Σάββατο 10 Μαρτίου 2018

Ρωμιοσύνη και Α’ Σταυροφορία

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*
Από τη Δύση στην Αγία Σιών

Το μήνυμα του Ουρβανού σκόρπισε ρίγη ενθουσιασμού σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η προοπτική μίας εκστρατείας για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων που θα συνοδευόταν από άφεση αμαρτιών συγκίνησε τόσο απλούς ανθρώπους όσο και ισχυρούς φεουδάρχες, ενώ για τους πιο πεζούς η Σταυροφορία έδινε την ευκαιρία ενός μακρινού, ηρωικού ταξιδιού και ελπίδα απόκτησης πλούτου και δόξης. Η περιπετειώδης αποδημία προς την Ιερουσαλήμ και η ασκητική χροιά της εκστρατείας συνδυαζόταν στην ιπποτική φαντασία με την παράδοση των παγανιστικών επών για τα υπερπόντια ταξίδια των ηρώων προς τη γη της αιωνίου ζωής.

Ενώ ο πάπας συνεννοείτο με τους σημαντικοτέρους ευγενείς και ιππότες για τις λεπτομέρειες της εκστρατείας, οι λαϊκές μάζες, ερεθισμένες από πλανοδίους κήρυκες, κυριεύθηκαν από θρησκευτικό παροξυσμό. Με ελάχιστη πολεμική πείρα και ακόμη λιγότερη προετοιμασία, ασύντακτες ομάδες χωρικών και προσκυνητών άρχισαν να κινούνται προς την ανατολή. Κάποιες από αυτές, ηγούμενες από το Γερμανό χαμηλόβαθμο ευγενή Έμικο του Λένινγκεν, αντί να προχωρήσουν προς την Ασία, κινήθηκε προς τις πόλεις της Ρηνανίας και άρχισαν να τους επιτίθενται στις εκεί εβραϊκές κοινότητες. Παρά την καταδίκη και ενίοτε την ένοπλη αντίσταση της Εκκλησίας οι σφαγές και λεηλασίες υπήρξαν εκτεταμένες. Ο Έμικο και οι ακόλουθοι του προχώρησαν προς την Ουγγαρία, όμως οι βιαιοπραγίες και οι ληστείες τους ήταν τέτοιες που αναχαιτίστηκαν και σφαγιάστηκαν από τα ουγγρικά στρατεύματα. Ταυτοχρόνως πολυάριθμοι προσκυνητές και ιππότες ξεκινούσαν από τη Γαλλία, καθοδηγούμενοι από το μοναχό Πέτρο τον Ερημίτη. Η «Σταυροφορία του Λαού» πέρασε ατάκτως μέσα από ουγγρικά και βυζαντινά εδάφη ληστεύοντας για να συντηρηθεί (και ισοπεδώνοντας το Βελιγράδι μεταξύ άλλων), με αποτέλεσμα να αποδεκατιστεί από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα. Ο όχλος έφθασε τελικά στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Αλέξιος Κομνηνός παρότρυνε τον Πέτρο να στρατοπεδεύσει και να περιμένει τα στρατιωτικά τμήματα της Σταυροφορίας που ήδη ξεκινούσαν από την Ευρώπη. Ο μοναχός συμφώνησε αλλά η συμπεριφορά των ακολούθων του ήταν τόσο ταραχοποιός που ο αυτοκράτορας προτίμησε να τους μεταφέρει γρήγορα στην Ασία. Παρακούοντας τις εκκλήσεις του Πέτρου για ψυχραιμία και αναμονή, οι ζηλωτές κινήθηκαν εναντίον των Σελτζούκων, οι οποίοι και τους εξολόθρευσαν. Τα καταπονημένα υπολείμματα της Λαϊκής Σταυροφορίας διασώθηκαν από τους Βυζαντινούς.

Η βυζαντινή εντύπωση από τους πρώτους σταυροφόρους ήταν πολύ κακή. Η ίδια η έννοια της Σταυροφορίας ήταν ξένη σε μία κοινωνία που πολεμούσε ακαταπαύστως με το Ισλάμ επί αιώνες και οι έννοιες της ενόπλου Εκκλησίας και της δια της μάχης αφέσεως των αμαρτιών ακούγονταν σκανδαλώδεις για την ανατολική θεολογία. Η αθλιότητα των φανατισμένων όχλων αλλά και η ληστρική, βίαιη συμπεριφορά τους κατά τη διαδρομή προκάλεσε την αποστροφή των Βυζαντινών, οι οποίοι γρήγορα αμφισβήτησαν τα χριστιανικά κίνητρα τους και ένιωσαν να επιβεβαιώνεται η πεποίθηση ανωτερότητος τους έναντι της Δύσεως. Η είδηση πως ισχυρά σταυροφορικά στρατεύματα υπό την ηγεσία φημισμένων πολεμικών ηγετών έρχονταν προς την πρωτεύουσα του προκάλεσε μεγάλη αμηχανία στον Αλέξιο, ο οποίος σίγουρα δεν ανέμενε κάτι τέτοιο όταν συνεννοείτο με τον πάπα για αποστολή βοηθείας.

Και εδώ η διέλευση των σταυροφόρων ήταν επεισοδιακή. Ο Γοδεφρείδος και ο Ροβέρτος κατάφεραν να κρατήσουν την πειθαρχία στους στρατούς τους, όμως οι άνδρες του Ραϋμόνδου και του Βοημούνδου λεηλάτησαν επανειλημμένα τη βυζαντινή ύπαιθρο. Ένταση προκλήθηκε από την προσωρινή κράτηση του πρίγκηπος Ούγου από τους Βυζαντινούς, λόγω μίας προκλητικά αλαζονικής επιστολής που είχε στείλει στον Αλέξιο. Τελικά τα στρατεύματα της Σταυροφορίας συγκεντρώθηκαν έξω από την Κωνσταντινούπολη, με τη φρουρά της Βασιλευούσης να βρίσκεται σε πολεμικό συναγερμό. Ο αυτοκράτορας, αναγνωρίζοντας πόσο εύκολα η κατάσταση μπορούσε να εκτραχυνθεί, αποφάσισε να διαχειριστεί διπλωματικά τους δυτικούς.Το 1096 οι σταυροφορικές δυνάμεις άρχισαν να κινούνται διαμέσου της Ευρώπης, είτε στην Ουγγαρία είτε προς τα λιμάνια της Ιταλίας, με κοινό προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Άτυπος αρχηγός της Σταυροφορίας ήταν ο παπικός απεσταλμένος, επίσκοπος Άντεμαρ, όμως οι πρωταγωνιστές ήταν άλλοι. Ο γηραιός Ραϋμόνδος Δ’, κόμης της Τουλούζης και ένας από τους ισχυροτέρους και πλουσιοτέρους άνδρες της Ευρώπης και βετεράνος των αντιμουσουλμανικών πολέμων της Ισπανίας, ηγείτο του μεγαλυτέρου στρατού. Ο Γοδεφρείδος της Μπουγιόν με τον αδελφό του Βαλδουίνο ηγείτο των γερμανικών στρατευμάτων, ενώ ο πρίγκηπας Ούγος του Βερμαντουά ερχόταν επικεφαλής ενός μικρού γαλλικού αποσπάσματος. Από το Βέλγιο έφθανε ο Ροβέρτος της Φλάνδρας, του οποίου ο πατέρας είχε πολεμήσει στο πλευρό του Αλεξίου. Τέλος, ο γιος του Ροβέρτου Γυισκάρδου, Νορμανδός πρίγκηπας Βοημούνδους, αποβιβάστηκε στα ίδια εδάφη που προ δεκαετίας είχε προσπαθήσει να κατακτήσει, μαζί με τον ανιψιό του Ταγκρέδο.

Ένας προς έναν οι αρχηγοί της Σταυροφορίας εκλήθησαν στα ανάκτορα για ακρόαση με τον Αλέξιο. Ο αυτοκράτορας υποσχέθηκε την παροχή στρατιωτικής βοηθείας, μεταφορικών μέσων και πάσης φύσεως εφοδίων, αρκεί οι Σταυροφόροι να έδιναν όρκο υποτελείας σε εκείνον. Αφού είχαν ταξιδεύσει τόσο μακριά από τις πατρίδες τους ο προηγούμενος όρκος στον εκάστοτε άρχοντα τους έπαυε να ισχύει και έπρεπε να ανανεωθεί με τον ηγεμόνα της Ανατολής, το Βυζαντινό αυτοκράτορα. Οι σταυροφόροι θα έπρεπε να συνεργαστούν με τους Βυζαντινούς και να τους αποδώσουν όλα τα εδάφη που θα ανακτούσαν από τους μουσουλμάνους. Με τον τρόπο αυτό ο αυτοκράτορας επιχειρούσε να ενσωματώσει ένα μεγάλο και ισχυρό στράτευμα στους βυζαντινούς σχεδιασμούς και, χρησιμοποιώντας την πολιτική πρακτική της Δύσεως, να τους εντάξει στο δίκτυο πίστεως και ιεραρχίας της Κωνσταντινουπόλεως. Με την προσφορά δώρων ή με απειλές, όλοι οι αρχηγοί ορκίστηκαν. Μόνο ο Ραϋμόνδος αρνήθηκε πεισματικά μέχρι τέλους, δηλώνοντας πως μόνο ο Θεός και ο πάπας είναι οι ηγεμόνες του. Εν είδει συμβιβασμού, ο κόμης της Τουλούζης έδωσε υπόσχεση φιλίας και σεβασμού του αυτοκράτορα και της αυτοκρατορίας. Κατά ιστορική ειρωνεία ήταν ο Ραϋμόνδος που πιο ευσυνείδητα τήρησε πίστη προς τον Αλέξιο από όλους τους σταυροφόρους.



Με τις πολιτικές συμφωνίες ολοκληρωμένες, τα σταυροφορικά και βυζαντινά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Μικρά Ασία την άνοιξη του 1097. Πρώτος στόχων των συνασπισμένων χριστιανών ήταν η Νίκαια, πρωτεύουσα του σελτζουκικού σουλτανάτου. Η πόλη, υψηλής συμβολικής σημασίας ως τόπος διεξαγωγής της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, προστατευόταν από ισχυρά τείχη, ενώ τμήμα της εφάπτετο στην ακτή της λίμνης Ασκανίας. Οι σταυροφόροι ξεκίνησαν εφόδους υποστηριζόμενοι από βυζαντινές πολιορκητικές μηχανές. Ο σουλτάνος Κιλίτζ Αρσλάν, απουσιάζων σε εκστρατεία στα ανατολικά του σύνορα, έσπευσε να διασώσει την πρωτεύουσα του, όμως η απόπειρα λύσεως της πολιορκίας συνετρίβη από τους ιππότες του Γοδεφρείδου και του Βοημούνδου. Φοβούμενοι πως αν οι σταυροφόροι καταλάμβαναν την πόλη με έφοδο θα προέβαιναν σε μαζικές λεηλασίες και φόνους, οι πολιορκημένοι ξεκίνησαν μυστικές διαπραγματεύσεις με τους Βυζαντινούς για την παράδοση τους. Ο Αλέξιος συμφώνησε και λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια εφόδου, βυζαντινά στρατεύματα ανέβηκαν στα παραλίμνια τείχη χωρίς ουσιαστική αντίσταση, θέτοντας τη Νίκαια υπό τον έλεγχο τους πριν προλάβουν να εισέλθουν οι σταυροφόροι (Ιούνιος). Η τροπή αυτή δυσαρέστησε τους δυτικούς, όντας η πρώτη αφρομή για την εξέλιξη του μύθου των «προδοτών Ελλήνων». Ο Αλέξιος προσπάθησε να κατευνάσει τους σταυροφόρους με δώρα, ενώ έστειλε ένα στρατιωτικό απόσπασμα υπό τον έμπειρο στρατηγό Τατίκιο να τους συνοδεύσει στην Ιερουσαλήμ. Ο αυτοκράτορας επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ άλλα βυζαντινά στρατεύματα εκμεταλλεύτηκαν την ήττα των Τούρκων για να προελάσουν νότια. Χάρη στις νίκες της Α’ Σταυροφορίας το Βυζάντιο αποκατέστησε τον έλεγχο της δυτικής Μικράς Ασίας (ως το Μαίανδρο) και των παρευξεινίων εδαφών.

Οι σταυροφόροι από την άλλη συνέχισαν την πορεία τους προς τα μικρασιατικά υψίπεδα, αντιμετωπίζοντας την αφόρητη ζέστη και τις τακτικές καμμένης γης των Τούρκων. Στις 10 Ιουλίου ο στρατός του Σουλτάνου αιφνιδίασε την εμπροσθοφυλακή των σταυροφόρων έξω από το Δορύλαιο. Οι ευέλικτοι Τούρκοι ιπποτοξότες απέφευγαν τις αντεπιθέσεις των Νορμανδών ιπποτών του Βοημούνδου και απείλησαν με καταστροφή τις χριστιανικές δυνάμεις. Οι σταυροφόροι αναγκάστηκαν να αφιππεύσουν και να αμυνθούν πίσω από τις ασπίδες τους ώσπου η οπισθοφυλακή έφθασε και επιτέθηκε στους Σελτζούκους, διαλύοντας τους. Ύστερα από αυτήν την παρ’ ολίγον πανωλεθρία οι σταυροφόροι συνέχισαν νοτιοανατολικά, στέλνοντας δύο δυνάμεις αναγνωρίσεως στην Κιλικία με επικεφαλής τον ανεψιό του Βοημούνδου, Ταγκρέδο, και τον μικρό αδελφό του Γοδεφρείδου, Βαλδουίνο της Βουλώνης. Ο Ταγκρέδος κατέλαβε ορισμένες πόλεις στην Κιλικία και, μην έχοντας δώσει τον όρκο, τις κήρυξε δικό του φέουδο. Έστω και εάν αναγκάστηκε να τις εγκαταλείψει σχεδόν αμέσως, από εκείνον ξεκίνησε η δημιουργία των πρώτων Σταυροφορικών Κρατών και η εδαφική και πολιτική διαφοροποίηση της εκστρατείας από τις βυζαντινές προσδοκίες. Από την άλλη ο Βαλδουίνος απομακρύνθηκε ακόμη περισσότερο από τον κύριο όγκο των σταυροφορικών δυνάμεων με στόχο την εγκαθίδρυση ενός δικού του κρατιδίου. Ερχόμενος σε επαφή με τους Αρμενίους που κυριαρχούσαν στην περιοχή της Κιλικίας και της Άνω Μεσοποταμίας, κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Θώρου, ηγεμόνος της Εδέσσης. Ο γηραιός άρχοντας τον υιοθέτησε και τον ονόμασε διάδοχο, ενώ σε αντάλλαγμα ο Βαλδουίνος και οι ιππότες του συνέτριψαν τους Τούρκους που απειλούσαν την πόλη. Στη συνέχεια όμως ο Βαλδουίνος εκμεταλλεύτηκε μία συνομωσία για την ανατροπή του Θώρου, επέτρεψε το φόνο του και στη συνέχεια ανήλθε ο ίδιος στην εξουσία. Εκεί ιδρύθηκε η Κομητεία της Εδέσσης, επισήμως το πρώτο φραγκικό κράτος της Outremer, της «της πέρα από τη θάλασσα». Ήταν μία εξόφθαλμη παρέκβαση από τον όρκο και τη συμφωνία μεταξύ σταυροφόρων και Βυζαντινών, ακόμη εντονότερη δε από το γεγονός πως ο Θώρος ήταν πρώην βυζαντινός αξιωματούχος-βασική αφορμή της αρμενικής συνομωσίας κατά του ήταν πως πρέσβευε την ελληνορθόδοξη πίστη. Η υπόθεση της Εδέσσης αποτέλεσε πρελούδιο για την μακροχρόνια περιπλοκή της Αντιοχείας, του επομένου στόχου των σταυροφόρων.

Η Αντιόχεια, που είχε καταληφθεί από τους Σελτζούκους το 1084, ήταν από τις αρχαιότερες και σημαντικότερες πόλεις της ανατολής, με ελληνορθόδοξο, αρμενικό και συριακό πληθυσμό και τα αντίστοιχα πατριαρχεία. Οι σταυροφόροι ξεκίνησαν την πολιορκία της άριστα οχυρωμένης πόλης με τη βοήθεια των Βυζαντινών. Σχεδόν χωρίς προειδοποίηση όμως το βυζαντινό απόσπασμα εγκατέλειψε την πολιορκία. Φαίνεται πως είχαν κυκλοφορήσει φήμες πως οι Φράγκοι σκόπευαν να επιτεθούν στους Βυζαντινούς για να μην παραδώσουν την πόλη και ο Τατίκιος προτίμησε να αποχωρήσει γρήγορα για την Κύπρο. Ο Βοημούνδος, που φέρεται να είχε ο ίδιος δημιουργήσει τις φήμες, εκμεταλλεύτηκε την αναστάτωση για να καταγγείλει την «προδοσία» των Βυζαντινών και να κηρύξει πως ο όρκος στον αυτοκράτορα ήταν άκυρος. Ο Γοδεφρείδος και ο Ραϋμόνδος διαμαρτυρήθηκαν, υποψιαζόμενοι τη μηχανορραφία, όμως ο Βοημούνδος κέρδισε την υποστήριξη των απλών στρατιωτών. Η πολιορκία συνεχίστηκε και εν τέλει η πόλη έπεσε (1098). Σχεδόν αμέσως οι σταυροφόροι βρέθηκαν πολιορκημένοι αφού μία μεγάλη τουρκική στρατιά, αποσταλείσα για να διασώσει την Αντιόχεια, πλέον επιχειρούσε να ανακαταλάβει την πόλη. Οι χριστιανοί άρχισαν να καταρρέουν από την πείνα και, φοβούμενοι πως όλα πλέον είχαν χαθεί, αρκετοί λιποτάκτησαν. Κάποιοι από τους λιποτάκτες συνάντησαν στο Φιλομήλιο της Μικράς Ασίας τον Αλέξιο Κομνηνό, επικεφαλής μίας μεγάλης στρατιάς που κατευθυνόταν προς την Αντιόχεια για να βοηθήσει τους σταυροφόρους. Θέλοντας να δικαιολογήσουν τη φυγή τους, οι λιποτάκτες είπαν στον αυτοκράτορα πως η πόλη είχε ήδη πέσει στα χέρια των Τούρκων και ο σταυροφορικός στρατός είχε καταστραφεί. Ο αυτοκράτορας εγκατέλειψε την εκστρατεία. Ως εκ θαύματος όμως (σχεδόν κυριολεκτικά-ένας ιερέας ανακάλυψε τη φερόμενη ως Αγία Λόγχη, γεγονός που εκτίναξε το ηθικό των πολιορκημένων) οι σταυροφόροι νίκησαν και δεν επρόκειτο να συγχωρήσουν κάτι που εξέλαβαν ως εγκατάλειψη και αθέτηση του φεουδαρχικού καθήκοντος του Αλεξίου να βοηθά τους υποτελείς του. Ο αυτοκράτορας προσπάθησε να διασώσει την κατάσταση στέλνοντας δώρα και ζητώντας χρόνο να οδηγήσει το στρατό του στην Ιερουσαλήμ μαζί τους, χωρίς αποτέλεσμα. Ο Βοημούνδος εγκαταστάθηκε στην Αντιόχεια ως πρίγκηπας της, πυροδοτώντας άγριο ανταγωνισμό με το Ραϋμόνδο που υπερασπιζόταν τα δικαιώματα του Βυζαντινού αυτοκράτορος. Η διαμάχη αυτή καθυστέρησε την εκστρατεία, ώσπου κάτω από την πίεση των άλλων αρχηγών ο Ραϋμόνδος ηγήθηκε του στρατεύματος (ο επίσκοπος Άντεμαρ είχε μόλις πεθάνει) και κινήθηκε προς το νότο (Ιανουάριος 1099).

Το καλοκαίρι οι σταυροφόροι έφθασαν στην Ιερουσαλήμ, η οποία όμως δεν ελεγχόταν από τους Τούρκους αλλά από τη σιιτική δυναστεία των Φατιμιδών της Αιγύπτου, η οποία είχε εκμεταλλευτεί τη Σταυροφορία για να επιτεθεί στους σουνίτες εχθρούς της. Στις 15 Ιουλίου, ύστερα από περίπου ενάμιση μήνα πολιορκίας, η Αγία Πόλη έπεσε στους χριστιανούς. Ακολούθησε μεγάλης κλίμακας σφαγή των μουσουλμάνων και Εβραίων κατοίκων της. Οι σταυροφόροι γιόρτασαν την εκπλήρωση του στόχου τους και κήρυξαν το Γοδεφρείδο ηγεμόνα της πόλεως. Εκείνος, αρνούμενος να στεφθεί βασιλέας εκεί που φόρεσε το ακάνθινο στέμμα ο Χριστός, ονομάστηκε «Προστάτης του Παναγίου Τάφου». Υπό τον τίτλο αυτό ο Γοδεφρείδος συνέτριψε στην Ασκαλώνα μία αιγυπτιακή στρατιά (12 Αυγούστου), διασφαλίζοντας τη χριστιανική κυριαρχία στην Ιερουσαλήμ και τους Αγίους Τόπους. Το όνειρο του Ουρβανού είχε γίνει πραγματικότητα.
Η νέα γεωπολιτική πραγματικότητα

Η επιτυχία της Α’ Σταυροφορίας, παρ’ όλες τις κακουχίες και τις πολλές φορές που έφθασε στο χείλος της καταστροφής, προκάλεσε τεράστιο ενθουσιασμό στη Δύση. Μετά τη μάχη της Ασκαλώνος οι περισσότεροι σταυροφόροι θεώρησαν πως το προσκύνημα τους είχε εκπληρωθεί και επέστρεψαν στην Ευρώπη, αμέσως όμως τα νέα της καταλήψεως των Αγίων Τόπων προκάλεσαν την εισροή ακόμη περισσοτέρων ιπποτών, με αποστολή την υπεράσπιση των νέων χριστιανικών κρατιδίων. Ο Ραϋμόνδος της Τουλούζης επέστρεψε στην Ευρώπη και οργάνωσε μία νέα Σταυροφορία για την ενίσχυση των φραγκικών θέσεων στην Ανατολή. Η εκστρατεία του 1101 όμως κατέληξε σε πανωλεθρία, αφού οι Σελτζούκοι συνέτριψαν τους σταυροφόρους στην Αμάσεια του Πόντου. Άλλες απόπειρες από το Γουλιέλμο της Βαυαρίας και το Γουλιέλμο του Πουατιέ επίσης οδηγήθηκαν σε σφαγή από τους μουσουλμάνους. Ο Ραϋμόνδος όμως επέμεινε και οργάνωσε μία τρίτη αποστολή, η οποία έφθασε στο Λίβανο δια θαλάσσης. Με τη βοήθεια των Βυζαντινών οι σταυροφόροι κατέλαβαν την Τρίπολη (1105), ιδρύοντας την ομώνυμη κομητεία και τελευταίο από τα Σταυροφορικά Κράτη.

Ο κόμης της Τουλούζης όμως δεν έζησε να δει τη δικαίωση του, καθώς πέθανε λίγο πριν την πτώση της πόλεως. Τέλος, περισσότερο επιτυχημένο από τα περισσότερα σταυροφορικά κινήματα ενισχύσεως υπήρξε αυτό των Νορβηγών, οι οποίοι υπό την ηγεσία του βασιλιά Σιγούρδου έπλευσαν ως την Παλαιστίνη, νίκησαν τους Φατιμίδες, εγκαθίδρυσαν την Αρχοντία της Σιδώνος και επέστρεψαν στην πατρίδα τους (1107-1110). Στην επιστροφή οι Νορβηγοί πέρασαν από την Κωνσταντινούπολη, όπου έτυχαν θερμής υποδοχής και παρέδωσαν το στόλο τους στον Αλέξιο, γυρνώντας ύστερα από ξηράς.

Το νέο καθεστώς της Μέσης Ανατολής, όσον αφορά τις σχέσεις Βυζαντίου και Σταυροφορικών Κρατών, ήδη πριν την κατάληψη της Ιερουσαλήμ φαινόταν πως θα χαρακτηρίζεται από κρίσεις και τριβές αναμεταξύ των χριστιανικών δυνάμεων. Η φραγκική διέλευση από τα Βαλκάνια και τα γεγονότα της Νικαίας και της Αντιοχείας είχαν επιδεινώσει πολύ το διμερές κλίμα και είχαν εξανεμίσει την όποια εμπιστοσύνη και αίσθηση κοινού σκοπού που ίσως υπήρχαν. Βασική εστία αναταραχής και αψηφίσεως της βυζαντινής ηγεμονίας ήταν το Πριγκιπάτο της Αντιοχείας, από όπου ο Βοημούνδος όχι μόνο αρνείτο πεισματικώς να αναγνωρίσει τον Αλέξιο ως κύριο του, αλλά λεηλατούσε διαρκώς τα εδάφη της νοτίου Μικράς Ασίας (Κιλικία κ.α.) όπου είχαν εν τω μεταξύ προωθηθεί βυζαντινές δυνάμεις. Ο Βοημούνδος τελικά αιχμαλωτίστηκε σε μία επίθεση κατά των Τούρκων (1100). Τρία χρόνια αργότερα απελευθερώθηκε και επέστρεψε στην Αντιόχεια, όπου εν τω μεταξύ διοικούσε εξ ονόματος του ο Ταγκρέδος, συνεχίζοντας τον πόλεμο κατά των Βυζαντινών. Το 1104 οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν στην Κιλικία, ενώ παράλληλα βοήθησαν τον άσπονδο αντίπαλο του Βοημούνδου, Ραϋμόνδο, να καταλάβει την Τρίπολη. Ο Βοημούνδος αντέδρασε ταξιδεύοντας στην Ευρώπη και ξεκινώντας μία μεγάλη περιοδεία ανά τις βασιλικές αυλές, ζητώντας βοήθεια. Διαλαλώντας τα κατορθώματα του κατά των μουσουλμάνων και τη φερόμενη ως δολιότητα και προδοσία των Βυζαντινών, ο Νορμανδός πρίγκηπας κέρδισε τη συμπάθεια πολλών βασιλέων και συγκέντρωσε ένα στράτευμα 34.000 ανδρών για να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη. Παρ’ όλα αυτά η εκστρατεία του δεν έλαβε καθεστώς Σταυροφορίας από τον πάπα Πασχάλη (ο Ουρβανός είχε πεθάνει το 1099).



Εν ολίγοις, τέσσερα Σταυροφορικά Κράτη είχαν ιδρυθεί στην ανατολή. Κορυφαίο όλων ίστατο το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Σύντομα μετά την άλωση της πόλεως ο Γοδεφρείδος πέθανε και την εξουσία ανέλαβε ο αδελφός του, ανακηρυσσόμενος επισήμως βασιλεύς. Κατά το φεουδαρχικό σύστημα το βασίλειο είχε σχέση ηγεμόνος-υποτελούς με τις κομητείες της Τριπόλεως και την Εδέσσης και τη πριγκιπάτο της Αντιοχείας. Με τη σειρά του κάθε κράτος χωριζόταν περεταίρω σε φέουδα. Οι σταυροφόροι μετέφεραν το δυτικό πολιτισμό και πολιτικό σύστημα στη Μέση Ανατολή. Γέμισαν την περιοχή με κάστρα, εγκατέστησαν ιππότες και ίδρυσαν τάγματα μοναχών-πολεμιστών, κατά το πρότυπο της δυτικής θεολογίας του πολέμου και με αποστολή την υπεράσπιση των προσκυνητών. Τα σημαντικότερα από αυτά τα τάγματα ήταν των Ιπποτών του Ναού (Ναΐτες), του Νοσοκομείου του Αγίου Ιωάννου (Οσπιτάλιοι-Ιωαννίτες) και του λεπροκομείου του Αγίου Λαζάρου (Λαζαρίτες). Το εκκλησιαστικό καθεστώς των νέων κρατών δημιούργησε περιπλοκές με το Βυζάντιο, αφού και στην Αντιόχεια και στην Ιερουσαλήμ υπήρχαν ελληνικά, αρμενικά και συριακά πατριαρχεία, τα οποία όμως παραγκωνίστηκαν για να ιδρυθούν νέα, λατινικά. Το ελληνικό πατριαρχείο Αντιοχείας ανασυστάθηκε ως όρος της συνθήκης της Δεαβόλεως, όμως ο πατριάρχης Ιεροσολύμων αναγκάστηκε να καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη και ως το 1187 η ορθόδοξη έδρα βρισκόταν σε εξορία. Οι κατά καιρούς αποκλειστική οικειοποίηση της Εκκλησίας του Παναγίου Τάφου (αναστηλωθείσης με τεράστια βυζαντινά έξοδα μετά το 1026) από τους Λατίνους αποξένωσε τον εντόπιο χριστιανικό πληθυσμό. Αλλά και το φεουδαρχικό σύστημα ήταν ιδιόμορφο, αφού τα τρία μικρά κράτη ήταν ταυτοχρόνως υποτελή στο Βυζαντινό αυτοκράτορα και το βασιλέα της Ιερουσαλήμ. Εάν η Αντιόχεια αποτελούσε αγκάθι στα πλευρά του Βυζαντίου, η κομητεία της Τριπόλεως παρέμενε πιστή, ενώ η Έδεσσα έκοβε νόμισμα με ελληνική επιγραφή, ως έμμεση αναγνώριση της υποτελείας της. Οι Βυζαντινοί προσπαθούσαν να χειριστούν τους Φράγκους με ένα μείγμα διπλωματίας και απειλών, με συνηθέστερη και αποτελεσματικότερη αυτήν της διακοπής του εφοδιασμού με σιτηρά μέσω της Κύπρου.Το 1107 ο στρατός του Βοημούνδου αποβιβάστηκε στις αλβανικές ακτές, όμως οι Βυζαντινοί με τη βοήθεια των Βενετών τους επέβαλαν θαλάσσιο αποκλεισμό, κλείνοντας παράλληλα τα ορεινά περάσματα πως το εσωτερικό των Βαλκανίων. Καταβεβλημένοι από την πείνα οι Δυτικοί αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Η σύγκρουση έληξε με τη συνθήκη της Δεαβόλεως (1108), κατά την οποία ο Βοημούνδος αναγνώρισε τη βυζαντινή επικυριαρχία (εντασσόμενος στη βυζαντινή αυλική ιεραρχία υπό τους τίτλους του σεβαστού και του δουκός), κρατώντας τη διοίκηση της Αντιοχείας αλλά επιστρέφοντας την Κιλικία. Το 1111 ο Βοημούνδος πέθανε και τον διεδέχθη ο Ταγκρέδος, που εκμεταλλευόμενος τον πόλεμο των Βυζαντινών με τους Τούρκους αρνήθηκε ξανά τα δικαιώματα του Αλεξίου. Το ζήτημα της Αντιοχείας θα απασχολούσε το Βυζάντιο για έναν αιώνα ακόμη.

Από την άλλη τα Σταυροφορικά Κράτη ήταν αναποφεύκτως τρωτά. Γεωγραφικά, συνιστούσαν μία στενή, επιμήκη λωρίδα γης από τον Άνω Ευφράτη ως τη χερσόνησο του Σινά. Αυτό τα καθιστούσε πολύ ευάλωτα, καθώς η απόλυτη έλλειψη στρατηγικού βάθους έφερνε κάθε φορά τους μουσουλμανικούς στρατούς έξω από τα σημαντικά τους κέντρα, αφήνοντας μικρό περιθώριο ελιγμών και διαδοχικών γραμμών ανασχέσεως. Κατοικημένα από ένα μωσαϊκό εθνοτήτων και θρησκειών επί των οποίων κυριαρχούσε ένας μικρός αριθμός Δυτικών, είχαν χαμηλή κοινωνική συνοχή. Για την επιβίωση τους χρειαζόταν σταθερή ροή τροφίμων μέσω του Βυζαντίου και διαρκής έλευση νέων πολεμιστών από την Ευρώπη. Ακόμη χειρότερα, η πολιτική σκηνή των κρατών χαρακτηρίστηκε από διαρκείς δολοπλοκίες, εσωτερικές συγκρούσεις και ταραχές μεταξύ φατριών, εμποδίζοντας την εδραίωση κλίματος σταθερότητος. Παρ’ όλην την καταφανή νίκη της, η Α’ Σταυροφορία είχε δημιουργήσει ένα μη βιώσιμο και δύσκολα υπερασπίσιμο εδαφικό καθεστώς. Όπως θα φανεί παρακάτω, η Outremer δεν άνθισε για πολύ.

Μετά τις σταυροφορίες ο Αλέξιος έστρεψε την προσοχή του στη Μικρά Ασία και στον αγώνα κατά των Τούρκων. Οι Σελτζούκοι έκαναν διαρκείς επιδρομές προσπαθώντας να ανακόψουν την αυτοκρατορική ανάκτηση, όμως οι προσπάθειες τους ανατράπηκαν από την αποτελεσματική βυζαντινή άμυνα και αντεπιθέσεις του προώθησαν το μέτωπο ως τη Φρυγία και τη Γαλατία. Το 1116, παρ’ ότι βαριά άρρωστος από ποδάγρα, ο Αλέξιος ηγήθηκε εκστρατείας εναντίον του σουλτάνου Μαλίκ Σαχ, που απειλούσε τα βυζαντινά μικρασιατικά εδάφη. Στη μάχη του Φιλομηλίου οι Σελτζούκοι συνετρίβησαν. Η νίκη αυτή σταθεροποίησε το ανατολικό μέτωπο, με όλες τις κατά καιρούς οπισθοχωρήσεις και προελάσεις, για τα επόμενα 200 περίπου χρόνια. Οι Βυζαντινοί είχαν απελευθερώσει τα παράλια και το δυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας, όμως το Σουλτανάτο του Ρουμ (με νέα έδρα το Ικόνιο) και το εμιράτο των Δανισμενδιδών είχαν σταθεροποιηθεί στα κεντρικά και ανατολικά ορεινά τμήματα, από όπου εξαπέλυαν αδιάκοπες επιδρομές. Το 1118 ο Αλέξιος πέθανε, αφήνοντας μία αυτοκρατορία σε πολύ καλύτερη κατάσταση από το χάος που παρέλαβε.

*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.gr)

Τα θυμάσαι τα αδέρφια σου;

Έχουμε να γράψουμε ιστορία ακόμη...