Ἡ πραγματεία – ἐπιστολὴ γράφτηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ὅταν βρισκόταν πρὸς τὴν Δύση τῆς ζωῆς του. (335 – 395). Στάλθηκε στὸν Ἁρμόνιο καὶ ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, οἱ συζητήσεις καὶ οἱ ἐπιστολὲς εἶναι ἀσκήσεις γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ γύμνασμα γιὰ τὴν θεοσέβεια. Ἡ παροῦσα ἐπιστολὴ ἀποτελεῖ ἀπόσταγμα τῆς ἁγιασμένης ζωῆς καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ἐμπειρίας του. Σύμφωνα μὲ τὸν πρωτοπρεσβύτερο πατέρα Γεώργιο Φλορόφσκυ κατατάσεται στὴν κατηγορία: «Ἀσκητικὰ καὶ Ἠθικὰ ἔργα» (Βιβλίο: Οἱ Βυζαντινοὶ Πατέρες, μετάφραση ἀπὸ τὸν Πάλλη).
Τὸ πρῶτο θέμα ποὺ ἐπισημαίνει εἶναι ὅτι πολλοὶ ποὺ φέρουν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ, τὸ φέρουν ὡς προσωπεῖο, ἐνῶ ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε στὴν πολιτεία μας ὅ,τι δηλώνει τὸ...
ὄνομά μας.
Παράδειγμα πιθήκου:
Κάποιος θεατρίνος σὲ ἕνα θέατρο πῆρε ἕναν πίθηκο, τοῦ φόρεσε στολὴ καὶ προσωπεῖο, τοῦ ἔμαθε χοροὺς κλπ καὶ διασκέδαζε τὸν κόσμο. Ὅλοι νόμιζαν ὅτι ὁ πίθηκος ἦταν ἄνθρωπος. Ὅταν κάποιος ὅμως ἔριξε στὸ μέρους ὅπου χόρευε ὁ πίθηκος ἕνα εἶδος τροφῆς, ὁ πίθηκος ἀμέσως ξέχασε τοὺς χοροὺς καὶ ἔτρεξε στὸ φαγητό. Καὶ γιὰ νὰ τρώει καλύτερα, ἔσκισε καὶ τὴν μάσκα (προσωπεῖο) ἀποκαλύπτοντας στὸν κόσμο ποιὸς πραγματικὰ ἦταν.
Ὅσοι δὲν διαμόρφωσαν ἀληθινὰ τὸν ἑαυτό τους μὲ τὴν Πίστη, θὰ ἀποκαλυφθοῦν εὔκολα μὲ τὰ δολώματα τοῦ διαβόλου, πὼς εἶναι κάτι ἄλλο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ λένε. (Δολώματα διαβόλου: κενοδοξία, τιμές, φιλοχρηματία, φιληδονία.)
Στὴ συνέχεια ὑποστηρίζει ὅτι μὲ τὴν Ἁγία Γραφή, συμπεραίνουμε ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ ὅλα τὰ ὀνόματα, διότι προέρχεται ἡ ὀνομασία του ἀπὸ τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως δηλαδὴ ὁ βασιλιὰς Χριστὸς κατέχει τὶς ἀρετὲς καὶ εἶναι ὁ ἴδιος ἀρετή, ἔτσι κι ἐμεῖς ἀποκτοῦμε τὸ ἴδιο ὄνομα μὲ Αὐτὸν διὰ τῆς Πίστεως. Πρέπει νὰ ἔχουμε ὁμωνυμία μὲ ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Χριστός.
Ἐπίσης, ἂν κάποιος ὑποκριθεῖ τὸν Χριστιανὸ καὶ στὴ ζωή του δὲν ζεῖ χριστιανικά, ψεύδεται καὶ φοράει προσωπεῖο σὰν τὸν πίθηκο. Εἶναι ἀσυμβίβαστο νὰ ὀνομαζόμαστε Χριστιανοὶ κατ΄ ὄνομα καὶ νὰ μὴν τὸ ἀποδεικνύουμε ἔμπρακτα. Διότι, χριστιανισμὸς εἶναι «μίμησις θείας φύσεως», καὶ σκοπὸς τοῦ χριστιανισμοῦ εἶναι νὰ ἐπανέλθει ὁ ἄνθρωπος στὴν ἀρχαία καλοτυχία.
Ἐπισημαίνει μάλιστα ὁ ἱερὸς πατὴρ ὅτι ἡ ἀσυμφωνία ὀνόματος καὶ βίου δὲν εἶναι μόνο ἀσυμβίβαστη, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἐπικίνδυνη, ἐπειδὴ γίνεται ἀφορμὴ νὰ κατηγορεῖται ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τοὺς ἀπίστους.
Παράδειγμα ζωγράφου:
Κάποιος βασιλιὰς ἀνέθεσε σὲ ἕναν ὁ ὁποῖος ὑποστήριζε ὅτι γνωρίζει τὴν τέχνη τῆς ζωγραφικῆς καλά, νὰ ζωγραφίσει τὸ πορτρέτο τῆς βασίλισας. Ὁ ζωγράφος ἒφτιαξε μία ζωγραφιὰ διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Ἀλήθεια, ὁ βασιλιὰς δὲν θὰ ἀγανακτήσει μὲ τὸ ἔργο τοῦ ζωγράφου ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔχουν δεῖ ποτὲ τὴν βασίλισα καὶ θὰ δοῦν τὸ πορτρέτο, θὰ ἔχουν ἄλλη ἐντύπωση;
Δηλαδή, ἂν ὁ Χριστιανὸς ἔχει ἀγαθὸ βίο, προβάλλει στοὺς ἀκατήχητους ἕναν ἀγαθὸ Θεό. Ἀντιθέτως, ἂν ὁ Χριστιανὸς εἶναι ἐμπαθὴς καὶ θηριόμορφος, γίνεται ἀφορμὴ μὲ τὴν ἰδιωτική του ζωή, νὰ κατηγορηθεῖ ὁ Θεὸς μεταξὺ τῶν ἀπίστων. Καὶ συμπληρώνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀναφέρει ἀπειλὲς σὲ ὅσους γίνονται αἰτία νὰ βλασφημεῖται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.
Σὲ ἐρώτηση ποὺ ἔθεσε ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Γρηγόριος (ὅπως ἀναφέρει στὴν ἀρχὴ τῆς ἐπιστολῆς ὅτι: «ἐπειδὴ ὅμως ἡ ζωὴ μᾶς ὑποχρεώνει νὰ μὴν εἴμαστε σωματικὰ ὁ ἕνας κοντὰ στὸν ἄλλο.. ὑποδύομαι καὶ τὸ πρόσωπό σου (Ἁρμόνιος), ὅταν ἀνακύψει κάποια ἀντίρρηση κατὰ τοῦ λόγου μου»), “πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξομοιωθεῖ ἡ ἀνθρώπινη μὲ τὴ θεϊκὴ φύση”, ἀπάντησε ὅτι δὲν συγκρίνουμε τὶς δύο φύσεις, ἁπλῶς μιμοῦστε τὶς ἀγαθὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. (Ἀγαθὲς ἐνέργειες: ἀποφυγὴ τῆς κακίας καὶ τοῦ μολυσμοῦ ὄχι μόνο στὴν πράξη ἀλλὰ σὲ λόγο καὶ σκέψη).
Τέλος, ὁ μεγάλος διδάσκολος τῆς Ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς, ἐξηγεῖ τὸ πῶς δὲν ἀλλοτριώνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἀλλοτρίωση λοιπὸν δὲν ἐπέρχεται μὲ τὸ νὰ μένουμε καθαροὶ ἀπὸ τὰ γήινα πάθη, μὲ τὴν προαίρεσή μας καὶ μὲ τὸ νὰ ἔχουμε τὸ νοῦ μας, στὰ οὐράνια ἀγαθά. Ὅταν δηλαδὴ ἡ καρδιὰ δὲν συγκατατίθεται στὴν ἁμαρτία καὶ δὲν τὴν πράττει, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐμπιστευόμαστε καὶ ἐναποθέτουμε τὴν ζωή μας στὸ οὐράνιο θησαυροφυλάκιο. Ἂν θησαυρίζουμε στοὺς οὐρανούς, οὔτε κλέπτες, οὔτε σκόρος, οὔτε σκουριά, οὔτε κακία μπορεῖ νὰ φθείρει τὴν θεία μακαριότητα. (Στὰ θεία θησαυροφυλάκια, θὰ λάβουμε ἀσύλλυπτα καὶ ἀνεξήγητα, ποὺ κανένα μάτι, αὐτὶ καὶ καρδιὰ ἀνθρώπου δὲν γνώρισε).
Σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ἀποτελεῖ τιμὴ πρὸς τὸν ἄνθρωπο τὸ ὄνομα Χριστιανός. Ὅμως, ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὸ «φέρει», ἔχει μεγάλη εὐθύνη, διότι εἶναι τὸ ἀνώτερο ὄνομα καὶ ἀξίωμα. Καὶ ἐγκυμονεῖ μεγάλη ἐπικινδυνότητα νὰ τὸ «φέρουμε» ἀναξίως.
Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ Ἅγιος Γρηγόριος:
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης συμμετεῖχε σὲ διάφορες συνόδους (ὅπως π.χ. ἡ σύνοδος τῆς Ἀντιόχειας τὸ 379 μ.Χ.). Ἔτσι, ἔλαβε μέρος καὶ στὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὴν ὁποία συγκάλεσε ὁ Μέγας Θεοδόσιος στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 381 μ.Χ. Στὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἐπικράτησε ἡ θεολογία τοῦ ἀδελφοῦ του Μεγάλου Βασιλείου, ποὺ εἴχει κοιμηθεῖ πρὶν 2 χρόνια. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀποδείχτηκε ὁ θεολογικὸς ἐκφραστὴς τῆς συνόδου. Στὴν σύνοδο διάβασε κείμενα τοῦ Μ. Βασιλείου ἐναντίον τοῦ Εὐνομίου. Ἡ Β΄ Σύνοδος ἀναγνωρίστηκε ὡς Οἰκουμενικὴ ἀπὸ τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ στὴν Χαλκηδόνα τὸ 451 μ.Χ.
Ἡ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, καταδίκασε τὸν Ἀπολινάριο, τὸν Εὐνόμιο, τὸν Μακεδόνιο καὶ τὶς διδασκαλίες του. Ἔδωσε τὴν τελικὴ μορφὴ στὸ Σύμβολο τῆς Νικαίας, καθὼς τὸ ἀναγνώρισε καὶ πρόσθεσε ἄλλα πέντε δογματικὰ ἄρθρα. Οἱ ἐργασίες της ἔληξαν στὶς 30 Ἰουλίου 381 μ.Χ. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ὁρίστηκε μαζὶ μὲ ἄλλους δύο, ὡς πρότυπο πίστεως γιὰ τοὺς ἐπισκόπους τοῦ Πόντου.
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2017/02/blog-post_51.html
Τὸ πρῶτο θέμα ποὺ ἐπισημαίνει εἶναι ὅτι πολλοὶ ποὺ φέρουν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ, τὸ φέρουν ὡς προσωπεῖο, ἐνῶ ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε στὴν πολιτεία μας ὅ,τι δηλώνει τὸ...
ὄνομά μας.
Παράδειγμα πιθήκου:
Κάποιος θεατρίνος σὲ ἕνα θέατρο πῆρε ἕναν πίθηκο, τοῦ φόρεσε στολὴ καὶ προσωπεῖο, τοῦ ἔμαθε χοροὺς κλπ καὶ διασκέδαζε τὸν κόσμο. Ὅλοι νόμιζαν ὅτι ὁ πίθηκος ἦταν ἄνθρωπος. Ὅταν κάποιος ὅμως ἔριξε στὸ μέρους ὅπου χόρευε ὁ πίθηκος ἕνα εἶδος τροφῆς, ὁ πίθηκος ἀμέσως ξέχασε τοὺς χοροὺς καὶ ἔτρεξε στὸ φαγητό. Καὶ γιὰ νὰ τρώει καλύτερα, ἔσκισε καὶ τὴν μάσκα (προσωπεῖο) ἀποκαλύπτοντας στὸν κόσμο ποιὸς πραγματικὰ ἦταν.
Ὅσοι δὲν διαμόρφωσαν ἀληθινὰ τὸν ἑαυτό τους μὲ τὴν Πίστη, θὰ ἀποκαλυφθοῦν εὔκολα μὲ τὰ δολώματα τοῦ διαβόλου, πὼς εἶναι κάτι ἄλλο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ λένε. (Δολώματα διαβόλου: κενοδοξία, τιμές, φιλοχρηματία, φιληδονία.)
Στὴ συνέχεια ὑποστηρίζει ὅτι μὲ τὴν Ἁγία Γραφή, συμπεραίνουμε ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ ὅλα τὰ ὀνόματα, διότι προέρχεται ἡ ὀνομασία του ἀπὸ τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως δηλαδὴ ὁ βασιλιὰς Χριστὸς κατέχει τὶς ἀρετὲς καὶ εἶναι ὁ ἴδιος ἀρετή, ἔτσι κι ἐμεῖς ἀποκτοῦμε τὸ ἴδιο ὄνομα μὲ Αὐτὸν διὰ τῆς Πίστεως. Πρέπει νὰ ἔχουμε ὁμωνυμία μὲ ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Χριστός.
Ἐπίσης, ἂν κάποιος ὑποκριθεῖ τὸν Χριστιανὸ καὶ στὴ ζωή του δὲν ζεῖ χριστιανικά, ψεύδεται καὶ φοράει προσωπεῖο σὰν τὸν πίθηκο. Εἶναι ἀσυμβίβαστο νὰ ὀνομαζόμαστε Χριστιανοὶ κατ΄ ὄνομα καὶ νὰ μὴν τὸ ἀποδεικνύουμε ἔμπρακτα. Διότι, χριστιανισμὸς εἶναι «μίμησις θείας φύσεως», καὶ σκοπὸς τοῦ χριστιανισμοῦ εἶναι νὰ ἐπανέλθει ὁ ἄνθρωπος στὴν ἀρχαία καλοτυχία.
Ἐπισημαίνει μάλιστα ὁ ἱερὸς πατὴρ ὅτι ἡ ἀσυμφωνία ὀνόματος καὶ βίου δὲν εἶναι μόνο ἀσυμβίβαστη, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἐπικίνδυνη, ἐπειδὴ γίνεται ἀφορμὴ νὰ κατηγορεῖται ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τοὺς ἀπίστους.
Παράδειγμα ζωγράφου:
Κάποιος βασιλιὰς ἀνέθεσε σὲ ἕναν ὁ ὁποῖος ὑποστήριζε ὅτι γνωρίζει τὴν τέχνη τῆς ζωγραφικῆς καλά, νὰ ζωγραφίσει τὸ πορτρέτο τῆς βασίλισας. Ὁ ζωγράφος ἒφτιαξε μία ζωγραφιὰ διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Ἀλήθεια, ὁ βασιλιὰς δὲν θὰ ἀγανακτήσει μὲ τὸ ἔργο τοῦ ζωγράφου ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔχουν δεῖ ποτὲ τὴν βασίλισα καὶ θὰ δοῦν τὸ πορτρέτο, θὰ ἔχουν ἄλλη ἐντύπωση;
Δηλαδή, ἂν ὁ Χριστιανὸς ἔχει ἀγαθὸ βίο, προβάλλει στοὺς ἀκατήχητους ἕναν ἀγαθὸ Θεό. Ἀντιθέτως, ἂν ὁ Χριστιανὸς εἶναι ἐμπαθὴς καὶ θηριόμορφος, γίνεται ἀφορμὴ μὲ τὴν ἰδιωτική του ζωή, νὰ κατηγορηθεῖ ὁ Θεὸς μεταξὺ τῶν ἀπίστων. Καὶ συμπληρώνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀναφέρει ἀπειλὲς σὲ ὅσους γίνονται αἰτία νὰ βλασφημεῖται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.
Σὲ ἐρώτηση ποὺ ἔθεσε ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Γρηγόριος (ὅπως ἀναφέρει στὴν ἀρχὴ τῆς ἐπιστολῆς ὅτι: «ἐπειδὴ ὅμως ἡ ζωὴ μᾶς ὑποχρεώνει νὰ μὴν εἴμαστε σωματικὰ ὁ ἕνας κοντὰ στὸν ἄλλο.. ὑποδύομαι καὶ τὸ πρόσωπό σου (Ἁρμόνιος), ὅταν ἀνακύψει κάποια ἀντίρρηση κατὰ τοῦ λόγου μου»), “πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξομοιωθεῖ ἡ ἀνθρώπινη μὲ τὴ θεϊκὴ φύση”, ἀπάντησε ὅτι δὲν συγκρίνουμε τὶς δύο φύσεις, ἁπλῶς μιμοῦστε τὶς ἀγαθὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. (Ἀγαθὲς ἐνέργειες: ἀποφυγὴ τῆς κακίας καὶ τοῦ μολυσμοῦ ὄχι μόνο στὴν πράξη ἀλλὰ σὲ λόγο καὶ σκέψη).
Τέλος, ὁ μεγάλος διδάσκολος τῆς Ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς, ἐξηγεῖ τὸ πῶς δὲν ἀλλοτριώνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἀλλοτρίωση λοιπὸν δὲν ἐπέρχεται μὲ τὸ νὰ μένουμε καθαροὶ ἀπὸ τὰ γήινα πάθη, μὲ τὴν προαίρεσή μας καὶ μὲ τὸ νὰ ἔχουμε τὸ νοῦ μας, στὰ οὐράνια ἀγαθά. Ὅταν δηλαδὴ ἡ καρδιὰ δὲν συγκατατίθεται στὴν ἁμαρτία καὶ δὲν τὴν πράττει, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐμπιστευόμαστε καὶ ἐναποθέτουμε τὴν ζωή μας στὸ οὐράνιο θησαυροφυλάκιο. Ἂν θησαυρίζουμε στοὺς οὐρανούς, οὔτε κλέπτες, οὔτε σκόρος, οὔτε σκουριά, οὔτε κακία μπορεῖ νὰ φθείρει τὴν θεία μακαριότητα. (Στὰ θεία θησαυροφυλάκια, θὰ λάβουμε ἀσύλλυπτα καὶ ἀνεξήγητα, ποὺ κανένα μάτι, αὐτὶ καὶ καρδιὰ ἀνθρώπου δὲν γνώρισε).
Σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ἀποτελεῖ τιμὴ πρὸς τὸν ἄνθρωπο τὸ ὄνομα Χριστιανός. Ὅμως, ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὸ «φέρει», ἔχει μεγάλη εὐθύνη, διότι εἶναι τὸ ἀνώτερο ὄνομα καὶ ἀξίωμα. Καὶ ἐγκυμονεῖ μεγάλη ἐπικινδυνότητα νὰ τὸ «φέρουμε» ἀναξίως.
Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ Ἅγιος Γρηγόριος:
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης συμμετεῖχε σὲ διάφορες συνόδους (ὅπως π.χ. ἡ σύνοδος τῆς Ἀντιόχειας τὸ 379 μ.Χ.). Ἔτσι, ἔλαβε μέρος καὶ στὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὴν ὁποία συγκάλεσε ὁ Μέγας Θεοδόσιος στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 381 μ.Χ. Στὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἐπικράτησε ἡ θεολογία τοῦ ἀδελφοῦ του Μεγάλου Βασιλείου, ποὺ εἴχει κοιμηθεῖ πρὶν 2 χρόνια. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀποδείχτηκε ὁ θεολογικὸς ἐκφραστὴς τῆς συνόδου. Στὴν σύνοδο διάβασε κείμενα τοῦ Μ. Βασιλείου ἐναντίον τοῦ Εὐνομίου. Ἡ Β΄ Σύνοδος ἀναγνωρίστηκε ὡς Οἰκουμενικὴ ἀπὸ τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ στὴν Χαλκηδόνα τὸ 451 μ.Χ.
Ἡ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, καταδίκασε τὸν Ἀπολινάριο, τὸν Εὐνόμιο, τὸν Μακεδόνιο καὶ τὶς διδασκαλίες του. Ἔδωσε τὴν τελικὴ μορφὴ στὸ Σύμβολο τῆς Νικαίας, καθὼς τὸ ἀναγνώρισε καὶ πρόσθεσε ἄλλα πέντε δογματικὰ ἄρθρα. Οἱ ἐργασίες της ἔληξαν στὶς 30 Ἰουλίου 381 μ.Χ. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ὁρίστηκε μαζὶ μὲ ἄλλους δύο, ὡς πρότυπο πίστεως γιὰ τοὺς ἐπισκόπους τοῦ Πόντου.
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2017/02/blog-post_51.html