Ένας αδελφός της σκήτης έσφαλε. Έγινε τότε σύναξη των αδελφών στην οποία κάλεσαν και των αββά Μωυσή. Εκείνος όμως δεν ήθελε να πάει...
Του παρήγγειλε τότε ο πρεσβύτερος:
Του παρήγγειλε τότε ο πρεσβύτερος:
– Έλα, διότι σε περιμένουν όλοι.
Σηκώθηκε τότε ο αββάς Μωυσής και πήγε κρατώντας στην πλάτη ένα τρύπιο καλάθι, που το γέμισε άμμο. Οι πατέρες, που βγήκαν να τον προϋπαντήσουν, του λένε:
– Τι είναι αυτό πάτερ;
– Οι αμαρτίες μου είναι, τους απάντησε ο γέροντας, που γλιστράνε πίσω μου και δεν τις βλέπω. Και όμως, ήρθα σήμερα εδώ για να κρίνω ξένα αμαρτήματα!
Όταν τ’ άκουσαν αυτά οι πατέρες, δεν είπαν τίποτε στον αδελφό που ήθελαν να δικάσουν, και τον συγχώρησαν.
(ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ)