡ ἄλλη αὐτὴ μεγάλη παναίρεση τῆς ἐποχῆς μας, ὅπως ἔχουμε ἐπισημάνει σὲ προηγούμενα ἄρθρα καὶ μελέτες μας.

Ἐκ τοῦ Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ τῶν Παραθρησκειῶν
Ι.Μ.Πειραιώς

Τα θυμάσαι τα αδέρφια σου;

Έχουμε να γράψουμε ιστορία ακόμη...