Προσφάτως ἐκδόθηκε ἡ ἱστορικο-γλωσσική μελέτη τοῦ κ. Κώστα Β. Καραστάθη «Ἀρβανίτες – Ἀπόγονοι Μινωιτῶν Κρητῶν» ἀπό τίς ἐκδόσεις «Ἰνφογνώμων». Παραθέτουμε ἕνα ἀπό τά πολλά ἐπιχειρήματα, μέ τά ὁποῖα ὁ κ. Καραστάθης ἑδραιώνει τήν ἱστορική θέση του. Γιά τήν κατανόηση τοῦ κειμένου ἀναφέρουμε ὅτι Κρῆτες τῆς Μινωικῆς ἐποχῆς ἵδρυσαν στήν Κάτω Ἰταλία τήν ἀποικία Ἰ α π υ γ ί α καί ὅτι μέρος αὐτῶν, ὁδοιπορώντας ὁλόγυρα στίς ἀκτές τῆς Ἀδριατικῆς δημιούργησαν νέα ἀποικία στή Νότια Ἰλλυρία. Τούς Ἰάπυγες αὐτούς οἱ γείτονές τους Ἰλλυριοί ὀνόμασαν Λιάπηδες, ἐνῶ οἱ ἴδιοι ἔδωσαν στή νέα πατρίδα τους τήν ὀνομασία Ἄ ρ β ω ν (πού μέ τήν πάρδο τοῦ χρόνου ἐξελίχθηκε σέ Ἄ ρ β α ν ο ν , ἐνῶ οἱ ἴδιοι αὐτοαποκλήθηκαν Ἀ ρ β α ν ί τ ε ς.
Ὁ Στέφανος ὁ Βυζάντιος παρέχει πληροφορία τοῦ Ἑκαταίου (6ος αἰώνας π. Χ.) ὡς ἑξῆς: «Ἰαπυγία: δύο πόλεις, μία ἐν τῇ Ἰταλίᾳ καί ἑτέρα ἐν τῇ Ἰλλυρίδι, ὡς Ἑκαταῖος ὁ Μιλήσιος. Τό ἐθνικόν Ἰάπυξ καί Ἰαπύγιος καί Ἰαπυγία».[i]. Οἱ ἀρχαῖοι ἱστορικοί, κάνοντας λόγο γιά μετανάστευση Ἰαπύγων Κρητῶν στή Μακεδονία, εἴτε ἀγνοοῦν, εἴτε θεωροῦν περιττό νά διευκρινίσουν ὅτι μέρος αὐτῶν βρέθηκαν στή Νότια Ἰλλυρία καί στά παράλια κοντά στά Κεραύνια, περιοχές, οἱ ὁποῖες λογίζονταν ὡς Μακεδονία, σύμφωνα μέ τίς ἀναφορές πολλῶν ἀρχαίων συγγραφέων. Δέν ἀποκλείεται διόλου ὅτι οἱ ἔποικοι Ἰάπυγες τῆς Ἠπείρου καί τῆς Νότιας Ἰλλυρίας ἦσαν τμῆμα ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι, κατά τούς ἱστορικούς Κόνωνα καί Στράβωνα, ἐπαναστάτησαν καί διώχτηκαν ἀπό τήν Ἰαπυγία. Οἱ Ἰάπυγες αὐτοί, ὁδοιπορώντας γύρω ἀπό τήν Ἀδριατική, ἔφθασαν στή Λιβουρνία (ἀκτές τῆς σημερινῆς Κροατίας). Στήν περιοχή αὐτή, κατά τόν γεωγράφο Πτολεμαῖο ὑπῆρξαν τρεῖς νησίδες μέ δύο πόλεις ἡ καθεμιά,[ii] καί γεννᾶται τό ἐρώτημα μήπως οἱ πόλεις αὐτές μέ τά ἑλληνικἀ ὀνόματα ἱδρύθηκαν ἀπό τούς κάποιους Ἰάπυγες ἐποίκους.
. Στή νησίδα Σκαρδώνα ἀναφέρει ὁ Πλίνιος τήν ὕπαρξη τῆς πόλης Arba[iii]. Γιά τήν πόλη A r b a ἔχει γίνει πολύς λόγος ἀπό τούς ἱστορικούς. Ἄλλοι ἐτυμολογοῦν τή λέξη ἀπό τήν ἀλβανική λέξη arbë (στά ἀρχαιότατα Ἀρβανίτικα bαρë), πού σημαίνει χορτάρι ἤ τή λατινική arbor, -oris (δέντρο, ἱστός, ναῦς κλπ.). Καί ὁ Κοσμᾶς ὁ Θεσπρωτός ἀναζητάει τήν προέλευση τοῦ ὅρου ἀπό τό ἀλβανικό arbα (=χορτάρι), ἤ ἀπό τήν παλαιά Ἀμαντία στά βορινά τῆς Χιμάρας Ἄρμπερ,[iv] ἤ τό ἰταλικό alberi (δέντρο), δηλαδή τόπο δεντρώδη.[v] Kαί ὁ Π. Φουρίκης, ἐπιχειρεῖ νά συσχετίσει τή λέξη Ἄρβανον μέ τήν ἰλλυριοαλβανική λέξη arbë, «ἐκ τοῦ πληθυντικοῦ Arbëna, τό ὁποῖον κατά τούς βυζαντινούς χρόνους, ὑπό τῶν Ἑλλήνων μετεβλήθη εἰς Ἄρβανα καί, μετ’ ἀλλαγήν τοῦ ἀριθμοῦ, εἰς Ἄρβανον…», ἀλλά λησμονεῖ ὅτι προγενέστερος τύπος τοῦ Ἄρβανον, τοὐλάχιστον μέχρι τόν 4ο αἰώνα π. Χ., πού τό ἀναφέρει ὁ Πολύβιος γιά τούς πολιορκητές τῆς Ἴσσας, ἦταν Ἄρβων, («ἔφυγον εἰς τόν Ἄρβωνα σκεδασθέντες»[vi].
. Ὁ Φαλμεράϋερ, πιστεύοντας ὅτι οἱ Ἀλβανοί ἦλθαν ἀπό τόν Καύκασο, προσπαθεῖ νά βρεῖ κοινά τοπωνύμια σέ Ἀλβανία καί Καύκασο, τά ὁποῖα φανερώνουν πανάρχαιη συγγένεια τῶν δύο ὁμωνύμων φύλων, «τῶν ἐν τῇ Ἠπείρῳ καί Ἰλλυρίᾳ Ἀλβανῶν ἤ Ἀρβανιτῶν ἤ Ἀρβέρων πρός τούς ἐν Καυκάσῳ Ἀλβανούς καί τούς Ἄρβιας», πού ἀναφέρει ὁ Στράβων»: [vii] «Οἰκοῦσι δέ Ἄρβιες πρῶτον, ὁμώνυμοι τῷ ποταμῷ Ἄρβει τῷ ὁρίζοντι αὐτούς ἀπό τῶν ἑξῆς Ὠριτῶν, ὅσων χιλίων σταδίων ἔχοντες παραλίαν, ὥς φησι Νέαρχος: Ἰνδῶν δ’ ἐστί μερίς καί αὕτη: εἶτ’ Ὠρῖται ἔθνος αὐτόνομον…»[viii] Διέλαθε τῆς προσοχῆς τοῦ Φαλμεράϋερ ὅτι ἄλλοι Ἄ ρ β ι ο ι προϋπῆρξαν πολλούς αἰῶνες πρίν ἀπό τούς Καυκάσιους Ἄρβιες, καί μάλιστα ἦσαν Κρῆτες, καθώς ἀναφέρει ὁ Στέφανος ὁ Βυζάντιος στό λῆμμα Ἄρβις τοῦ Λεξικοῦ του: « Ἄρβις ποταμός τῆς Ἰνδικῆς. ἔθνος Ἄρβιος ἤ Ἀρβίται. ἔστι καί ἐν Κρήτῃ Ἄ ρ β ι ο ν ὄρος, ἔνθα τιμᾶται Ἄ ρ β ι ο ς Ζεύς. Ἄ ρ β ι ο ς οὖν καί ὁ κατοικῶν τό ὄρος».[ix]. Ὁ Κ. Παπαρρηγόπουλος, ἀναφερόμενος στήν πόλη Arba, τήν δέχεται ὡς ἑλληνική Ἄ ρ β α καί συμπεραίνει: «Ἀρβανίτης, ὅν μεταχειρίζεται σήμερον ὁ κοινός λαός, Ἀρβενία, ὅστις εἶναι ἐν χρήσει παρά τοῖς Γκέκοις καί ἐν ταῖς ἱεραῖς βίβλοις τῶν καθολικῶν Ἀλβανῶν καί Ἀρβερία, ὅν ἀπαντῶμεν παρά τοῖς Τόσκοις. Καί πάλι πάντα τά ὀνόματα ταῦτα ἀνακαλοῦσι εἰς τήν μνήμην ἡμῶν τήν παρά τῷ Πλινίῳ Ἰλλυρικήν νῆσον Ἄρβαν».[x] Ὁ μεγάλος ἱστορικός μας ὑπαινίσσεται στήν παραπάνω τελευταία φράση του, ὅτι ἀπό τόν ὅρο Ἄ ρ β α ἔχουν δημιουργηθεῖ ὅλοι οἱ ὅροι ἑλληνικοί καί ἀρβανίτικοι, πού ἀναφέρει: Ἄρβανον, Ἀρβανίτης, Ἀρβενία, Ἀρbερία, Ἄρbεν, Ἀρbαρέσσοι κλπ. Συμβαίνει ὄντως αὐτό, ἀλλά γεννᾶται μεγάλο ἐρώτημα ἄν ἡ λατινική ὀνομασία Arba, πού δίνει ὁ Πλίνιος στήν πόλη ἀποδίδεται σωστά στήν Ἑλληνική γλώσσα: Εἶναι Ἄρβα ἤ Ἄρβη;
. Δίχως ν’ἀποσιωπήσουμε τίποτε ἀπό τά κρατοῦντα μέχρι σήμερα ἐπί τοῦ θέματος στήν Ἱστορία, τολμοῦμε νά ἐκφράσουμε μιάν ἄλλη ἄποψη:
Ἔχουμε τή γνώμη ὅτι ἡ σωστή ὀνομασία τῆς πόλεως αὐτῆς εἶναι Ἄ ρ β η καί ἔγινε στή Λατινική γλώσσα Arba, ὅπως ἡ Ρώμη ἔγινε Roma, ἡ Κύμη Cuma, ἡ Καπύη Kapua κ.ο.κ. Ἡ ὀνομασία Ἄρβη ὑποδηλώνει ἱδρυτές καί κατοίκους της Ἰάπυγες μέ καταγωγή καί προέλευση τῶν γονέων ἤ προπατόρων τους ἀπό τήν Ἄρβη τῆς Κρήτης, ἀπό Ἄρβιους, οἱ ὁποῖοι κατά πάσα πιθανότητα θά ἦσαν μεταξύ ἐκείνων πού ἔφθασαν στήν Ἰλλυρία. Συνεπῶς ἡ λέξη Ἄρβη (λατινικά Arba) δέν προσδιορίζει χορταρικά οὔτε δέντρα, ὅπως ὑποστηρίζουν κάποιοι ἱστορικοί, ἀλλά ἐκφράζει πόνο καί νόστο γιά τή χαμένη προγονική πατρίδα, τήν πανάρχαιη Κρητική πόλη Ἄ ρ β η, πού ἦταν χτισμένη ἀπό τόν 19ο αἰώνα π. Χ. στή θέση τοῦ σημερινοῦ ὁμώνυμου χωριοῦ στά νότια παράλια τοῦ νομοῦ Ἡρακλείου, κοντά στό Ἄρβιον ὄρος, πάνω στόν ὁποῖο ἦταν χτισμένος ναός πρός τιμήν τοῦ Ἀρβίου Διός. Προφανῶς οἱ ἔποικοι Ἰάπυγες ἔδωσαν τό ὄνομα αὐτό στή νέα τους πατρίδα γιά νά τιμήσουν τόν πολυσέβαστο γιά τούς Κρῆτες «συντοπίτη» τους θεό, τόν Κρηταγενῆ Ἄ ρ β ι ο ν Δ ί α, πού γεννήθηκε καί ἀνατράφηκε στήν Κρήτη, γιά νά τιμήσουν τήν πατρίδα τῶν προγόνων τους καί γιατί στή νέα πατρίδα τους βρῆκαν τούς γείτονές τους Ἠπειρῶτες καί Πελασγούς νά τιμοῦν τόν «Δωδωναῖο Δία», ὅπως οἱ ἴδιοι τόν «Κρηταγενῆ τους Δία» καί αὐτό ἦταν ἕνα ἐξαιρετικῶς θετικό στοιχεῖο στήν ὁμαλή γειτονική συμβίωσή τους.
. Εἶναι δύσκολο νά πιστέψουμε ὅτι ἡ τοπωνυμία αὐτή δέν ἔχει σχέση μέ τούς Ἰάπυγες Κρῆτες, πού ἔφθασαν στήν Ἰλλυρία καί οἱ ὁποῖοι εἴτε ὅλοι εἴτε τό μεγαλύτερο μέρος τους ἦσαν Κρῆτες Ἄρβιοι· ὅτι στήν πορεία τους στήν ἀνατολική ἀκτή τῆς Ἀδριατικῆς, φθάνοντας στή Λιβουρνία γοητεύτηκαν ἀπό τήν ὀμορφιά τῶν νησίδων· καί ὅτι μέρος αὐτῶν, ἵδρυσαν στή νῆσο Σκαρδώνα πόλη, στήν ὁποία ἔδωσαν τό ὄνομα τῆς Κρητικῆς πόλης τῶν παππούδων τους: Ἄ ρ β η (καί ὄχι Ἄρβα, οὔτε Arba). Μέ ἄλλα λόγια ἡ πόλη μέ τό λατινικό ὄνομα A r b a ἦταν ἑλληνική καί προϊστορική· καί ἡ ἀρχική της ὀνομασία ἦταν Ἄ ρ β η, δημιούργημα τῶν Ἀρβίων Κρητῶν ἀποίκων τῆς Ίαπυγίας. Ἐκφράζουμε τήν ὑπόνοια ὅτι ἀπό Ἰάπυγες ἱδρύθηκε στή γειτονική νησίδα καί ἡ πόλη Ἄψορρος. Ἡ ὁμηρική λέξη ἄψορρος (Ἰλ. Γ΄313) σημαίνει τόν «πρός τά πίσω πορευόμενο», πού ἴσως ἐκφράζει τήν ποθητή ἐπιστροφή τῶν Ἀρβίων Ἰαπύγων σ’ ἑλληνικούς τόπους. Κατά πάσαν πιθανότητα λοιπόν οἱ δύο αὐτές πόλεις ἱδρύθηκαν ἀπό Ἰάπυγες καί κατοικήθηκαν ἀπό τούς ἴδιους.
. Ὁ κύριος ὄγκος τῶν ἐποίκων Ἰαπύγων ἔφθασε καί ἐγκαταστάθηκε στά παράλια τῶν Κεραυνίων, ἀλλά καί στήν εὐρύτερη περιοχή πού ἐκτείνεται στήν ἀριστερή ὄχθη τοῦ Αἴαντος ἤ Ἀώου ποταμοῦ. Ἀπό τή πατρογονική τοπωνυμία Ἄρβη, ὀνόμασε καί τή νέα πατρίδα του Ἄρβων (πιθανότατα ἀπό τόν ἀρχικό, περιεκτικό καί ἀμάρτυρο τύπο Ἀρβιών), ἡ ὁποία ἐξελισσόμενη στούς αἰῶνες πού ἀκολούθησαν, ἔγινε Ἄ ρ β α ν ο ν.
. Ἡ προϊστορικότητα τῶν τοπωνυμιῶν Ἄρβη καί Ἄψορρος, ἐνισχύει τήν ἄποψή μας ὅτι ἡ Ἄρβη μέ τή ρίζα της (αρβ καί αrb) ἀποτελεῖ τή μητρική λέξη δεκάδων ἄλλων λέξεων τόσο στήν Ἑλληνική, ὅσο καί στήν Ἀρβανίτικη γλώσσα καί ὅτι οὐδεμία σχέση ἔχει ὁ ὅρος Ἄρβανον μέ τά arba, arbë, arbëνα καί τή λοιπή χλωρίδα τῆς περιοχῆς. Καί τά ἐπιχειρήματα πού παρατίθενται στό βιβλίο ἑδραιώνουν τήν ἱστορική αὐτή θέση, ὅτι οἱ Ἀρβανίτες εἶναι ἀπόγονοι Μινωιτῶν Κρητῶν .
[i] Lexicon Stephanus Byzantinus, L. Holstenii – A. Berkelii, 1825, σελ. 231
[ii] Πτολεμαῖος, Γεωγραφία , 2.15.8
[iii] Πλίνιος, Βιβλίο ΙΙΙ, κεφ. 129
[iv] Ἐγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ἐλευθερουδάκη, λῆμμα Λιαπουριά
[v] Λαζάρου Ἀχ. Προσωπογραφία τῶν Ἀρβανιτῶν, Πρακτικά Ἑταιρείας Βοιωτικῶν Μελετῶν
σελ. 651
[vi] Πολύβιος, Ἱστορία, Βιβλίο 2, κεφ. 11
[vii] Κουπιτώρης Π. Ἱστορική καί φιλολογική μελέτη περί τοῦ Ἀλβανικοῦ ἔθνους», σελ. 9
[viii] Στράβων 15, 1
[ix] Στέφανος Βυζάντιος, Ἐθνικά, λῆμμα Ἄρβις
[x] Παπαρρηγόπουλος Κ. Ἱστορία τοῦ Ἑλλ. Ἔθνους, 1955, τόμ. Δ΄, σελ. 277
. Στή νησίδα Σκαρδώνα ἀναφέρει ὁ Πλίνιος τήν ὕπαρξη τῆς πόλης Arba[iii]. Γιά τήν πόλη A r b a ἔχει γίνει πολύς λόγος ἀπό τούς ἱστορικούς. Ἄλλοι ἐτυμολογοῦν τή λέξη ἀπό τήν ἀλβανική λέξη arbë (στά ἀρχαιότατα Ἀρβανίτικα bαρë), πού σημαίνει χορτάρι ἤ τή λατινική arbor, -oris (δέντρο, ἱστός, ναῦς κλπ.). Καί ὁ Κοσμᾶς ὁ Θεσπρωτός ἀναζητάει τήν προέλευση τοῦ ὅρου ἀπό τό ἀλβανικό arbα (=χορτάρι), ἤ ἀπό τήν παλαιά Ἀμαντία στά βορινά τῆς Χιμάρας Ἄρμπερ,[iv] ἤ τό ἰταλικό alberi (δέντρο), δηλαδή τόπο δεντρώδη.[v] Kαί ὁ Π. Φουρίκης, ἐπιχειρεῖ νά συσχετίσει τή λέξη Ἄρβανον μέ τήν ἰλλυριοαλβανική λέξη arbë, «ἐκ τοῦ πληθυντικοῦ Arbëna, τό ὁποῖον κατά τούς βυζαντινούς χρόνους, ὑπό τῶν Ἑλλήνων μετεβλήθη εἰς Ἄρβανα καί, μετ’ ἀλλαγήν τοῦ ἀριθμοῦ, εἰς Ἄρβανον…», ἀλλά λησμονεῖ ὅτι προγενέστερος τύπος τοῦ Ἄρβανον, τοὐλάχιστον μέχρι τόν 4ο αἰώνα π. Χ., πού τό ἀναφέρει ὁ Πολύβιος γιά τούς πολιορκητές τῆς Ἴσσας, ἦταν Ἄρβων, («ἔφυγον εἰς τόν Ἄρβωνα σκεδασθέντες»[vi].
. Ὁ Φαλμεράϋερ, πιστεύοντας ὅτι οἱ Ἀλβανοί ἦλθαν ἀπό τόν Καύκασο, προσπαθεῖ νά βρεῖ κοινά τοπωνύμια σέ Ἀλβανία καί Καύκασο, τά ὁποῖα φανερώνουν πανάρχαιη συγγένεια τῶν δύο ὁμωνύμων φύλων, «τῶν ἐν τῇ Ἠπείρῳ καί Ἰλλυρίᾳ Ἀλβανῶν ἤ Ἀρβανιτῶν ἤ Ἀρβέρων πρός τούς ἐν Καυκάσῳ Ἀλβανούς καί τούς Ἄρβιας», πού ἀναφέρει ὁ Στράβων»: [vii] «Οἰκοῦσι δέ Ἄρβιες πρῶτον, ὁμώνυμοι τῷ ποταμῷ Ἄρβει τῷ ὁρίζοντι αὐτούς ἀπό τῶν ἑξῆς Ὠριτῶν, ὅσων χιλίων σταδίων ἔχοντες παραλίαν, ὥς φησι Νέαρχος: Ἰνδῶν δ’ ἐστί μερίς καί αὕτη: εἶτ’ Ὠρῖται ἔθνος αὐτόνομον…»[viii] Διέλαθε τῆς προσοχῆς τοῦ Φαλμεράϋερ ὅτι ἄλλοι Ἄ ρ β ι ο ι προϋπῆρξαν πολλούς αἰῶνες πρίν ἀπό τούς Καυκάσιους Ἄρβιες, καί μάλιστα ἦσαν Κρῆτες, καθώς ἀναφέρει ὁ Στέφανος ὁ Βυζάντιος στό λῆμμα Ἄρβις τοῦ Λεξικοῦ του: « Ἄρβις ποταμός τῆς Ἰνδικῆς. ἔθνος Ἄρβιος ἤ Ἀρβίται. ἔστι καί ἐν Κρήτῃ Ἄ ρ β ι ο ν ὄρος, ἔνθα τιμᾶται Ἄ ρ β ι ο ς Ζεύς. Ἄ ρ β ι ο ς οὖν καί ὁ κατοικῶν τό ὄρος».[ix]. Ὁ Κ. Παπαρρηγόπουλος, ἀναφερόμενος στήν πόλη Arba, τήν δέχεται ὡς ἑλληνική Ἄ ρ β α καί συμπεραίνει: «Ἀρβανίτης, ὅν μεταχειρίζεται σήμερον ὁ κοινός λαός, Ἀρβενία, ὅστις εἶναι ἐν χρήσει παρά τοῖς Γκέκοις καί ἐν ταῖς ἱεραῖς βίβλοις τῶν καθολικῶν Ἀλβανῶν καί Ἀρβερία, ὅν ἀπαντῶμεν παρά τοῖς Τόσκοις. Καί πάλι πάντα τά ὀνόματα ταῦτα ἀνακαλοῦσι εἰς τήν μνήμην ἡμῶν τήν παρά τῷ Πλινίῳ Ἰλλυρικήν νῆσον Ἄρβαν».[x] Ὁ μεγάλος ἱστορικός μας ὑπαινίσσεται στήν παραπάνω τελευταία φράση του, ὅτι ἀπό τόν ὅρο Ἄ ρ β α ἔχουν δημιουργηθεῖ ὅλοι οἱ ὅροι ἑλληνικοί καί ἀρβανίτικοι, πού ἀναφέρει: Ἄρβανον, Ἀρβανίτης, Ἀρβενία, Ἀρbερία, Ἄρbεν, Ἀρbαρέσσοι κλπ. Συμβαίνει ὄντως αὐτό, ἀλλά γεννᾶται μεγάλο ἐρώτημα ἄν ἡ λατινική ὀνομασία Arba, πού δίνει ὁ Πλίνιος στήν πόλη ἀποδίδεται σωστά στήν Ἑλληνική γλώσσα: Εἶναι Ἄρβα ἤ Ἄρβη;
. Δίχως ν’ἀποσιωπήσουμε τίποτε ἀπό τά κρατοῦντα μέχρι σήμερα ἐπί τοῦ θέματος στήν Ἱστορία, τολμοῦμε νά ἐκφράσουμε μιάν ἄλλη ἄποψη:
Ἔχουμε τή γνώμη ὅτι ἡ σωστή ὀνομασία τῆς πόλεως αὐτῆς εἶναι Ἄ ρ β η καί ἔγινε στή Λατινική γλώσσα Arba, ὅπως ἡ Ρώμη ἔγινε Roma, ἡ Κύμη Cuma, ἡ Καπύη Kapua κ.ο.κ. Ἡ ὀνομασία Ἄρβη ὑποδηλώνει ἱδρυτές καί κατοίκους της Ἰάπυγες μέ καταγωγή καί προέλευση τῶν γονέων ἤ προπατόρων τους ἀπό τήν Ἄρβη τῆς Κρήτης, ἀπό Ἄρβιους, οἱ ὁποῖοι κατά πάσα πιθανότητα θά ἦσαν μεταξύ ἐκείνων πού ἔφθασαν στήν Ἰλλυρία. Συνεπῶς ἡ λέξη Ἄρβη (λατινικά Arba) δέν προσδιορίζει χορταρικά οὔτε δέντρα, ὅπως ὑποστηρίζουν κάποιοι ἱστορικοί, ἀλλά ἐκφράζει πόνο καί νόστο γιά τή χαμένη προγονική πατρίδα, τήν πανάρχαιη Κρητική πόλη Ἄ ρ β η, πού ἦταν χτισμένη ἀπό τόν 19ο αἰώνα π. Χ. στή θέση τοῦ σημερινοῦ ὁμώνυμου χωριοῦ στά νότια παράλια τοῦ νομοῦ Ἡρακλείου, κοντά στό Ἄρβιον ὄρος, πάνω στόν ὁποῖο ἦταν χτισμένος ναός πρός τιμήν τοῦ Ἀρβίου Διός. Προφανῶς οἱ ἔποικοι Ἰάπυγες ἔδωσαν τό ὄνομα αὐτό στή νέα τους πατρίδα γιά νά τιμήσουν τόν πολυσέβαστο γιά τούς Κρῆτες «συντοπίτη» τους θεό, τόν Κρηταγενῆ Ἄ ρ β ι ο ν Δ ί α, πού γεννήθηκε καί ἀνατράφηκε στήν Κρήτη, γιά νά τιμήσουν τήν πατρίδα τῶν προγόνων τους καί γιατί στή νέα πατρίδα τους βρῆκαν τούς γείτονές τους Ἠπειρῶτες καί Πελασγούς νά τιμοῦν τόν «Δωδωναῖο Δία», ὅπως οἱ ἴδιοι τόν «Κρηταγενῆ τους Δία» καί αὐτό ἦταν ἕνα ἐξαιρετικῶς θετικό στοιχεῖο στήν ὁμαλή γειτονική συμβίωσή τους.
. Εἶναι δύσκολο νά πιστέψουμε ὅτι ἡ τοπωνυμία αὐτή δέν ἔχει σχέση μέ τούς Ἰάπυγες Κρῆτες, πού ἔφθασαν στήν Ἰλλυρία καί οἱ ὁποῖοι εἴτε ὅλοι εἴτε τό μεγαλύτερο μέρος τους ἦσαν Κρῆτες Ἄρβιοι· ὅτι στήν πορεία τους στήν ἀνατολική ἀκτή τῆς Ἀδριατικῆς, φθάνοντας στή Λιβουρνία γοητεύτηκαν ἀπό τήν ὀμορφιά τῶν νησίδων· καί ὅτι μέρος αὐτῶν, ἵδρυσαν στή νῆσο Σκαρδώνα πόλη, στήν ὁποία ἔδωσαν τό ὄνομα τῆς Κρητικῆς πόλης τῶν παππούδων τους: Ἄ ρ β η (καί ὄχι Ἄρβα, οὔτε Arba). Μέ ἄλλα λόγια ἡ πόλη μέ τό λατινικό ὄνομα A r b a ἦταν ἑλληνική καί προϊστορική· καί ἡ ἀρχική της ὀνομασία ἦταν Ἄ ρ β η, δημιούργημα τῶν Ἀρβίων Κρητῶν ἀποίκων τῆς Ίαπυγίας. Ἐκφράζουμε τήν ὑπόνοια ὅτι ἀπό Ἰάπυγες ἱδρύθηκε στή γειτονική νησίδα καί ἡ πόλη Ἄψορρος. Ἡ ὁμηρική λέξη ἄψορρος (Ἰλ. Γ΄313) σημαίνει τόν «πρός τά πίσω πορευόμενο», πού ἴσως ἐκφράζει τήν ποθητή ἐπιστροφή τῶν Ἀρβίων Ἰαπύγων σ’ ἑλληνικούς τόπους. Κατά πάσαν πιθανότητα λοιπόν οἱ δύο αὐτές πόλεις ἱδρύθηκαν ἀπό Ἰάπυγες καί κατοικήθηκαν ἀπό τούς ἴδιους.
. Ὁ κύριος ὄγκος τῶν ἐποίκων Ἰαπύγων ἔφθασε καί ἐγκαταστάθηκε στά παράλια τῶν Κεραυνίων, ἀλλά καί στήν εὐρύτερη περιοχή πού ἐκτείνεται στήν ἀριστερή ὄχθη τοῦ Αἴαντος ἤ Ἀώου ποταμοῦ. Ἀπό τή πατρογονική τοπωνυμία Ἄρβη, ὀνόμασε καί τή νέα πατρίδα του Ἄρβων (πιθανότατα ἀπό τόν ἀρχικό, περιεκτικό καί ἀμάρτυρο τύπο Ἀρβιών), ἡ ὁποία ἐξελισσόμενη στούς αἰῶνες πού ἀκολούθησαν, ἔγινε Ἄ ρ β α ν ο ν.
. Ἡ προϊστορικότητα τῶν τοπωνυμιῶν Ἄρβη καί Ἄψορρος, ἐνισχύει τήν ἄποψή μας ὅτι ἡ Ἄρβη μέ τή ρίζα της (αρβ καί αrb) ἀποτελεῖ τή μητρική λέξη δεκάδων ἄλλων λέξεων τόσο στήν Ἑλληνική, ὅσο καί στήν Ἀρβανίτικη γλώσσα καί ὅτι οὐδεμία σχέση ἔχει ὁ ὅρος Ἄρβανον μέ τά arba, arbë, arbëνα καί τή λοιπή χλωρίδα τῆς περιοχῆς. Καί τά ἐπιχειρήματα πού παρατίθενται στό βιβλίο ἑδραιώνουν τήν ἱστορική αὐτή θέση, ὅτι οἱ Ἀρβανίτες εἶναι ἀπόγονοι Μινωιτῶν Κρητῶν .
[i] Lexicon Stephanus Byzantinus, L. Holstenii – A. Berkelii, 1825, σελ. 231
[ii] Πτολεμαῖος, Γεωγραφία , 2.15.8
[iii] Πλίνιος, Βιβλίο ΙΙΙ, κεφ. 129
[iv] Ἐγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ἐλευθερουδάκη, λῆμμα Λιαπουριά
[v] Λαζάρου Ἀχ. Προσωπογραφία τῶν Ἀρβανιτῶν, Πρακτικά Ἑταιρείας Βοιωτικῶν Μελετῶν
σελ. 651
[vi] Πολύβιος, Ἱστορία, Βιβλίο 2, κεφ. 11
[vii] Κουπιτώρης Π. Ἱστορική καί φιλολογική μελέτη περί τοῦ Ἀλβανικοῦ ἔθνους», σελ. 9
[viii] Στράβων 15, 1
[ix] Στέφανος Βυζάντιος, Ἐθνικά, λῆμμα Ἄρβις
[x] Παπαρρηγόπουλος Κ. Ἱστορία τοῦ Ἑλλ. Ἔθνους, 1955, τόμ. Δ΄, σελ. 277