Από τα μεγαλύτερα πνευματικά κέντρα της αυτοκρατορίας, η Αθήνα στον 1ο
και τον 2ο αιώνα ήταν μια ευημερούσα πόλη που συγκέντρωνε την προσοχή
και τις χορηγίες αυτοκρατόρων, όπως ο... Αδριανός που αύξησε την περίμετρο
των τειχών και διπλασίασε σχεδόν την έκτασή της, και πλούσιων ιδιωτών,
όπως ο Ηρώδης ο Αττικός που την κόσμησε με μνημειακά σύνολα που
διατηρούνται εν μέρει μέχρι και σήμερα. Ωστόσο, το 267 η κατάληψη της
πόλης από τους Έρουλους και το 396 η επιδρομή των Γότθων του Αλάριχου
προκάλεσαν πλήγματα στην άλλοτε λαμπρή πόλη. Ένα τείχος, που στο εξής θα
αποτελούσε την κύρια οχύρωση της Αθήνας, περιέκλεισε την Ακρόπολη, τη
ρωμαϊκή αγορά και τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού. Από τις αρχές του 4ου
αιώνα μέχρι τις αρχές του 6ου, οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι έδωσαν ζωή
στην Ακαδημία διδάσκοντας ρητορική και φιλοσοφία σε φερέλπιδες νέους,
χριστιανούς και ειδωλολάτρες, από όλη την αυτοκρατορία· ο Βασίλειος ο
Μέγας, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και ο Ιουλιανός ο αυτοκράτορας ήταν
τρεις από αυτούς που εκπαιδεύτηκαν εκεί. Η Αθηναΐδα, κόρη του σοφιστή
Λεοντίου, με τη μόρφωσή της εντυπωσίασε την αυγούστα Πουλχερία, που της
επέβαλε το 421 να βαπτιστεί χριστιανή με το νέο όνομα Ευδοκία και να
λάβει σύζυγο τον αδελφό της, τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Το λεγόμενο
Παλάτι των Γιγάντων στην αρχαία Αγορά, που ιδρύθηκε ακριβώς εκείνη την
περίοδο, θα μπορούσε να ανήκει στην ίδια την Ευδοκία και την οικογένειά
της.
Στις αρχές του 5ου αιώνα αρχίζει να γίνεται αισθητή η χριστιανική παρουσία στην πόλη. Πράγματι, στο εσωτερικό της Βιβλιοθήκης του Αδριανού ιδρύθηκε ένα τετράκογχο, που ίσως ήταν εξαρχής χριστιανικός ναός, ενώ μια τρίκλιτη βασιλική κτίστηκε στο νησί της κοίτης του ποταμού Ιλισού, ίσως αφιερωμένη στη μνήμη του Λεωνίδη, επισκόπου της πόλης. Λίγο πριν από τα μέσα του ίδιου αιώνα ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε ναό αφιερωμένο στη Θεοτόκο και έκτοτε αποτέλεσε τον καθεδρικό ναό. Το τμήμα του πληθυσμού που είχε παραμείνει πιστό στη λατρεία των ειδώλων φαίνεται ότι δεν μπορούσε πλέον να επιβιώσει παρά μόνο με το φόβο, και η πομπή των Παναθηναίων, που συνέχισε να τελείται τον 5ο αιώνα δίνοντας μάλλον μια αίσθηση ανάπαυλας, απογυμνώθηκε από τις παγανιστικές τελετουργίες. Το κλείσιμο της Ακαδημίας και των υπολοίπων σχολών με διάταγμα του Ιουστινιανού το 529 (αν είχε πράγματι ισχύ αυτό το διάταγμα, γιατί υπάρχει διχογνωμία για το θέμα αυτό), επισφράγισε τον οικονομικό μαρασμό της πόλης, η οποία έχασε οριστικά τον ρόλο του εκπαιδευτικού κέντρου. Οι πλούσιες οικίες που αποκαλύφθηκαν σε ανασκαφές στην περιοχή του Αρείου Πάγου εγκαταλείφθηκαν από τους ενοίκους τους ενδεχομένως επειδή δεν μπορούσαν να τις συντηρήσουν λόγω της οικονομικής ύφεσης ή λόγω της εμφάνισης των Σλάβων στα τέλη του 6ου αιώνα.
Οι μαρτυρίες των γραπτών πηγών για την Αθήνα στους επόμενους αιώνες είναι σποραδικές. Ο αυτοκράτορας Κώνστας Β’ με τον στρατό και την αυλή του διαχείμασε στην πόλη το 662-663 για να ετοιμάσει την εκστρατεία του στη Σικελία. Από τότε ίσως θα μπορούσαμε να χρονολογήσουμε τις σχέσεις της τοπικής αριστοκρατίας με το παλάτι της Κωνσταντινούπολης: δύο Αθηναίες έγιναν αυτοκράτειρες, η Ειρήνη (στον θρόνο κατά το διάστημα 780-802) και η ανιψιά της Θεοφανώ (στον θρόνο λίγους μήνες του 811). Η προαγωγή της πόλης από επισκοπή σε μητρόπολη. στις αρχές του 9ου αιώνα δεν φαίνεται ότι συνδεόταν με κάποια θεαματική αύξηση του πληθυσμού της, αλλά θα μπορούσε να ήταν επιλογή του παλατιού. Οι οικίες των κατοίκων βρίσκονταν σε συνοικίες (γειτονίες) στα βόρεια, τα δυτικά και τα νοτιοδυτικά της Ακρόπολης, εντός και εκτός του υστερορωμαϊκού τείχους. Τα σπίτια είναι γενικά πρόχειρης κατασκευής, με δωμάτια γύρω από μια αυλή και ανάμεσά τους εργαστήρια και βιοτεχνικές εγκαταστάσεις. Οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως κυρίως τα κατώγια των οικιών, που ήταν γεμάτα αποθηκευτικά πιθάρια. Από τα τέλη του 10ου αιώνα άρχισαν να κτίζονται στην περιοχή βορείως της Ακρόπολης ναοί μικρών διαστάσεων με όγκους που διαγράφονταν με σαφήνεια, με κατασκευή στέρεη, με τοιχοποιία πλινθοπερίκλειστη, και με τρούλους που φέρουν μαρμάρινους κιονίσκους στις ακμές. Χρονολογημένη με ακρίβεια είναι μόνον η εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων στην πλατεία Κλαυθμώνος (1049)· ο αρχαιότερος σωζόμενος ναός είναι πιθανότατα το καθολικό της μονής των Ασωμάτων, που είναι ευρύτερα γνωστή ως μονή Πετράκη, του τέλους του 10ου αιώνα, ενώ ο Άγιος Ελευθέριος (ή Μικρή Μητρόπολη) μπορεί να τοποθετηθεί στα τέλη του 12ου αιώνα. Αγνοούμε αν οι ναοί αυτοί ήταν ιδιωτικοί ή καθολικά μικρών μοναστηριών.
Η επίσκεψη του Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου στην πόλη έγινε το 1018, για να εκπληρωθεί η επιθυμία του να προσευχηθεί στην Παναγία την Αθηνιώτισσα, όπως είχε μετονομαστεί ο Παρθενώνας. Η επίσκεψη αυτή εγκαινίασε μια περίοδο ανάπτυξης του καθεδρικού ναού της πόλης σε κέντρο προσκύνησης. Ωστόσο, ο λόγιος μητροπολίτης Νικήτας Χωνιάτης στα τέλη του 12ου αιώνα εκφράζει πικρία σε λόγους και επιστολές του για τη φτώχεια και την αγραμματοσύνη των κατοίκων, την καταστροφή των οικιών, την ερείπωση των τειχών, την πλεονεξία των κρατικών υπαλλήλων και τις επιδρομές των πειρατών.
Το 1204 ο Χωνιάτης αντιστάθηκε στον Λέοντα Σγουρό, συγκεντρώνοντας τον πληθυσμό στην Ακρόπολη. Όμως, λίγο μετά αναγκάστηκε να παραχωρήσει την πόλη στο Βονιφάτιο Μομφερατικό που όρισε τον Γκυ Ντελαρός πρώτο Μεγάλο Κύρη της ηγεμονίας, η οποία μετά το 1259 ονομάστηκε Δουκάτο των Αθηνών που τα εδάφη του εκτείνονταν από τη Λοκρίδα μέχρι τον Κορινθιακό κόλπο και από την Εύβοια μέχρι τη Δωρίδα. Οι Βουργουνδοί Ντελαρός ύψωσαν το Ριζόκαστρο, ένα νέο τείχος γύρω από την Ακρόπολη, που ενσωμάτωσε μεγάλο μέρος του υστερορωμαϊκού. Η περίοδος προσαρμογής των ντόπιων κάτω από την κυριαρχία των Ντελαρός και η εγκατάσταση Λατίνου μητροπολίτη στον καθεδρικό ναό από το 1204, δεν ευνόησαν την ίδρυση νέων ή την ανακαίνιση παλαιών εκκλησιών, παρά μόνο στην περιφέρεια, όπως μαρτυρεί ο Άγιος Πέτρος στη σπηλιά της Πεντέλης (1233-1234) και η τοιχογράφηση της Όμορφης εκκλησιάς στο Γαλάτσι, στα τέλη του 13ου αιώνα. Η μονή Δαφνίου παραχωρήθηκε σε Κιστερκιανούς μοναχούς, και το καθολικό της αποτέλεσε τόπο ταφής των Δουκών των Αθηνών.
Από το 1311 έως το 1388 η πόλη πέρασε στα χέρια της Καταλανικής Εταιρείας, που έμεινε ονομαστή για τη βαναυσότητα της διοίκησής της. Το 1385 οι Καταλανοί την παρέδωσαν στον Νέριο Ατζαϊουόλι, γόνο γνωστής Φλωρεντινής οικογένειας, που είχε την κυριαρχία της Αθήνας, εκτός από το διάστημα μεταξύ 1394 και 1403 που πέρασε στον έλεγχο των Βενετών μέχρι το 1456. Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Ατζαϊουόλι, η πρωτεύουσα του δουκάτου μεταφέρθηκε από τη Θήβα στην Αθήνα. Οι Φλωρεντινοί ανακαίνισαν το παλάτι των Προπυλαίων και τον Παρθενώνα, έκαναν έργα οδοποιίας και κατασκεύασαν ψηλό πύργο στην είσοδο του κάστρου της Ακρόπολης. Το 1456 ο τελευταίος Φλωρεντινός δούκας παρέδωσε την Αθήνα στους Τούρκους και για το λόγο αυτό το 1458 ο Μωάμεθ ο Πορθητής παραχώρησε προνόμια στους Αθηναίους, ανάμεσα στα οποία ήταν η διατήρηση των ναών τους, εκτός του Παρθενώνα, που μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος.
Στις αρχές του 5ου αιώνα αρχίζει να γίνεται αισθητή η χριστιανική παρουσία στην πόλη. Πράγματι, στο εσωτερικό της Βιβλιοθήκης του Αδριανού ιδρύθηκε ένα τετράκογχο, που ίσως ήταν εξαρχής χριστιανικός ναός, ενώ μια τρίκλιτη βασιλική κτίστηκε στο νησί της κοίτης του ποταμού Ιλισού, ίσως αφιερωμένη στη μνήμη του Λεωνίδη, επισκόπου της πόλης. Λίγο πριν από τα μέσα του ίδιου αιώνα ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε ναό αφιερωμένο στη Θεοτόκο και έκτοτε αποτέλεσε τον καθεδρικό ναό. Το τμήμα του πληθυσμού που είχε παραμείνει πιστό στη λατρεία των ειδώλων φαίνεται ότι δεν μπορούσε πλέον να επιβιώσει παρά μόνο με το φόβο, και η πομπή των Παναθηναίων, που συνέχισε να τελείται τον 5ο αιώνα δίνοντας μάλλον μια αίσθηση ανάπαυλας, απογυμνώθηκε από τις παγανιστικές τελετουργίες. Το κλείσιμο της Ακαδημίας και των υπολοίπων σχολών με διάταγμα του Ιουστινιανού το 529 (αν είχε πράγματι ισχύ αυτό το διάταγμα, γιατί υπάρχει διχογνωμία για το θέμα αυτό), επισφράγισε τον οικονομικό μαρασμό της πόλης, η οποία έχασε οριστικά τον ρόλο του εκπαιδευτικού κέντρου. Οι πλούσιες οικίες που αποκαλύφθηκαν σε ανασκαφές στην περιοχή του Αρείου Πάγου εγκαταλείφθηκαν από τους ενοίκους τους ενδεχομένως επειδή δεν μπορούσαν να τις συντηρήσουν λόγω της οικονομικής ύφεσης ή λόγω της εμφάνισης των Σλάβων στα τέλη του 6ου αιώνα.
Οι μαρτυρίες των γραπτών πηγών για την Αθήνα στους επόμενους αιώνες είναι σποραδικές. Ο αυτοκράτορας Κώνστας Β’ με τον στρατό και την αυλή του διαχείμασε στην πόλη το 662-663 για να ετοιμάσει την εκστρατεία του στη Σικελία. Από τότε ίσως θα μπορούσαμε να χρονολογήσουμε τις σχέσεις της τοπικής αριστοκρατίας με το παλάτι της Κωνσταντινούπολης: δύο Αθηναίες έγιναν αυτοκράτειρες, η Ειρήνη (στον θρόνο κατά το διάστημα 780-802) και η ανιψιά της Θεοφανώ (στον θρόνο λίγους μήνες του 811). Η προαγωγή της πόλης από επισκοπή σε μητρόπολη. στις αρχές του 9ου αιώνα δεν φαίνεται ότι συνδεόταν με κάποια θεαματική αύξηση του πληθυσμού της, αλλά θα μπορούσε να ήταν επιλογή του παλατιού. Οι οικίες των κατοίκων βρίσκονταν σε συνοικίες (γειτονίες) στα βόρεια, τα δυτικά και τα νοτιοδυτικά της Ακρόπολης, εντός και εκτός του υστερορωμαϊκού τείχους. Τα σπίτια είναι γενικά πρόχειρης κατασκευής, με δωμάτια γύρω από μια αυλή και ανάμεσά τους εργαστήρια και βιοτεχνικές εγκαταστάσεις. Οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως κυρίως τα κατώγια των οικιών, που ήταν γεμάτα αποθηκευτικά πιθάρια. Από τα τέλη του 10ου αιώνα άρχισαν να κτίζονται στην περιοχή βορείως της Ακρόπολης ναοί μικρών διαστάσεων με όγκους που διαγράφονταν με σαφήνεια, με κατασκευή στέρεη, με τοιχοποιία πλινθοπερίκλειστη, και με τρούλους που φέρουν μαρμάρινους κιονίσκους στις ακμές. Χρονολογημένη με ακρίβεια είναι μόνον η εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων στην πλατεία Κλαυθμώνος (1049)· ο αρχαιότερος σωζόμενος ναός είναι πιθανότατα το καθολικό της μονής των Ασωμάτων, που είναι ευρύτερα γνωστή ως μονή Πετράκη, του τέλους του 10ου αιώνα, ενώ ο Άγιος Ελευθέριος (ή Μικρή Μητρόπολη) μπορεί να τοποθετηθεί στα τέλη του 12ου αιώνα. Αγνοούμε αν οι ναοί αυτοί ήταν ιδιωτικοί ή καθολικά μικρών μοναστηριών.
Η επίσκεψη του Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου στην πόλη έγινε το 1018, για να εκπληρωθεί η επιθυμία του να προσευχηθεί στην Παναγία την Αθηνιώτισσα, όπως είχε μετονομαστεί ο Παρθενώνας. Η επίσκεψη αυτή εγκαινίασε μια περίοδο ανάπτυξης του καθεδρικού ναού της πόλης σε κέντρο προσκύνησης. Ωστόσο, ο λόγιος μητροπολίτης Νικήτας Χωνιάτης στα τέλη του 12ου αιώνα εκφράζει πικρία σε λόγους και επιστολές του για τη φτώχεια και την αγραμματοσύνη των κατοίκων, την καταστροφή των οικιών, την ερείπωση των τειχών, την πλεονεξία των κρατικών υπαλλήλων και τις επιδρομές των πειρατών.
Το 1204 ο Χωνιάτης αντιστάθηκε στον Λέοντα Σγουρό, συγκεντρώνοντας τον πληθυσμό στην Ακρόπολη. Όμως, λίγο μετά αναγκάστηκε να παραχωρήσει την πόλη στο Βονιφάτιο Μομφερατικό που όρισε τον Γκυ Ντελαρός πρώτο Μεγάλο Κύρη της ηγεμονίας, η οποία μετά το 1259 ονομάστηκε Δουκάτο των Αθηνών που τα εδάφη του εκτείνονταν από τη Λοκρίδα μέχρι τον Κορινθιακό κόλπο και από την Εύβοια μέχρι τη Δωρίδα. Οι Βουργουνδοί Ντελαρός ύψωσαν το Ριζόκαστρο, ένα νέο τείχος γύρω από την Ακρόπολη, που ενσωμάτωσε μεγάλο μέρος του υστερορωμαϊκού. Η περίοδος προσαρμογής των ντόπιων κάτω από την κυριαρχία των Ντελαρός και η εγκατάσταση Λατίνου μητροπολίτη στον καθεδρικό ναό από το 1204, δεν ευνόησαν την ίδρυση νέων ή την ανακαίνιση παλαιών εκκλησιών, παρά μόνο στην περιφέρεια, όπως μαρτυρεί ο Άγιος Πέτρος στη σπηλιά της Πεντέλης (1233-1234) και η τοιχογράφηση της Όμορφης εκκλησιάς στο Γαλάτσι, στα τέλη του 13ου αιώνα. Η μονή Δαφνίου παραχωρήθηκε σε Κιστερκιανούς μοναχούς, και το καθολικό της αποτέλεσε τόπο ταφής των Δουκών των Αθηνών.
Από το 1311 έως το 1388 η πόλη πέρασε στα χέρια της Καταλανικής Εταιρείας, που έμεινε ονομαστή για τη βαναυσότητα της διοίκησής της. Το 1385 οι Καταλανοί την παρέδωσαν στον Νέριο Ατζαϊουόλι, γόνο γνωστής Φλωρεντινής οικογένειας, που είχε την κυριαρχία της Αθήνας, εκτός από το διάστημα μεταξύ 1394 και 1403 που πέρασε στον έλεγχο των Βενετών μέχρι το 1456. Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Ατζαϊουόλι, η πρωτεύουσα του δουκάτου μεταφέρθηκε από τη Θήβα στην Αθήνα. Οι Φλωρεντινοί ανακαίνισαν το παλάτι των Προπυλαίων και τον Παρθενώνα, έκαναν έργα οδοποιίας και κατασκεύασαν ψηλό πύργο στην είσοδο του κάστρου της Ακρόπολης. Το 1456 ο τελευταίος Φλωρεντινός δούκας παρέδωσε την Αθήνα στους Τούρκους και για το λόγο αυτό το 1458 ο Μωάμεθ ο Πορθητής παραχώρησε προνόμια στους Αθηναίους, ανάμεσα στα οποία ήταν η διατήρηση των ναών τους, εκτός του Παρθενώνα, που μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος.
Σημαντικά βυζαντινά μνημεία της Αττικής τα οποία σώζονται έως σήμερα είναι η
μονή Δαφνίου στις παρυφές του όρους Χαϊδαρίου (η χρονολόγησή της και η
ταύτιση των κτητόρων της παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστη), η μονή
Καισαριανής στον Υμηττό (η σημερινή του θέση χρονολογείται από τον 11ο
αιώνα) και ο ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου-Καπνικαρέα στην οδό Ερμού (η
οικοδόμηση του ναού χρονολογείται στο τρίτο τέταρτο του 11ου αιώνα, ενώ η
χρονολόγησή του και ο κτήτορας παραμένουν άγνωστοι. Το δε παρωνύμιο
"Καπνικαρέα" οφείλεται ίσως στην επαγγελματική ιδιότητα του κτήτορά
(καπνικάρης).Παλιότερα
ονομαζόταν Καμουχαρέα από την λέξη Καμουχά, με την οποία στα χρόνια του
Βυζαντίου ονόμαζαν τα χρυσοΰφαντα υφάσματα, πιθανώς γιατί βρισκόταν
κοντά σε εργαστήρια τέτοιων υφασμάτων).
Μονή Δαφνίου |
Μονή Καισαριανής |
Ο ναός της Καπνικαρέας |