Στις 06:00 της Δευτέρας 28 Οκτωβρίου 1940 άρχισαν να ακούγονται οι σειρήνες της αεράμυνας στην Ελλάδα.
Οι Αθηναίοι πετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους και όρμησαν στα παράθυρα και τους εξώστες.
Μέσα σε λίγα λεπτά, το μαντάτο είχε διαδοθεί από στόμα σε στόμα: «Οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο».
Αμέσως οι δρόμοι και οι πλατείες της πρωτεύουσας πλημμύρισαν κι ένα ενθουσιασμένο πλήθος έστησε ξέφρενο πανηγύρι.
Παντού ακουγόταν: «Θα πετάξουμε τους Ιταλούς στη θάλασσα».
Στις 07:00, ο δρόμος έξω από το υπουργείο Εξωτερικών, όπου συνεδρίαζε από τις 04:00 το Πολεμικό Συμβούλιο, ήταν αδιαπέραστος από κόσμο. Στις 07:15 εμφανίστηκε ο Μεταξάς.
Τα πλήθη ξέσπασαν σε ζητωκραυγές. «Ζήτω η Ελλάς! Κάτω οι φρατέλοι! Μπράβο, αρχηγέ!».
Το μίσος θεριεύει και ο κόσμος ξεσπά στα γραφεία της ιταλικής αεροπορικής εταιρείας Αλά Λιτόρια. Σπάζει τους υαλοπίνακες, όπως και στα γραφεία της Κάζα Ντ' Ιτάλια στην οδό Πατησίων.
Οι επιστρατευμένοι, πολλοί από αυτούς ήδη ντυμένοι στο χακί, σπεύδουν για να καταταγούν. Δε βλέπεις πουθενά πανικό και θλίψη. Δεν έχουν, ως φαίνεται, θέση στην καρδιά των Ελλήνων. Όλοι τρέχουν στο καθήκον και στη νίκη και όχι στα μαγαζιά για να μαζέψουν τρόφιμα.
Στην Σταδίου, η πρώτη ζωηρή διαδήλωση έγινε από Δωδεκανήσιους. Φόρεσαν τοπικές ενδυμασίες και έφτασαν στην ιταλική πρεσβεία, φωνάζοντας συνθήματα: «Κάτω η Ιταλία», «Νίκη ή θάνατος», «Α μπάσο, μακαρονάδες».
Στην Κωνσταντινούπολη, οι Έλληνες πολιόρκησαν το προξενείο και ζητούσαν επίμονα την αποστολή τους στην Ελλάδα. Πάνω από 600 ξεκίνησαν σιδηροδρομικώς, ενώ άλλοι έψαχναν θέση στα βαπόρια που έφευγαν για τα ελληνικά λιμάνια.
Τί είδος Ελλήνων είχαμε τότε; Αυτό θα μπορούσε εντόνως να το αναρωτηθεί κανείς στις μέρες μας. Κηρύχθηκε πόλεμος και όλοι πανηγύριζαν!
Έτρεχαν οι επίστρατοι με χαρά και υπερηφάνεια στα κατά τόπους φρουραρχεία για να καταταγούν. Συνοδεία τους δεν είχαν τα δάκρυα και τους κλαυθμούς των μανάδων, αλλά την ευχή τους να γυρίσουν νικητές!