Η επιγραφή ήταν χαραγμένη στον τάφο του Βυζαντινού αυτοκράτορα Νικηφόρου Β’ Φωκά και συμπύκνωνε σε μια πρόταση, τη ζωή και το άδοξο τέλος του.
Ο αυτοκράτορας, που βρέθηκε στην εξουσία το 963, δολοφονήθηκε το 969 μέσα στο παλάτι του, την ώρα που κοιμόταν. Τη συνωμοσία για τη θανάτωσή του, είχε οργανώσει η σύζυγός του, Θεοφανώ, με τον εραστή της και ανιψιό του Νικηφόρου, τον μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή....
Ο Νικηφόρος Φωκάς γεννήθηκε περί το 912 στην Καππαδοκία και ήταν γόνος της φημισμένης οικογένειας των Φωκάδων, πολλά μέλη της οποίας κατέλαβαν υψηλά αξιώματα στην αυτοκρατορία και αναδείχθηκαν στον στρατιωτικό αλλά και πολιτικό τομέα. Ο παππούς του ονομαζόταν και αυτός Νικηφόρος και είχε ηγηθεί των ρωμαϊκών δυνάμεων στην Ιταλία και την Σικελία επί Βασιλείου Α'. Έχοντας κάνει βίωμα στη ζωή του τη λέξη πειθαρχεία πρωταρχικό μέλημά του είναι να ενταχθεί στον Αυτοκρατορικό στρατό. Εντάχθηκε λοιπόν και το 945 ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Z' ο Πορφυρογέννητος του ανέθεσε τη διοίκηση του Ανατολικού Θέματος, που βρισκόταν υπό την απειλή των Αράβων. Ήταν οι κύριοι αντίπαλοι του, τους οποίους κατατρόπωσε σε σειρά μαχών για να κερδίσει τον χαρακτηρισμό «Ο Ωχρός Θάνατος των Σαρακηνών».
Ο Νικηφόρος έλαβε σύζυγο και απέκτησε ένα γιο, τον Βάρδα. Αυτός παίζοντας με τον εξάδελφό του Πλεύση, τραυματίστηκε στο μάτι από ακόντιο και πέθανε σε νεαρή ηλικία. Φαίνεται, ότι σύντομα τον ακολούθησε και η μητέρα του. Ως φύση έντονα θρησκευτική ο Νικηφόρος επηρεάστηκε βαθύτατα από τον θάνατο των προσφιλών του προσώπων κι εκδήλωσε επιθυμία να μονάσει. Απέφευγε την κρεατοφαγία και δεν ήθελε να νυμφευθεί ξανά. Σε μια επίσκεψη του θείου του οσίου Μιχαήλ Μαλεϊνού στην Κωνσταντινούπολη γνωρίστηκε με τον Αβράμιο, κατοπινό όσιο Αθανάσιο Αθωνίτη, ο οποίος είχε επισκεφθεί τον όσιο παρέα με το στρατηγό Ζεφινεζέρ. Οι δυο άνδρες συνδέθηκαν στενά και μετά την κουρά του ο όσιος Αθανάσιος ανέλαβε την καθοδήγηση του Νικηφόρου με την προτροπή του οσίου Μιχαήλ. Τότε ο Νικηφόρος έδωσε υπόσχεση να μονάσει, την οποία, όμως, δεν πρόλαβε να εκπληρώσει.
Το έτος 959 μ.Χ. κάθεται στο θρόνο ο Ρωμανός Β', γιος του Κωνσταντίνου Ζ' του Πορφυρογέννητου, στεφθείς αυτοκράτωρας από τον πατέρα του το 945 μ.Χ. σε παιδική ηλικία. Αναγνωρίζοντας τις ικανότητες του Νικηφόρου Φωκά είχε αποφασίσει να τον προάγει και να του αναθέσει την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Σαρακηνούς κάτι που ο Φωκάς έφερε σε πέρας το 961.
Ωστόσο η αυτοκράτειρα Θεοφανώ, ασκούσε τεράστια επιρροή στον άντρα της, που δεν τον γοήτευε η πολιτική και προτιμούσε να γλεντοκοπάει. Έτσι, δεν δυσκολεύτηκε να τον πείσει να φυλακίσει τις αδερφές του και πιθανές ανταγωνίστριες της, σε μοναστήρι. Η Θεοφανώ ήταν γυναίκα λαϊκής καταγωγής, κόρη ταβερνιάρη, και το πραγματικό της όνομα φέρεται πως ήταν Αναστασώ και είχε ελληνική καταγωγή από την Πελοπόννησο.
Ο Ρωμανός Β’ πέθανε το 963, σε ηλικία μόλις 26 ετών, έχοντας κυβερνήσει μόλις για 4 χρόνια. Οι φήμες για τα αίτια του θανάτου του αρκετές, με μερικούς να θεωρούν πιθανή την εμπλοκή και της γυναίκας του Θεοφανώ. Ο Ζωναράς αναφέρει ότι πέθανε «η φαρμάκω δηλητηρίω κατά τινάς η φιληδονίαις και μίξεσιν εαυτόν κατατείνας και ταύτας δαπανήσας την ισχύν του σαρκίου». Ύστερα από συσκέψεις που διενεργήθηκαν ανάμεσα σε Πατριάρχη, Σύγκλητο και ανώτερους παλατιανούς αποφασίζεται να αναγορευθούν αυτοκράτορες τα δύο ανήλικα αγόρια του Ρωμανού και μετέπειτα αυτοκράτορες Βασίλειος (958-1025), και Κων/νος (960-1028), με την Θεοφανώ να διορίζεται επίτροπος αυτών, μέχρι την ενηλικίωση τους. Γινόταν βέβαια φανερό ότι με τον τρόπο αυτό το κράτος θα έμενε ουσιαστικά ακυβέρνητο, έτσι θα έπρεπε να βρεθεί κάποιος ικανός αλλά και αρεστός που θα έπαιρνε τα ηνία.
Ο ευνούχος Ιωσήφ Βρίγγας που είχε το σημαντικό αξίωμα του παρακοιμώμενου, διάκειται εχθρικά προς τον Νικηφόρο Φωκά, το όνομα του οποίου συζητιόταν έντονα. Έτσι μετά από μια σειρά δολοπλοκιών, οργάνωσε επανάσταση εναντίον του μέσα στην Κωνσταντινούπολη Ωστόσο ο Φωκάς παρουσιάζεται στη Σύγκλητο, όπου με την βοήθεια ενός ισχυρού συγκλητικού του Βασίλειου θα πετύχει να γίνει επίτροπος των παιδιών αλλά και αυτοκράτορας στρατηγός της Ανατολής. Παράλληλα καταφέρνει να στηριχθεί και από τον Πατριάρχη Πολύευκτο (956-970), αφού πρώτα δεσμεύεται με όρκους ότι δεν θα πειράξει τα παιδιά του Ρωμανού. Θεωρώντας ότι τα πράγματα έχουν ξεκαθαρίσει αναχωρεί εκ νέου για την Συρία. Το γεγονός προσπαθεί να εκμεταλλευθεί ο Βρίγγας που στέλνει επιστολή στον Ιωάννη Τσιμισκή, στην οποία του πρότεινε να γίνει ο ίδιος αυτοκράτορας.
Όμως ο Τσιμισκής (το όνομα του οποίου σύμφωνα με τον Λέων τον Διάκονο, σημαίνει στα Αρμενικά κοντούλης) θα προτιμήσει τελικά να παραμείνει κοντά στο νέο ισχυρό άνδρα της χώρας, αναφέροντας του τα τεκταινόμενα. Ο Φωκάς επιστρέφει ξανά στην Κωνσταντινούπολη, θα νυμφευθεί την Θεοφανώ και με την βοήθεια του στρατού, θα ανακηρυχθεί αυτοκράτορας.
Σύμφωνα με τους Ζωναρά και Σκυλίτζη, ο Φωκάς βοηθήθηκε από τον Βασίλειο Λεκαπηνό. Ο Βασίλειος Λεκαπηνός ή "Βασίλειος ο νόθος", νόθος γιος του αυτοκράτορας Ρωμανού Α΄, ευνουχισμένος από τον ίδιο τον πατέρα του, ήταν διοικητής της Ρωσικής και Βαραγγιανής αυτοκρατορικής φρουράς και είχε φροντίσει να διασπείρει ανθρώπους του στην πόλη με εντολή να επευφημούν τον Φωκά και ταυτόχρονα να καταφέρονται εναντίον του Βρίγγα. Ταυτόχρονα με 4.000 φρουρούς κατευθύνθηκε προς το σπίτι του Βρίγγα, όπου και το ‘κανε στάχτη. Ο Βρίγγας εξορίστηκε και στις 16 Αυγούστου, ο ίδιος ο Λεκαπηνός οδήγησε το ναυτικό στην αντιπέρα όχθη του Βοσπόρου για να πάρει τον νέο αυτοκράτορα και να τον φέρει στο παλάτι.
Ο νέος αυτοκράτορας θα ανταμείψει όσους τον βοήθησαν με τον Τσιμισκή να παίρνει την θέση που έως τότε κατείχε ο ίδιος, τον Βασίλειο να τίθεται επικεφαλής της Συγκλήτου (αναδεικνύοντας τον ουσιαστικά στον νούμερο 2 της αυτοκρατορίας) και τον αδερφό του Βάρδα να διορίζεται ως υπαρχηγός του. Αντίθετα οι αντίπαλοι του με πρώτο τον Βρίγγα εξορίζονται.
Ο νέος αυτοκράτορας ένα μήνα μετά παντρεύεται τη Θεοφανώ. Εκείνος είναι 52 ετών, κοντός, μελαψός, αρκετά χοντρός, με μακριά μαύρα μαλλιά. Είχε γαμψή μύτη, κοντή γκρίζα γενειάδα, πυκνά φρύδια και ένα σκεπτικό και σκοτεινό βλέμμα στα μαύρα του μάτια. Ήταν αυστηρός και σκληρός άνθρωπος, μελαγχολικός και λιγομίλητος.άσχημος και τραχύς στους τρόπους. Εκείνη μόλις 20 ετών, λάμπει από νιάτα και ομορφιά. Ένας γάμος που σκοπό είχε να εδραιώσει τη θέση του αλλά ταυτόχρονα ήταν αποτέλεσμα του έρωτα που έτρεφε ο Φωκάς για τη Θεοφανώ.
Ένα απρόσμενο γεγονός ωστόσο που προκάλεσε αναστάτωση και παραλίγο να ματαιώσει το γάμο ήταν όταν έγινε γνωστό ότι ο Νικηφόρος ήταν ανάδοχος ενός ή και των δύο γιων της Θεοφανώς και σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες ο γάμος δεν ήταν επιτρεπτός. Επίσκοποι και κληρικοί του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος αποφάνθηκαν ότι η σχετική Νεαρά του έτους 819/820, δεν ήταν πλέον σε ισχύ καθώς είχε εκδοθεί από εικονομάχους αυτοκράτορες. Ο πατριάρχης Πολύευκτος εμμένοντας στις αμφιβολίες του κάλεσε τον Νικηφόρο και ζήτησε εξηγήσεις. Η κατάσταση ξεκαθαρίστηκε με την εμφάνιση ψευδομαρτύρων, που ισχυρίστηκαν ότι ανάδοχος δεν ήταν ο Νικηφόρος, αλλά ο πατέρας του Βάρδας. Ο Πολύευκτος, σύμφωνα με τον Σκυλίτζη, αν και κατάλαβε ότι αυτοί ψεύδονταν, έδωσε τη συγκατάθεσή του για την τέλεση του γάμου.
Ερωτευμένος με πάθος μαζί της, ξετρελαμένος από την ακτινοβόλο ομορφιά της, έκανε για αυτήν σύμφωνα με το επιφυλακτικό και σύντομο σχόλιο του ιστορικού Λέοντος του Διακόνου «περισσότερα απ΄όσα έπρεπε». Αυτός ο οικονόμος, σοβαρός, αυστηρός άνδρας γέμιζε την ωραία πριγκίπισσα πολυτελή δώρα, υπέροχες τουαλέτες, λαμπερά κοσμήματα. Την περιέβαλλε με εκθαμβωτική πολυτέλεια. Της δημιούργησε μια περιουσία προικίζοντάς την με θαυμάσια κτήματα και κομψές βίλες. «Τίποτα, λέει ο Schlumberger, δεν ήταν πολύ ακριβό, τίποτα δεν ήταν υπερβολικά όμορφο για να το προσφέρει στην πολυαγαπημένη του βασίλισσα».
Ο Φωκάς στην αρχή της βασιλείας του ήταν ιδιαίτερα αγαπητός όμως σιγά σιγά έχανε ολοένα και περισσότερο τη δημοτικότητά του. Και αυτό γιατί η συνεχής πολεμική δραστηριότητα για μια ολόκληρη εξαετία (963-969) είχε κουράσει το βυζαντινό στρατό και είχε προκαλέσει τη δυσφορία του λαού από τις επαχθείς φορολογικές επιβαρύνσεις.
Ταυτόρονα ο κλήρος, που ο Νικηφόρος περιόριζε τα προνόμιά του, οι μοναχοί των οποίων προσπαθούσε να μειώσει τηνακίνητη περιουσία, δεν έκρυβαν τη δυσαρέσκειά τους. Ο πατριάρχης ήταν σε ανοιχτή αντίθεση με τον αυτοκράτορα. Στην πρωτεύουσα ξέσπασαν ταραχές. Ο Νικηφόρος προπηλακίστηκε από το λαό, του πέταξαν πέτρες. Και παρά την αξιοθαύμαστη ψυχραιμία που έδειξε σ΄αυτή την περίσταση, λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του, αν οι οικείοι του δεν τον είχαν απομακρύνει εγκαίρως.
Δυο συστατικά έλλειπαν για να συμπληρωθεί το μωσαϊκό που απαιτούσε η διοργάνωση μιας συνομωσίας: ο ηγέτης της συνομωτικής ομάδας και ένα πρόσωπο έμπιστο δίπλα στο θύμα. Βρέθηκαν και οι δύο και μάλιστα έχοντας δημιουργήσει τον πιο επικίνδυνο συνδυασμό σε τέτοιες περιπτώσεις: ένα ερωτικό δεσμό. Οι δυο πρωτεργάτες της συνομωσίας δεν ήταν άλλοι από τον Ιωάννη Τσιμισκή, μέχρι πρότινος δεξί χέρι του Φωκά, και τη Θεοφανώ.
Μπορεί εύκολα κανείς να αναλογιστεί ότι ήταν πολύ εύκολο για τη Θεοφανώ να ερωτευτεί τον Τσιμισκή καθώς ήταν το ακριβώς αντίθετο από τον γερασμένο ξερακιανό και κακάσχημο Νικηφόρο. Ο Ιωάννης ήταν νέος και γοητευτικός, με εντυπωσιακό παράστημα και κοκκινόξανθα μαλλιά, κάθε γυναίκα υπέκυπτε στη γοητεία του και η πανέμορφη Θεοφανώ θα τον ερωτευτεί και αυτό θα αποδειχτεί μοιραίο λάθος για κείνη…
Ο Ιωάννης Τσιμισκής ήταν απογοητευμένος και παραγκωνισμένος από τον αυτοκράτορα και είχε αποσυρθεί στα κτήματα της οικογένειάς του στη Μικρά Ασία. H σχέση του με την αυτοκράτειρα εξυπηρετούσε τα σχέδια του για την εξουδετέρωση του Φωκά και τη δική του άνοδο στο θρόνο.
Σε πρώτη φάση η Θεοφανώ κατάφερε να πείσει τον άντρα της να δεχτεί την ανάκληση του Τσιμισκή στη Βασιλεύουσα υπό τον όρο ότι θα παρέμεινε στην οικία στη Χαλκηδόνα, στην ασιατική πλευρά του Βοσπόρου και ότι θα του επιτρεπόταν η είσοδος στην Πόλη μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Ο Τσιμισκής, κάθε βράδυ περνούσε τα στενά με πλωτό μέσο και στη συνέχεια με μεγάλη προφύλαξη έφτανε στα ιδιαίτερα δωμάτια της αυτοκράτειρας. Η αναζήτηση έμπιστων συνομωτών δεν ήταν δύσκολη εξαιτίας της μεγάλης δυσαρέσκειας που υπήρχε για το Φωκά. Οι πιο σημαντικοί ήταν ο παρακοιμώμενος Βασίλειος, (ο νόθος γιος του Ρωμανού Λεκαπηνού) και ο Μιχαήλ Βούρτζης, ήρωας της πτώσης της Αντιόχειας, που εξαιτίας διαφωνιών είχε απαλλαγεί από τα καθήκοντά του.
Το καλά οργανωμένο σχέδιο της Θεοφανούς, είχε προγραμματιστεί να τεθεί σε εφαρμογή τα ξημερώματα της 10ης προς 11η Δεκεμβρίου....
To απόγευμα της ίδιας μέρας συνομώτες, μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες, με τα ξίφη τους κρυμμένα κάτω από τα μακρά γυναικεία φορέματα, κρύφτηκαν στους θαλάμους της Θεοφανούς. Μια αιφνιδιαστική έρευνα από άνθρωπο του Φωκά παραλίγο να αποκαλύψει τη συνομωσία, αλλά την τελευταία στιγμή η αυτοκράτειρα κατάφερε να πάρει με το μέρος της και αυτόν τον ίδιο τον άνθρωπο του Φωκά.
Όπως διηγείται ο Ιωάννης ο Διάκονος, που μας έχει αφήσει μια πολύ συναρπαστική αφήγηση του δράματος, ήταν μια παγωμένη νύχτα του Δεκέμβρη, ενώ καθώς περνούσαν οι ώρες ξέσπασε μια φοβερή χιονοθύελλα. Οι επίδοξοι δολοφόνοι περίμεναν το Τσιμισκή, παρά την κακοκαιρία, να περάσει τα στενά και να εισέλθει στο παλάτι. Ένας φόβος κυρίεψε τότε τους συνωμότες: αν ο αυτοκράτορας κλεινόταν στο δωμάτιό του, αν χρειαζόταν να παραβιάσουν την πόρτα του, αν ξυπνούσε από τον θόρυβο, δε θα χάνονταν όλα; Η Θεοφανώ, με τρομαχτική ψυχραιμία, ανέλαβε να παραμερίσει το εμπόδιο. Πήγε αργά το βράδυ να βρεί τον Νικηφόρο στο διαμέρισμά του, συζήτησε φιλικά μαζί του και μετά, με το πρόσχημα οτι πήγαινε να δεί μερικές νεαρές Βουλγάρες που βρίσκονταν για επίσκεψη στο Παλάτι, βγήκε έξω, λέγοντας ότι θα γύριζε σε λίγο, παρακαλώντας το σύζυγό της ν΄αφήσει την πόρτα ανοιχτή. Θα την έκλεινε εκείνη γυρίζοντας. Ο Νικηφόρος δέχτηκε και όταν έμεινε μόνος, προσευχήθηκε για λίγο, φόρεσε το τρίχινο μανδύα του και μετά ξάπλωσε σε μια γωνία, πάνω σε ένα δέρμα από πάνθηρα και κοιμήθηκε.
Ήταν περίπου έντεκα το βράδυ. Έξω χιόνιζε και ο αέρας φυσούσε μανιασμένα στον Βόσπορο. Με μια μικρή βάρκα, ο Ιωάννης Τσιμισκής έφτασε στην έρημη αποβάθρα που απλωνόταν κάτω απο τους τοίχους του αυτοκρατορικού κάστρου στον Βόσπορο.
Μ΄ένα καλάθι στερεωμένο στην άκρη ενός σχοινιού τον ανέβασαν στο γυναικωνίτη και οι συνωμότες με επικεφαλής τον αρχηγό τους, μπήκαν στο δωμάτιο του ηγεμόνα. Για μια στιγμή επικράτησε αναστάτωση: το κρεβάτι ήταν άδειο. Όμως ένας ευνούχος του γυναικωνίτη, που ήξερε τις συνήθειες του Νικηφόρου, έδειξε στους συνωμότες τον βασιλέα που κειτόταν σε μια γωνιά, κοιμισμένος πάνω στο δέρμα του πάνθηρα. Ρίχνονται μανιασμένα πάνω του. Ακούγοντας το θόρυβο ο Φωκάς ξυπνάει και σηκώνεται. Με μια σπαθιά ένας απο τους συνωμότες του ανοίγει το κεφάλι απο την κορυφή του κρανίου ως την καμάρα των φρυδιών. Καταματωμένος, ο άτυχος άνδρας φώναζε: «Θεοτόκε, βοήθησέ με!» Χωρίς να τον ακούσουν, οι δολοφόνοι τον σέρνουν στα πόδια του Τσιμισκή, που τον βρίζει και με μια βίαιη κίνηση του ξεριζώνει τη γενειάδα. Ακολουθώντας το παράδειγμα του αρχηγού τους, όλοι ρίχνονται πάνω στον δύστυχο μισοπεθαμένο άνδρα που αναπνέει με δυσκολία. Τελικά, με μια κλωτσιά ο Ιωάννης τον ρίχνει κάτω και τραβώντας το ξίφος του του καταφέρει ένα φοβερό χτύπημα στο κρανίο. Μ΄ένα τελευταίο χτύπημα, ένας άλλος από τους συνωμότες τον αποτελειώνει. Ο αυτοκράτορας πέφτει νεκρός, λουσμένος στο αίμα του.
Σχεδόν αμέσως μετά χίμηξαν μέσα οι Βάραγγοι φρουροί για να σώσουν τον άρχοντά τους, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Εμβρόντητοι αντίκρισαν το ακέφαλο πτώμα του Φωκά μέσα σε μια λίμνη αίματος, ενώ ένας δολοφόνος κρατούσε θριαμβευτικά το κεφάλι του και το έδειχνε έξω από το παράθυρο σε υποστηρικτές του Τσιμισκή. Οι Βάραγγοι αντιλήφθηκαν ότι είχαν βρεθεί προ τετελεσμένου. Δεν είχαν άλλη επιλογή από την υποταγή στον νέο αυτοκράτορα.
Τα κακά νέα διαδίδονται πάντα πιο γρήγορα από τα καλά. Αμέσως μετά, άνθρωποι του Τσιμισκή, ξεχύθηκαν στους δρόμους της Βασιλεύουσας κραυγάζοντας "Ιωάννης Αύγουστος, Βασιλέας των Ρωμαίων" αλλά και τα ονόματα των δύο διαδόχων του Βασίλειου και του Κωνσταντίνου, των γιων του αυτοκράτορα Ρωμανού, δηλώνοντας έτσι ότι ο Τσιμισκής αποτελεί τον εγγυητή του θρόνου.
Λίγη ώρα αργότερα, κι ενώ η Πόλη ξυπνούσε και συγκλονιζότανε από το τρομερό γεγονός, ο Ιωάννης, συνοδευόμενος από τη Θεοφανώ και τους μικρούς συναυτοκράτορες, όσους έλαβαν μέρος στη συνομωσία και τους αυλικούς κατυευθύνθηκε στη χρυσή αίθουσα του θρόνου, στο χρυσοτρικλίνιο, φόρεσε τα διακριτικά του αυτοκρατορικού αξιώματος και κάθισε στο θρόνο. Η είδηση της δολοφονίας είχε γίνει γνωστή, στρατιώτες είχαν καταλάβει επίκαιρες θέσεις για να αποτρέψουν αντεπανάσταση κάτι που όμως δεν χρειάστηκε. Εν τω μεταξύ τη χιονοθύελλα διαδέχτηκε μια πυκνή ομίχλη δημιουργώντας μια απόκοσμη ατμόσφαιρα. Το άψυχο κορμί του Φωκά κείτονταν στο έδαφος κάτω από το παράθυρο του δωματίου του βάφοντας κόκκινο το χιόνι. Υπηρέτες μάζεψαν το πτώμα και με ξύλινο φορείο το μετέφεραν στο βασιλικό νεκροταφείο των Αγίων Αποστόλων και χωρίς κηδεία το απόθεσαν σε μια μαρμάρινη σαρκοφάγο. Αυτό ήταν το μαρτυρικό τέλος του Νικηφόρου Φωκά, του αήττητου στρατηλάτη αυτοκράτορα, του ευσεβούς χριστιανού αλλά και του πλανημένου άνδρα από μια γυναίκα.
Ο νέος αυτοκράτορας θα προβεί σε άμεσες αντικαταστάσεις των συνεργατών του Φωκά, ώστε να αποτραπεί κάθε πιθανότητα εξέγερσης. Έτσι απέμενε η τελετή στέψης του, την οποία όμως ο Πολύευκτος δεν πραγματοποιούσε αν δεν ικανοποιούντο τρεις όροι… Αυτοί ήταν η άμεση ανάκληση των νόμων Φωκά για τον κλήρο, η εκδίωξη της Θεοφανούς, αλλά και να ανακαλύψει (!) ποιοι ήταν αυτοί που διέπραξαν το αποτρόπαιο έγκλημα.
Ο όρος που ικανοποίησε άμεσα ο Τσιμισκής ήταν η εκδίωξη της Θεοφανούς, που εξορίστηκε στα Πριγκιπόννησα. Αν και για το θέμα αυτό έχουν λεχθεί πολλά, εντούτοις είναι γεγονός ότι ο έξυπνος τρόπος που χειρίστηκαν το θέμα οι άλλοι, δεν του άφηνε και πολλά περιθώρια να πράξει διαφορετικά. Στη συνέχεια προέβη στην ανάκληση όλων των νόμων Φωκά, προχωρώντας με δική του πρωτοβουλία ακόμη περισσότερο, αφού θα μοιράσει μεγάλο μέρος της περιουσίας του σε κοινωφελείς οργανισμούς, θα παράσχει ατέλεια φόρου στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Αρμενία, ενώ θα μοιράσει και μέρος του κρατικού θησαυροφυλακίου σε αρκετό κόσμο…
Θεωρητικά το ακανθώδες πρόβλημα ήταν ο τρίτος όρος, που αναφερόταν στην τιμωρία των ενόχων, αλλά και γι΄αυτό βρέθηκε τελικά λύση… αφού ο Τσιμισκής θα κατηγορήσει ως υπεύθυνους δύο συνεργάτες του, τους Λέοντα Βαλάντη και Θεόδωρο (Ή Γυφτοθόδωρο για τον Ζωναρά), τους οποίους και εξόρισε. Τα άτομα αυτά συνετέλεσαν βέβαια στην δολοφονία Φωκά, αλλά δεν ήταν οι μόνοι ούτε και οι αρχηγοί της …
Ο πατριάρχης, για να απαλλάξει τον Ιωάννη από την ενοχή ανθρωποκτονίας και να μπορέσει να τον στέψει, προέβη σε ένα σοφιστικό τέχνασμα. Με συνοδική πράξη, ορίσθηκε η στέψη του αυτοκράτορα ισοδύναμη με το χρίσμα της βάφτισης και ικανή για εξάλειψη κάθε προηγούμενης αμαρτίας, συμπεριλαμβανομένου και του εγκλήματος φόνου. Οι διπλωματικές ισορροπίες είχαν βρεθεί και ο Πατριάρχης προχώρησε στη στέψη του νέου αυτοκράτορα ανήμερα των Χριστουγέννων του 969.
Η Θεοφανώ δε δέχτηκε στωικά την ατίμωσή της. Λίγους μήνες μετά, δραπέτευσε και ζήτησε άσυλο στην Αγία Σοφία. Ήλπιζε άραγε ότι ο Τσιμισκής, μόλις ξεπεραστούν οι δυσκολίες, θα την έπαιρνε ξανά δίπλα του; Το μόνο που κατάφερε ήταν να δει για τελευταία φορά τον άνθρωπο για τον οποίο θυσίασε τα πάντα αλλά κείνος την εγκατέλειψε. Η τελευταία συνάντηση ήταν εξαιρετικά βίαιη. Η Θεοφανώ έβρισε τον Τσιμισκή και μετά, μέσα σ΄ ένα παροξυσμό οργής, ρίχτηκε με γροθιές πάνω του. Χρειάστηκε να την απομακρύνουν δια της βίας από την αίθουσα των συνεδριάσεων. Αλλά ο παντοδύναμος υπουργός, ο παρακοιμώμενος Βασίλειος, κατόρθωσε να την εξορίσει στην Αρμενία.Η ζωή της είχε τελειώσει.
Εκεί παρέμεινε έξι χρόνια, ως τη μέρα του θανάτου του Τσιμισκή. Τότε, το 976, ανακλήθηκε στην Πόλη, κοντά στους γιους της που είχαν γίνει κάτοχοι της υπέρτατης εξουσίας. Αλλά είτε γιατί η υπερηφάνεια της είχε τσακίσει και η φιλοδοξία της είχε σβήσει, ή πράγμα που είναι και το πιθανότερο, γιατί ο παντοδύναμος παρακοιμώμενος Βασίλειος είχε θέσει αυτόν το όρο κατά την επιστροφή της, φαίνεται ότι δεν έπαιξε πια κανένα ρόλο στο κράτος. Πέθανε στο παλάτι με άγνωστο τρόπο, δεν ξέρουμε καν πότε, και έτσι ως το τέλος το πεπρωμένο αυτής της φιλόδοξης, γοητευτικής και διεστραμμένης πριγκίπισσας διατηρεί κάτι το αινιγματικό και μυστηριώδες.
Το Νοέμβριο του 970, ο Τσιμισκής παντρεύτηκε τη Θεοδώρα, μία από τις πέντε αδερφές του Ρωμανού Β΄ που είχε εγκλειστεί σε μοναστήρι από τη Θεοφανώ. Ο Ιωάννης Τσιμισκής αρρώστησε στην Αντιόχεια και στις 10 Ιανουαρίου του 976, πέθανε στην Κωνσταντινούπολη. Ο πρόωρος θάνατος του Τσιμισκή αποδίδεται από ορισμένους συγγραφείς σε δηλητηρίαση από υπηρέτη του αυτοκράτορα, ο οποίος δωροδοκήθηκε από τον Βασίλειο Λεκαπηνό. Ο τελευταίος είχε πληροφορηθεί δυσμενή σχόλια του αυτοκράτορα για τη μεγάλη και παράνομη αύξηση της περιουσίας του και θέλησε να προλάβει την αντίδρασή του. Υπάρχει και η άποψη ότι ο αυτοκράτορας δηλητηριάσθηκε από την αδερφή της Θεοφανώς, προφανώς για να εκδικηθεί τη συμπεριφορά του προς την πρώην ερωμένη του. Το σώμα του Ιωάννη Τζιμισκή τοποθετήθηκε στο ναό του Σωτήρος στη Χαλκή Πύλη,που ο ίδιος ο αυτοκράτορας είχε ανακαινίσει.
Η πολιτική και ο χαρακτήρας καθιστούσαν τον Νικηφόρο Φωκά αντιδημοφιλή, όμως ο Λέων Διάκονος που εξιστορεί την ιστορία του, είναι κατηγορηματικός, ότι αν η ζηλόφθονη τύχη δεν τον απήγαγε από την ζωή, θα προσέφερε στεφάνια δόξας στην ηγεμονία των Ρωμαίων τέτοια που δεν είχαν γνωρίσει ποτέ.
Παρά τό φιλομόναχο πνεῦμα του ὁ Νικηφόρος ὡς αὐτοκράτωρ ἐτάχθη κατά τῆς ἱδρύσεως πολλῶν Μονῶν μέσα στίς πόλεις καί εὐνόησε τήν ἵδρυση Μονῶν στήν ὕπαιθρο. Ἡ ἐξύμνηση τοῦ ἤθους τοῦ Φωκᾶ ἀπό τόν Ἀγιο Ἀθανάσιο καί ἡ συγκίνηση γιά τό μαρτυρικό του τέλος ὁδήγησαν τόν ἁγιογράφο τοῦ Καθολικοῦ τῆς Λαύρας νά παραστήσει τόν Νικηφόρο μέ φωτοστέφανο Ἁγίου καί νά κρατεῖ στά χέρια του τό Χρυσόβουλλο-ἐπίσημο διάταγμα-μέ τό ὁποῖο δίδει χρηματική δωρεά γιά τήν ἀνέγερση τῆς Λαύρας. Το στέμμα του, το ευαγγέλιό του, το αυτοκρατορικό σκήπτρο του, ο βασιλικός σάκκος του και άλλα πολλά βρίσκονται στο μοναστήρι του Γέροντά του, Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη. Η έντονη θρησκευτικότητά του και το τραγικό τέλος του συνετέλεσαν, ώστε μοναχοί του Αγίου Όρους να τον ανακηρύξουν μάρτυρα και η μνήμη του να τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου.
Ὅποιος ἐπισκέπτεται σήμερα τό Ἅγιον Ὄρος καί πολύ περισσότερο τήν ἀρχαιοτέρα Μονή, δηλ. τήν Μεγίστη Λαύρα, ἄς ἀνάβει ἕνα κερί ἐπικαλούμενος τήν βοήθεια τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου καί ἕνα ἄλλο κερί γιά νά ἀναπαυθεῖ ἡ ψυχή τοῦ ἐνδόξου καί εὐλαβοῦς αὐτοκράτορος Νικηφόρου Φωκᾶ. Ἡ Θεία Πρόνοια εὐδόκησε νά ἔχουμε τήν συνεργασία τῶν δύο αὐτῶν μορφῶν τῆς Ρωμηοσύνης γιά νά ἱδρυθεῖ καί νά ἀνθήσει ἡ ὀργανωμένη μοναστική κοινότητα τοῦ Ἄθωνος.
Και γιά ἐκείνους πού διερωτῶνται ἄν ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί πρέπει νά ἀσχολούμεθα καί μέ τά ζητήματα τοῦ ἔθνους καί τῆς πατρίδος θυμίζω ὅτι ἡ Παναγία εὐλόγησε τήν ἵδρυση τοῦ πρώτου Ἀθωνικοῦ μοναστηριοῦ ἀπό τόν Ἄθανάσιο, ὁ ὁποῖος μόλις εἶχε γυρίσει ἀπό τήν ἀπελευθερωμένη Κρήτη. Ἕνας μοναχός, πού προσηύχετο γιά νά ἐνισχυθεῖ ὁ Νικηφόρος καί ὁ στρατός του κατά τῶν Σαρακηνῶν, ἔλαβε τήν μεγάλη εὐλογία ἀπό τήν Ὑπέρμαχο Στρατηγό τοῦ Γένους νά οἰκοδομήσει τό πρῶτο Ἀγορείτικο μοναστῆρι καί νά καταγράψει τίς ἀρχές πού διέπουν τά ἀθωνικά κοινόβια.
Ἄς εὐχηθοῦμε ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος νά πρεσβεύει ὑπέρ τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τῶν εὐλαβῶν προσκυνητῶν του. Ἐπίσης ἄς προσευχηθοῦμε ὁ Ἐλληνορθόδοξος λαός μας νά βρεῖ καί σήμερα κυβερνῆτες μέ πίστη καί πατριωτισμό, ὅπως ὁ ἀοίδιμος Νικηφόρος Φωκᾶς.
Ο αυτοκράτορας, που βρέθηκε στην εξουσία το 963, δολοφονήθηκε το 969 μέσα στο παλάτι του, την ώρα που κοιμόταν. Τη συνωμοσία για τη θανάτωσή του, είχε οργανώσει η σύζυγός του, Θεοφανώ, με τον εραστή της και ανιψιό του Νικηφόρου, τον μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή....
Ο Νικηφόρος Φωκάς γεννήθηκε περί το 912 στην Καππαδοκία και ήταν γόνος της φημισμένης οικογένειας των Φωκάδων, πολλά μέλη της οποίας κατέλαβαν υψηλά αξιώματα στην αυτοκρατορία και αναδείχθηκαν στον στρατιωτικό αλλά και πολιτικό τομέα. Ο παππούς του ονομαζόταν και αυτός Νικηφόρος και είχε ηγηθεί των ρωμαϊκών δυνάμεων στην Ιταλία και την Σικελία επί Βασιλείου Α'. Έχοντας κάνει βίωμα στη ζωή του τη λέξη πειθαρχεία πρωταρχικό μέλημά του είναι να ενταχθεί στον Αυτοκρατορικό στρατό. Εντάχθηκε λοιπόν και το 945 ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Z' ο Πορφυρογέννητος του ανέθεσε τη διοίκηση του Ανατολικού Θέματος, που βρισκόταν υπό την απειλή των Αράβων. Ήταν οι κύριοι αντίπαλοι του, τους οποίους κατατρόπωσε σε σειρά μαχών για να κερδίσει τον χαρακτηρισμό «Ο Ωχρός Θάνατος των Σαρακηνών».
Ο Νικηφόρος έλαβε σύζυγο και απέκτησε ένα γιο, τον Βάρδα. Αυτός παίζοντας με τον εξάδελφό του Πλεύση, τραυματίστηκε στο μάτι από ακόντιο και πέθανε σε νεαρή ηλικία. Φαίνεται, ότι σύντομα τον ακολούθησε και η μητέρα του. Ως φύση έντονα θρησκευτική ο Νικηφόρος επηρεάστηκε βαθύτατα από τον θάνατο των προσφιλών του προσώπων κι εκδήλωσε επιθυμία να μονάσει. Απέφευγε την κρεατοφαγία και δεν ήθελε να νυμφευθεί ξανά. Σε μια επίσκεψη του θείου του οσίου Μιχαήλ Μαλεϊνού στην Κωνσταντινούπολη γνωρίστηκε με τον Αβράμιο, κατοπινό όσιο Αθανάσιο Αθωνίτη, ο οποίος είχε επισκεφθεί τον όσιο παρέα με το στρατηγό Ζεφινεζέρ. Οι δυο άνδρες συνδέθηκαν στενά και μετά την κουρά του ο όσιος Αθανάσιος ανέλαβε την καθοδήγηση του Νικηφόρου με την προτροπή του οσίου Μιχαήλ. Τότε ο Νικηφόρος έδωσε υπόσχεση να μονάσει, την οποία, όμως, δεν πρόλαβε να εκπληρώσει.
Το έτος 959 μ.Χ. κάθεται στο θρόνο ο Ρωμανός Β', γιος του Κωνσταντίνου Ζ' του Πορφυρογέννητου, στεφθείς αυτοκράτωρας από τον πατέρα του το 945 μ.Χ. σε παιδική ηλικία. Αναγνωρίζοντας τις ικανότητες του Νικηφόρου Φωκά είχε αποφασίσει να τον προάγει και να του αναθέσει την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Σαρακηνούς κάτι που ο Φωκάς έφερε σε πέρας το 961.
Ωστόσο η αυτοκράτειρα Θεοφανώ, ασκούσε τεράστια επιρροή στον άντρα της, που δεν τον γοήτευε η πολιτική και προτιμούσε να γλεντοκοπάει. Έτσι, δεν δυσκολεύτηκε να τον πείσει να φυλακίσει τις αδερφές του και πιθανές ανταγωνίστριες της, σε μοναστήρι. Η Θεοφανώ ήταν γυναίκα λαϊκής καταγωγής, κόρη ταβερνιάρη, και το πραγματικό της όνομα φέρεται πως ήταν Αναστασώ και είχε ελληνική καταγωγή από την Πελοπόννησο.
Ο Ρωμανός Β’ πέθανε το 963, σε ηλικία μόλις 26 ετών, έχοντας κυβερνήσει μόλις για 4 χρόνια. Οι φήμες για τα αίτια του θανάτου του αρκετές, με μερικούς να θεωρούν πιθανή την εμπλοκή και της γυναίκας του Θεοφανώ. Ο Ζωναράς αναφέρει ότι πέθανε «η φαρμάκω δηλητηρίω κατά τινάς η φιληδονίαις και μίξεσιν εαυτόν κατατείνας και ταύτας δαπανήσας την ισχύν του σαρκίου». Ύστερα από συσκέψεις που διενεργήθηκαν ανάμεσα σε Πατριάρχη, Σύγκλητο και ανώτερους παλατιανούς αποφασίζεται να αναγορευθούν αυτοκράτορες τα δύο ανήλικα αγόρια του Ρωμανού και μετέπειτα αυτοκράτορες Βασίλειος (958-1025), και Κων/νος (960-1028), με την Θεοφανώ να διορίζεται επίτροπος αυτών, μέχρι την ενηλικίωση τους. Γινόταν βέβαια φανερό ότι με τον τρόπο αυτό το κράτος θα έμενε ουσιαστικά ακυβέρνητο, έτσι θα έπρεπε να βρεθεί κάποιος ικανός αλλά και αρεστός που θα έπαιρνε τα ηνία.
Ο ευνούχος Ιωσήφ Βρίγγας που είχε το σημαντικό αξίωμα του παρακοιμώμενου, διάκειται εχθρικά προς τον Νικηφόρο Φωκά, το όνομα του οποίου συζητιόταν έντονα. Έτσι μετά από μια σειρά δολοπλοκιών, οργάνωσε επανάσταση εναντίον του μέσα στην Κωνσταντινούπολη Ωστόσο ο Φωκάς παρουσιάζεται στη Σύγκλητο, όπου με την βοήθεια ενός ισχυρού συγκλητικού του Βασίλειου θα πετύχει να γίνει επίτροπος των παιδιών αλλά και αυτοκράτορας στρατηγός της Ανατολής. Παράλληλα καταφέρνει να στηριχθεί και από τον Πατριάρχη Πολύευκτο (956-970), αφού πρώτα δεσμεύεται με όρκους ότι δεν θα πειράξει τα παιδιά του Ρωμανού. Θεωρώντας ότι τα πράγματα έχουν ξεκαθαρίσει αναχωρεί εκ νέου για την Συρία. Το γεγονός προσπαθεί να εκμεταλλευθεί ο Βρίγγας που στέλνει επιστολή στον Ιωάννη Τσιμισκή, στην οποία του πρότεινε να γίνει ο ίδιος αυτοκράτορας.
Όμως ο Τσιμισκής (το όνομα του οποίου σύμφωνα με τον Λέων τον Διάκονο, σημαίνει στα Αρμενικά κοντούλης) θα προτιμήσει τελικά να παραμείνει κοντά στο νέο ισχυρό άνδρα της χώρας, αναφέροντας του τα τεκταινόμενα. Ο Φωκάς επιστρέφει ξανά στην Κωνσταντινούπολη, θα νυμφευθεί την Θεοφανώ και με την βοήθεια του στρατού, θα ανακηρυχθεί αυτοκράτορας.
Σύμφωνα με τους Ζωναρά και Σκυλίτζη, ο Φωκάς βοηθήθηκε από τον Βασίλειο Λεκαπηνό. Ο Βασίλειος Λεκαπηνός ή "Βασίλειος ο νόθος", νόθος γιος του αυτοκράτορας Ρωμανού Α΄, ευνουχισμένος από τον ίδιο τον πατέρα του, ήταν διοικητής της Ρωσικής και Βαραγγιανής αυτοκρατορικής φρουράς και είχε φροντίσει να διασπείρει ανθρώπους του στην πόλη με εντολή να επευφημούν τον Φωκά και ταυτόχρονα να καταφέρονται εναντίον του Βρίγγα. Ταυτόχρονα με 4.000 φρουρούς κατευθύνθηκε προς το σπίτι του Βρίγγα, όπου και το ‘κανε στάχτη. Ο Βρίγγας εξορίστηκε και στις 16 Αυγούστου, ο ίδιος ο Λεκαπηνός οδήγησε το ναυτικό στην αντιπέρα όχθη του Βοσπόρου για να πάρει τον νέο αυτοκράτορα και να τον φέρει στο παλάτι.
Ο νέος αυτοκράτορας θα ανταμείψει όσους τον βοήθησαν με τον Τσιμισκή να παίρνει την θέση που έως τότε κατείχε ο ίδιος, τον Βασίλειο να τίθεται επικεφαλής της Συγκλήτου (αναδεικνύοντας τον ουσιαστικά στον νούμερο 2 της αυτοκρατορίας) και τον αδερφό του Βάρδα να διορίζεται ως υπαρχηγός του. Αντίθετα οι αντίπαλοι του με πρώτο τον Βρίγγα εξορίζονται.
Ο νέος αυτοκράτορας ένα μήνα μετά παντρεύεται τη Θεοφανώ. Εκείνος είναι 52 ετών, κοντός, μελαψός, αρκετά χοντρός, με μακριά μαύρα μαλλιά. Είχε γαμψή μύτη, κοντή γκρίζα γενειάδα, πυκνά φρύδια και ένα σκεπτικό και σκοτεινό βλέμμα στα μαύρα του μάτια. Ήταν αυστηρός και σκληρός άνθρωπος, μελαγχολικός και λιγομίλητος.άσχημος και τραχύς στους τρόπους. Εκείνη μόλις 20 ετών, λάμπει από νιάτα και ομορφιά. Ένας γάμος που σκοπό είχε να εδραιώσει τη θέση του αλλά ταυτόχρονα ήταν αποτέλεσμα του έρωτα που έτρεφε ο Φωκάς για τη Θεοφανώ.
Ένα απρόσμενο γεγονός ωστόσο που προκάλεσε αναστάτωση και παραλίγο να ματαιώσει το γάμο ήταν όταν έγινε γνωστό ότι ο Νικηφόρος ήταν ανάδοχος ενός ή και των δύο γιων της Θεοφανώς και σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες ο γάμος δεν ήταν επιτρεπτός. Επίσκοποι και κληρικοί του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος αποφάνθηκαν ότι η σχετική Νεαρά του έτους 819/820, δεν ήταν πλέον σε ισχύ καθώς είχε εκδοθεί από εικονομάχους αυτοκράτορες. Ο πατριάρχης Πολύευκτος εμμένοντας στις αμφιβολίες του κάλεσε τον Νικηφόρο και ζήτησε εξηγήσεις. Η κατάσταση ξεκαθαρίστηκε με την εμφάνιση ψευδομαρτύρων, που ισχυρίστηκαν ότι ανάδοχος δεν ήταν ο Νικηφόρος, αλλά ο πατέρας του Βάρδας. Ο Πολύευκτος, σύμφωνα με τον Σκυλίτζη, αν και κατάλαβε ότι αυτοί ψεύδονταν, έδωσε τη συγκατάθεσή του για την τέλεση του γάμου.
Ερωτευμένος με πάθος μαζί της, ξετρελαμένος από την ακτινοβόλο ομορφιά της, έκανε για αυτήν σύμφωνα με το επιφυλακτικό και σύντομο σχόλιο του ιστορικού Λέοντος του Διακόνου «περισσότερα απ΄όσα έπρεπε». Αυτός ο οικονόμος, σοβαρός, αυστηρός άνδρας γέμιζε την ωραία πριγκίπισσα πολυτελή δώρα, υπέροχες τουαλέτες, λαμπερά κοσμήματα. Την περιέβαλλε με εκθαμβωτική πολυτέλεια. Της δημιούργησε μια περιουσία προικίζοντάς την με θαυμάσια κτήματα και κομψές βίλες. «Τίποτα, λέει ο Schlumberger, δεν ήταν πολύ ακριβό, τίποτα δεν ήταν υπερβολικά όμορφο για να το προσφέρει στην πολυαγαπημένη του βασίλισσα».
Ο Φωκάς στην αρχή της βασιλείας του ήταν ιδιαίτερα αγαπητός όμως σιγά σιγά έχανε ολοένα και περισσότερο τη δημοτικότητά του. Και αυτό γιατί η συνεχής πολεμική δραστηριότητα για μια ολόκληρη εξαετία (963-969) είχε κουράσει το βυζαντινό στρατό και είχε προκαλέσει τη δυσφορία του λαού από τις επαχθείς φορολογικές επιβαρύνσεις.
Ταυτόρονα ο κλήρος, που ο Νικηφόρος περιόριζε τα προνόμιά του, οι μοναχοί των οποίων προσπαθούσε να μειώσει τηνακίνητη περιουσία, δεν έκρυβαν τη δυσαρέσκειά τους. Ο πατριάρχης ήταν σε ανοιχτή αντίθεση με τον αυτοκράτορα. Στην πρωτεύουσα ξέσπασαν ταραχές. Ο Νικηφόρος προπηλακίστηκε από το λαό, του πέταξαν πέτρες. Και παρά την αξιοθαύμαστη ψυχραιμία που έδειξε σ΄αυτή την περίσταση, λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του, αν οι οικείοι του δεν τον είχαν απομακρύνει εγκαίρως.
Δυο συστατικά έλλειπαν για να συμπληρωθεί το μωσαϊκό που απαιτούσε η διοργάνωση μιας συνομωσίας: ο ηγέτης της συνομωτικής ομάδας και ένα πρόσωπο έμπιστο δίπλα στο θύμα. Βρέθηκαν και οι δύο και μάλιστα έχοντας δημιουργήσει τον πιο επικίνδυνο συνδυασμό σε τέτοιες περιπτώσεις: ένα ερωτικό δεσμό. Οι δυο πρωτεργάτες της συνομωσίας δεν ήταν άλλοι από τον Ιωάννη Τσιμισκή, μέχρι πρότινος δεξί χέρι του Φωκά, και τη Θεοφανώ.
Μπορεί εύκολα κανείς να αναλογιστεί ότι ήταν πολύ εύκολο για τη Θεοφανώ να ερωτευτεί τον Τσιμισκή καθώς ήταν το ακριβώς αντίθετο από τον γερασμένο ξερακιανό και κακάσχημο Νικηφόρο. Ο Ιωάννης ήταν νέος και γοητευτικός, με εντυπωσιακό παράστημα και κοκκινόξανθα μαλλιά, κάθε γυναίκα υπέκυπτε στη γοητεία του και η πανέμορφη Θεοφανώ θα τον ερωτευτεί και αυτό θα αποδειχτεί μοιραίο λάθος για κείνη…
Ο Ιωάννης Τσιμισκής ήταν απογοητευμένος και παραγκωνισμένος από τον αυτοκράτορα και είχε αποσυρθεί στα κτήματα της οικογένειάς του στη Μικρά Ασία. H σχέση του με την αυτοκράτειρα εξυπηρετούσε τα σχέδια του για την εξουδετέρωση του Φωκά και τη δική του άνοδο στο θρόνο.
Σε πρώτη φάση η Θεοφανώ κατάφερε να πείσει τον άντρα της να δεχτεί την ανάκληση του Τσιμισκή στη Βασιλεύουσα υπό τον όρο ότι θα παρέμεινε στην οικία στη Χαλκηδόνα, στην ασιατική πλευρά του Βοσπόρου και ότι θα του επιτρεπόταν η είσοδος στην Πόλη μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Ο Τσιμισκής, κάθε βράδυ περνούσε τα στενά με πλωτό μέσο και στη συνέχεια με μεγάλη προφύλαξη έφτανε στα ιδιαίτερα δωμάτια της αυτοκράτειρας. Η αναζήτηση έμπιστων συνομωτών δεν ήταν δύσκολη εξαιτίας της μεγάλης δυσαρέσκειας που υπήρχε για το Φωκά. Οι πιο σημαντικοί ήταν ο παρακοιμώμενος Βασίλειος, (ο νόθος γιος του Ρωμανού Λεκαπηνού) και ο Μιχαήλ Βούρτζης, ήρωας της πτώσης της Αντιόχειας, που εξαιτίας διαφωνιών είχε απαλλαγεί από τα καθήκοντά του.
Το καλά οργανωμένο σχέδιο της Θεοφανούς, είχε προγραμματιστεί να τεθεί σε εφαρμογή τα ξημερώματα της 10ης προς 11η Δεκεμβρίου....
To απόγευμα της ίδιας μέρας συνομώτες, μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες, με τα ξίφη τους κρυμμένα κάτω από τα μακρά γυναικεία φορέματα, κρύφτηκαν στους θαλάμους της Θεοφανούς. Μια αιφνιδιαστική έρευνα από άνθρωπο του Φωκά παραλίγο να αποκαλύψει τη συνομωσία, αλλά την τελευταία στιγμή η αυτοκράτειρα κατάφερε να πάρει με το μέρος της και αυτόν τον ίδιο τον άνθρωπο του Φωκά.
Όπως διηγείται ο Ιωάννης ο Διάκονος, που μας έχει αφήσει μια πολύ συναρπαστική αφήγηση του δράματος, ήταν μια παγωμένη νύχτα του Δεκέμβρη, ενώ καθώς περνούσαν οι ώρες ξέσπασε μια φοβερή χιονοθύελλα. Οι επίδοξοι δολοφόνοι περίμεναν το Τσιμισκή, παρά την κακοκαιρία, να περάσει τα στενά και να εισέλθει στο παλάτι. Ένας φόβος κυρίεψε τότε τους συνωμότες: αν ο αυτοκράτορας κλεινόταν στο δωμάτιό του, αν χρειαζόταν να παραβιάσουν την πόρτα του, αν ξυπνούσε από τον θόρυβο, δε θα χάνονταν όλα; Η Θεοφανώ, με τρομαχτική ψυχραιμία, ανέλαβε να παραμερίσει το εμπόδιο. Πήγε αργά το βράδυ να βρεί τον Νικηφόρο στο διαμέρισμά του, συζήτησε φιλικά μαζί του και μετά, με το πρόσχημα οτι πήγαινε να δεί μερικές νεαρές Βουλγάρες που βρίσκονταν για επίσκεψη στο Παλάτι, βγήκε έξω, λέγοντας ότι θα γύριζε σε λίγο, παρακαλώντας το σύζυγό της ν΄αφήσει την πόρτα ανοιχτή. Θα την έκλεινε εκείνη γυρίζοντας. Ο Νικηφόρος δέχτηκε και όταν έμεινε μόνος, προσευχήθηκε για λίγο, φόρεσε το τρίχινο μανδύα του και μετά ξάπλωσε σε μια γωνία, πάνω σε ένα δέρμα από πάνθηρα και κοιμήθηκε.
Ήταν περίπου έντεκα το βράδυ. Έξω χιόνιζε και ο αέρας φυσούσε μανιασμένα στον Βόσπορο. Με μια μικρή βάρκα, ο Ιωάννης Τσιμισκής έφτασε στην έρημη αποβάθρα που απλωνόταν κάτω απο τους τοίχους του αυτοκρατορικού κάστρου στον Βόσπορο.
Μ΄ένα καλάθι στερεωμένο στην άκρη ενός σχοινιού τον ανέβασαν στο γυναικωνίτη και οι συνωμότες με επικεφαλής τον αρχηγό τους, μπήκαν στο δωμάτιο του ηγεμόνα. Για μια στιγμή επικράτησε αναστάτωση: το κρεβάτι ήταν άδειο. Όμως ένας ευνούχος του γυναικωνίτη, που ήξερε τις συνήθειες του Νικηφόρου, έδειξε στους συνωμότες τον βασιλέα που κειτόταν σε μια γωνιά, κοιμισμένος πάνω στο δέρμα του πάνθηρα. Ρίχνονται μανιασμένα πάνω του. Ακούγοντας το θόρυβο ο Φωκάς ξυπνάει και σηκώνεται. Με μια σπαθιά ένας απο τους συνωμότες του ανοίγει το κεφάλι απο την κορυφή του κρανίου ως την καμάρα των φρυδιών. Καταματωμένος, ο άτυχος άνδρας φώναζε: «Θεοτόκε, βοήθησέ με!» Χωρίς να τον ακούσουν, οι δολοφόνοι τον σέρνουν στα πόδια του Τσιμισκή, που τον βρίζει και με μια βίαιη κίνηση του ξεριζώνει τη γενειάδα. Ακολουθώντας το παράδειγμα του αρχηγού τους, όλοι ρίχνονται πάνω στον δύστυχο μισοπεθαμένο άνδρα που αναπνέει με δυσκολία. Τελικά, με μια κλωτσιά ο Ιωάννης τον ρίχνει κάτω και τραβώντας το ξίφος του του καταφέρει ένα φοβερό χτύπημα στο κρανίο. Μ΄ένα τελευταίο χτύπημα, ένας άλλος από τους συνωμότες τον αποτελειώνει. Ο αυτοκράτορας πέφτει νεκρός, λουσμένος στο αίμα του.
Σχεδόν αμέσως μετά χίμηξαν μέσα οι Βάραγγοι φρουροί για να σώσουν τον άρχοντά τους, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Εμβρόντητοι αντίκρισαν το ακέφαλο πτώμα του Φωκά μέσα σε μια λίμνη αίματος, ενώ ένας δολοφόνος κρατούσε θριαμβευτικά το κεφάλι του και το έδειχνε έξω από το παράθυρο σε υποστηρικτές του Τσιμισκή. Οι Βάραγγοι αντιλήφθηκαν ότι είχαν βρεθεί προ τετελεσμένου. Δεν είχαν άλλη επιλογή από την υποταγή στον νέο αυτοκράτορα.
Τα κακά νέα διαδίδονται πάντα πιο γρήγορα από τα καλά. Αμέσως μετά, άνθρωποι του Τσιμισκή, ξεχύθηκαν στους δρόμους της Βασιλεύουσας κραυγάζοντας "Ιωάννης Αύγουστος, Βασιλέας των Ρωμαίων" αλλά και τα ονόματα των δύο διαδόχων του Βασίλειου και του Κωνσταντίνου, των γιων του αυτοκράτορα Ρωμανού, δηλώνοντας έτσι ότι ο Τσιμισκής αποτελεί τον εγγυητή του θρόνου.
Λίγη ώρα αργότερα, κι ενώ η Πόλη ξυπνούσε και συγκλονιζότανε από το τρομερό γεγονός, ο Ιωάννης, συνοδευόμενος από τη Θεοφανώ και τους μικρούς συναυτοκράτορες, όσους έλαβαν μέρος στη συνομωσία και τους αυλικούς κατυευθύνθηκε στη χρυσή αίθουσα του θρόνου, στο χρυσοτρικλίνιο, φόρεσε τα διακριτικά του αυτοκρατορικού αξιώματος και κάθισε στο θρόνο. Η είδηση της δολοφονίας είχε γίνει γνωστή, στρατιώτες είχαν καταλάβει επίκαιρες θέσεις για να αποτρέψουν αντεπανάσταση κάτι που όμως δεν χρειάστηκε. Εν τω μεταξύ τη χιονοθύελλα διαδέχτηκε μια πυκνή ομίχλη δημιουργώντας μια απόκοσμη ατμόσφαιρα. Το άψυχο κορμί του Φωκά κείτονταν στο έδαφος κάτω από το παράθυρο του δωματίου του βάφοντας κόκκινο το χιόνι. Υπηρέτες μάζεψαν το πτώμα και με ξύλινο φορείο το μετέφεραν στο βασιλικό νεκροταφείο των Αγίων Αποστόλων και χωρίς κηδεία το απόθεσαν σε μια μαρμάρινη σαρκοφάγο. Αυτό ήταν το μαρτυρικό τέλος του Νικηφόρου Φωκά, του αήττητου στρατηλάτη αυτοκράτορα, του ευσεβούς χριστιανού αλλά και του πλανημένου άνδρα από μια γυναίκα.
Ο νέος αυτοκράτορας θα προβεί σε άμεσες αντικαταστάσεις των συνεργατών του Φωκά, ώστε να αποτραπεί κάθε πιθανότητα εξέγερσης. Έτσι απέμενε η τελετή στέψης του, την οποία όμως ο Πολύευκτος δεν πραγματοποιούσε αν δεν ικανοποιούντο τρεις όροι… Αυτοί ήταν η άμεση ανάκληση των νόμων Φωκά για τον κλήρο, η εκδίωξη της Θεοφανούς, αλλά και να ανακαλύψει (!) ποιοι ήταν αυτοί που διέπραξαν το αποτρόπαιο έγκλημα.
Ο όρος που ικανοποίησε άμεσα ο Τσιμισκής ήταν η εκδίωξη της Θεοφανούς, που εξορίστηκε στα Πριγκιπόννησα. Αν και για το θέμα αυτό έχουν λεχθεί πολλά, εντούτοις είναι γεγονός ότι ο έξυπνος τρόπος που χειρίστηκαν το θέμα οι άλλοι, δεν του άφηνε και πολλά περιθώρια να πράξει διαφορετικά. Στη συνέχεια προέβη στην ανάκληση όλων των νόμων Φωκά, προχωρώντας με δική του πρωτοβουλία ακόμη περισσότερο, αφού θα μοιράσει μεγάλο μέρος της περιουσίας του σε κοινωφελείς οργανισμούς, θα παράσχει ατέλεια φόρου στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Αρμενία, ενώ θα μοιράσει και μέρος του κρατικού θησαυροφυλακίου σε αρκετό κόσμο…
Θεωρητικά το ακανθώδες πρόβλημα ήταν ο τρίτος όρος, που αναφερόταν στην τιμωρία των ενόχων, αλλά και γι΄αυτό βρέθηκε τελικά λύση… αφού ο Τσιμισκής θα κατηγορήσει ως υπεύθυνους δύο συνεργάτες του, τους Λέοντα Βαλάντη και Θεόδωρο (Ή Γυφτοθόδωρο για τον Ζωναρά), τους οποίους και εξόρισε. Τα άτομα αυτά συνετέλεσαν βέβαια στην δολοφονία Φωκά, αλλά δεν ήταν οι μόνοι ούτε και οι αρχηγοί της …
Ο πατριάρχης, για να απαλλάξει τον Ιωάννη από την ενοχή ανθρωποκτονίας και να μπορέσει να τον στέψει, προέβη σε ένα σοφιστικό τέχνασμα. Με συνοδική πράξη, ορίσθηκε η στέψη του αυτοκράτορα ισοδύναμη με το χρίσμα της βάφτισης και ικανή για εξάλειψη κάθε προηγούμενης αμαρτίας, συμπεριλαμβανομένου και του εγκλήματος φόνου. Οι διπλωματικές ισορροπίες είχαν βρεθεί και ο Πατριάρχης προχώρησε στη στέψη του νέου αυτοκράτορα ανήμερα των Χριστουγέννων του 969.
Η Θεοφανώ δε δέχτηκε στωικά την ατίμωσή της. Λίγους μήνες μετά, δραπέτευσε και ζήτησε άσυλο στην Αγία Σοφία. Ήλπιζε άραγε ότι ο Τσιμισκής, μόλις ξεπεραστούν οι δυσκολίες, θα την έπαιρνε ξανά δίπλα του; Το μόνο που κατάφερε ήταν να δει για τελευταία φορά τον άνθρωπο για τον οποίο θυσίασε τα πάντα αλλά κείνος την εγκατέλειψε. Η τελευταία συνάντηση ήταν εξαιρετικά βίαιη. Η Θεοφανώ έβρισε τον Τσιμισκή και μετά, μέσα σ΄ ένα παροξυσμό οργής, ρίχτηκε με γροθιές πάνω του. Χρειάστηκε να την απομακρύνουν δια της βίας από την αίθουσα των συνεδριάσεων. Αλλά ο παντοδύναμος υπουργός, ο παρακοιμώμενος Βασίλειος, κατόρθωσε να την εξορίσει στην Αρμενία.Η ζωή της είχε τελειώσει.
Εκεί παρέμεινε έξι χρόνια, ως τη μέρα του θανάτου του Τσιμισκή. Τότε, το 976, ανακλήθηκε στην Πόλη, κοντά στους γιους της που είχαν γίνει κάτοχοι της υπέρτατης εξουσίας. Αλλά είτε γιατί η υπερηφάνεια της είχε τσακίσει και η φιλοδοξία της είχε σβήσει, ή πράγμα που είναι και το πιθανότερο, γιατί ο παντοδύναμος παρακοιμώμενος Βασίλειος είχε θέσει αυτόν το όρο κατά την επιστροφή της, φαίνεται ότι δεν έπαιξε πια κανένα ρόλο στο κράτος. Πέθανε στο παλάτι με άγνωστο τρόπο, δεν ξέρουμε καν πότε, και έτσι ως το τέλος το πεπρωμένο αυτής της φιλόδοξης, γοητευτικής και διεστραμμένης πριγκίπισσας διατηρεί κάτι το αινιγματικό και μυστηριώδες.
Το Νοέμβριο του 970, ο Τσιμισκής παντρεύτηκε τη Θεοδώρα, μία από τις πέντε αδερφές του Ρωμανού Β΄ που είχε εγκλειστεί σε μοναστήρι από τη Θεοφανώ. Ο Ιωάννης Τσιμισκής αρρώστησε στην Αντιόχεια και στις 10 Ιανουαρίου του 976, πέθανε στην Κωνσταντινούπολη. Ο πρόωρος θάνατος του Τσιμισκή αποδίδεται από ορισμένους συγγραφείς σε δηλητηρίαση από υπηρέτη του αυτοκράτορα, ο οποίος δωροδοκήθηκε από τον Βασίλειο Λεκαπηνό. Ο τελευταίος είχε πληροφορηθεί δυσμενή σχόλια του αυτοκράτορα για τη μεγάλη και παράνομη αύξηση της περιουσίας του και θέλησε να προλάβει την αντίδρασή του. Υπάρχει και η άποψη ότι ο αυτοκράτορας δηλητηριάσθηκε από την αδερφή της Θεοφανώς, προφανώς για να εκδικηθεί τη συμπεριφορά του προς την πρώην ερωμένη του. Το σώμα του Ιωάννη Τζιμισκή τοποθετήθηκε στο ναό του Σωτήρος στη Χαλκή Πύλη,που ο ίδιος ο αυτοκράτορας είχε ανακαινίσει.
Η πολιτική και ο χαρακτήρας καθιστούσαν τον Νικηφόρο Φωκά αντιδημοφιλή, όμως ο Λέων Διάκονος που εξιστορεί την ιστορία του, είναι κατηγορηματικός, ότι αν η ζηλόφθονη τύχη δεν τον απήγαγε από την ζωή, θα προσέφερε στεφάνια δόξας στην ηγεμονία των Ρωμαίων τέτοια που δεν είχαν γνωρίσει ποτέ.
Παρά τό φιλομόναχο πνεῦμα του ὁ Νικηφόρος ὡς αὐτοκράτωρ ἐτάχθη κατά τῆς ἱδρύσεως πολλῶν Μονῶν μέσα στίς πόλεις καί εὐνόησε τήν ἵδρυση Μονῶν στήν ὕπαιθρο. Ἡ ἐξύμνηση τοῦ ἤθους τοῦ Φωκᾶ ἀπό τόν Ἀγιο Ἀθανάσιο καί ἡ συγκίνηση γιά τό μαρτυρικό του τέλος ὁδήγησαν τόν ἁγιογράφο τοῦ Καθολικοῦ τῆς Λαύρας νά παραστήσει τόν Νικηφόρο μέ φωτοστέφανο Ἁγίου καί νά κρατεῖ στά χέρια του τό Χρυσόβουλλο-ἐπίσημο διάταγμα-μέ τό ὁποῖο δίδει χρηματική δωρεά γιά τήν ἀνέγερση τῆς Λαύρας. Το στέμμα του, το ευαγγέλιό του, το αυτοκρατορικό σκήπτρο του, ο βασιλικός σάκκος του και άλλα πολλά βρίσκονται στο μοναστήρι του Γέροντά του, Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη. Η έντονη θρησκευτικότητά του και το τραγικό τέλος του συνετέλεσαν, ώστε μοναχοί του Αγίου Όρους να τον ανακηρύξουν μάρτυρα και η μνήμη του να τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου.
Ὅποιος ἐπισκέπτεται σήμερα τό Ἅγιον Ὄρος καί πολύ περισσότερο τήν ἀρχαιοτέρα Μονή, δηλ. τήν Μεγίστη Λαύρα, ἄς ἀνάβει ἕνα κερί ἐπικαλούμενος τήν βοήθεια τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου καί ἕνα ἄλλο κερί γιά νά ἀναπαυθεῖ ἡ ψυχή τοῦ ἐνδόξου καί εὐλαβοῦς αὐτοκράτορος Νικηφόρου Φωκᾶ. Ἡ Θεία Πρόνοια εὐδόκησε νά ἔχουμε τήν συνεργασία τῶν δύο αὐτῶν μορφῶν τῆς Ρωμηοσύνης γιά νά ἱδρυθεῖ καί νά ἀνθήσει ἡ ὀργανωμένη μοναστική κοινότητα τοῦ Ἄθωνος.
Και γιά ἐκείνους πού διερωτῶνται ἄν ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί πρέπει νά ἀσχολούμεθα καί μέ τά ζητήματα τοῦ ἔθνους καί τῆς πατρίδος θυμίζω ὅτι ἡ Παναγία εὐλόγησε τήν ἵδρυση τοῦ πρώτου Ἀθωνικοῦ μοναστηριοῦ ἀπό τόν Ἄθανάσιο, ὁ ὁποῖος μόλις εἶχε γυρίσει ἀπό τήν ἀπελευθερωμένη Κρήτη. Ἕνας μοναχός, πού προσηύχετο γιά νά ἐνισχυθεῖ ὁ Νικηφόρος καί ὁ στρατός του κατά τῶν Σαρακηνῶν, ἔλαβε τήν μεγάλη εὐλογία ἀπό τήν Ὑπέρμαχο Στρατηγό τοῦ Γένους νά οἰκοδομήσει τό πρῶτο Ἀγορείτικο μοναστῆρι καί νά καταγράψει τίς ἀρχές πού διέπουν τά ἀθωνικά κοινόβια.
Ἄς εὐχηθοῦμε ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος νά πρεσβεύει ὑπέρ τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τῶν εὐλαβῶν προσκυνητῶν του. Ἐπίσης ἄς προσευχηθοῦμε ὁ Ἐλληνορθόδοξος λαός μας νά βρεῖ καί σήμερα κυβερνῆτες μέ πίστη καί πατριωτισμό, ὅπως ὁ ἀοίδιμος Νικηφόρος Φωκᾶς.
Επιμέλεια κειμένου Χώρα Του Αχωρήτου
σχόλιο Γ.Θ : Με αφορμή τέτοια ιστορικά περιστατικά η ζηλόφθονη μεσαιωνική Δύση κατασυκοφάντησε το Βυζάντιο λες και αυτοί στα δικά τους βασίλεια δεν είχαν τέτοιες και χειρότερες ιστορίες.
Το Βυζάντιο δεν ήταν ένας επίγειος Παράδεισος. Έγιναν και λάθη. Εν τούτοις ήταν ότι τελειότερο δημιούργησε η ανθρώπινη ιστορία, έως τώρα, σε πολιτειακή λειτουργία, όχι λόγο πολιτικού συστήματος, αλλά λόγο Αγιότητος
Πηγές:
http://yiorgosthalassis.blogspot.gr/2017/09/blog-post_182.html
http://www.mixanitouxronou.gr/nikiforos-fokas-o-aftokratoras-pou-ston-tafo-tou-egrapsan-tin-alithia-tous-nikise-olous-ektos-apo-mia-gineka/
http://www.pronews.gr/istoria/555761_nikiforos-fokas-o-askitis-aytokratoras-toy-vyzantioy-apo-tin-kappadokia-foto
http://provocateur.gr/out-about/14539/byzantio-h-aytokratoria-twn-eynoyxwn-meros-2o
http://ektimotheou.blogspot.gr/2013/07/blog-post.html
http://yiorgosthalassis.blogspot.gr/2017/09/blog-post_182.html
http://www.mixanitouxronou.gr/nikiforos-fokas-o-aftokratoras-pou-ston-tafo-tou-egrapsan-tin-alithia-tous-nikise-olous-ektos-apo-mia-gineka/
http://www.pronews.gr/istoria/555761_nikiforos-fokas-o-askitis-aytokratoras-toy-vyzantioy-apo-tin-kappadokia-foto
http://provocateur.gr/out-about/14539/byzantio-h-aytokratoria-twn-eynoyxwn-meros-2o
http://ektimotheou.blogspot.gr/2013/07/blog-post.html
http://vizantinaistorika.blogspot.gr/2013/12/blog-post.html
https://www.impantokratoros.gr/2A615722.el.aspx
https://www.sansimera.gr/biographies/317
https://orinosaxotis.blogspot.gr/2014/03/blog-post_26.htmlhttp://www.mixanitouxronou.gr/i-aftokratira-theofano-pou-tin-katigorisan-oti-dolofonise-tris-aftokratores/
http://ikee.lib.auth.gr/record/131381/files/GRI-2013-10124.pdf, ΜΑΡΙΑ ΤΣΙΡΚΟΥ
https://el.wikipedia.org/wiki/Θεοφανώ_(10ος_αιώνας)
Το κείμενο αναδημοσιεύεται με τη σύμφωνη γνώμη της διαχειριστικής ομάδας της σελίδας Χώρα Του Αχωρήτου, την οποία απαιτεί οποιαδήποτε περαιτέρω αναδημοσίευση του.
http://choratouaxoritou.gr/?p=57882
https://www.impantokratoros.gr/2A615722.el.aspx
https://www.sansimera.gr/biographies/317
https://orinosaxotis.blogspot.gr/2014/03/blog-post_26.htmlhttp://www.mixanitouxronou.gr/i-aftokratira-theofano-pou-tin-katigorisan-oti-dolofonise-tris-aftokratores/
http://ikee.lib.auth.gr/record/131381/files/GRI-2013-10124.pdf, ΜΑΡΙΑ ΤΣΙΡΚΟΥ
https://el.wikipedia.org/wiki/Θεοφανώ_(10ος_αιώνας)
Το κείμενο αναδημοσιεύεται με τη σύμφωνη γνώμη της διαχειριστικής ομάδας της σελίδας Χώρα Του Αχωρήτου, την οποία απαιτεί οποιαδήποτε περαιτέρω αναδημοσίευση του.
http://choratouaxoritou.gr/?p=57882