Την άνοιξη του 401 π. Χ. ο τριάντα ενός ετών Αθηναίος Ξενοφών, που
διαβιούσε στα περίχωρα της πόλης της Παλλάδος, έλαβε μια άκρως
ενδιαφέρουσα πρόσκληση από φίλο του που στρατολογούσε Έλληνες στρατιώτες
ως μισθοφόρους για τον Κύρο, αδελφό του Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη.
Η πρόσκληση ήταν ασυνήθης αφού Έλληνες και Περσες υπήρξαν εχθροί τα προηγούμενα 90 χρόνια.
Το πιο ασύνηθες όμως ήταν ότι ο Ξενοφών δεν ήταν στρατιώτης ούτε
είχε στρατιωτική πείρα. Αγρότης ήταν…σε αγρόκτημα όπου μεγάλωνε σκύλους
και άλογα, έχοντας κληρονομήσει μία ουκ ευκαταφρόνητη περιουσία από τον
Πατέρα του.
Επισκέπτονταν ενίοτε στην Αθήνα τον φίλο του Σωκράτη, τον φιλόσοφο
για να συζητήσουν και να διαλογιστούν τα της ημέρας. Όμως καθώς τον
γοήτευε η περιπέτεια σκέφτηκε την πρόσκληση ως ευκαιρία να συναντήσει
τον Κύρο, να μάθει την τέχνη του πολέμου και να γνωρίσει την Περσία.
Αφού συμβουλεύτηκε το Μαντείο των Δελφών αποδέχτηκε την πρόταση και
ξεκίνησε με 10.000 ‘Ελληνες οπλίτες, τους επιλεγόμενους και Μυρίους,
προερχόμενους από όλα σχεδόν τα μέρη της Ελλάδας για να συμβάλλει στην
εκστρατεία του Κύρου εναντίον του αδελφού του.
Όλα εβαιναν καλώς στην αρχή μέχρις ότου οι δύο στρατοί συναντήθηκαν
στην πεδιάδα κοντά στα Κούναξα, όχι μακρυά από την Βαβυλώνα. Εκεί, παρά
την νικηφόρα έκβαση της μάχης για τους Έλληνες, ο Κύρος φονεύθηκε και ο
στρατός του διαλύθηκε. Ξαφνικά οι Μύριοι βρέθηκαν σε αχανή χώρα, μακρυά
από την Πατρίδα τους και εν τω μέσω εχθρικών στρατευμάτων.
Σύντομα τους επισκέφτηκαν απεσταλμένοι του Αρταξέρξη οι οποίοι τους
διαβεβαίωσαν ότι ο ίδιος δεν είχε τίποτα εναντίον τους και ότι μοναδική
του επιθυμία ήταν να αποχωρήσουν από την Περσία όσο το δυνατόν πιο
σύντομα.
Μάλιστα, έστειλε τον Τισσαφέρνη για να τους συνοδεύει και να τους προμηθεύει με τα απαραίτητα για την επιστροφή.
Από την αρχή της πορείας οι Έλληνες άρχισαν να αμφιβάλουν για την
ειλικρίνια των Περσών. Ο Τισσαφέρνης τους υπέδειξε πορεία δύσκολη και
επι πλέον οι προμήθειες ήταν, αν μη τι άλλο, συμβολικές. Έτσι άρχισαν
τις φιλονικία, την πανάρχαιη συνήθειά τους, που ακόμα επιβιώνει.
Ο διοικητής Κλέαρχος εξέφρασε τις ανησυχίες των Ελλήνων στον
Τισσαφέρνη ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι τους κατανοούσε και ζήτησε από
τον Κλεαρχο να φέρει όλους τους υπόλοιπους διοικητές των Ελλήνων σε
ουδέτερο χώρο οπου θα μπορούσαν να συζητήσουν.
Ο Κλέαρχος συμφώνησε και την επομένη εμφανίστηκε με τους
υφισταμένους του όπου όμως τους περίμενε η πιο οδυνηρή και τελευταία
έκπληξη της ζωης τους:
Μεγάλο απόσπασμα Περσών τους συνέλαβε και αποκεφάλισε αυθημερόν.
Μόνο ένας διασώθηκε ο οποίος και μετέφερε τα νέα στο Ελληνικό
στρατόπεδο.
Εκείνο το βραδυ στο παγωμένο Ελληνικό στρατόπεδο ο φόβος είχε
κυριέψει τους πάντες, εκτός από τον Ξενοφώντα. Μερικοί φιλονικούσαν
ακόμα για το ποιός έφταιγε, άλλοι μέθυσαν μέχρι τελικής πτώσεως.
Το ίδιο βράδυ ο Ξενοφών είδε σε εφιάλτη τον Δία να καίει το Πατρικό
του σπίτι. Ξύπνησε καταϊδρωμένος, καθώς η ιδέα ότι ο θάνατος κοιτούσε
τους Έλληνες κατάματα πλημμύρισε τις σκέψεις του. Οί Έλληνες όμως
συνέχιζαν τις αλληλοκατηγορίες και τις φιλονικίες.
Ήταν σε απελπιστική κατάσταση. Το πρόβλημα υπήρχε μόνο μέσα στα μυαλά τους.
Πολεμούσαν για το χρήμα αντί για κάποιο σκοπό που τους έδενε σαν Έλληνες, ανίκανοι να διακρίνουν φίλους και εχθρούς.
Ήταν χαμένοι. Τα εμπόδια για το σπίτι τους δεν ήταν τα βουνά, ούτε ο εχθρικός στρατός ούτε η αχανής Περσία.
Τα εμπόδια ήταν ο συγχισμένος νους τους και η ανικανότητά τους να
ορίσουν τον σκοπό τους σαν Έλληνες, στις συνθήκες που βρέθηκαν. Ο
Ξενοφών αποφάσισε ότι δεν θα πέθαινε έτσι. Δεν ήταν στρατιωτικός, αλλά
φιλόσοφος, και γνώριζε τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων.
Γνώριζε ότι αν προσηλώνονταν στους θανάσιμους εχθρούς που καιροφυλακτούσαν θα άλλαζαν την μοίρα τους.
Η προσήλωση στην Περσική προδοσία θα τους ένωνε στο θυμό τους για την νέμεση που απαιτούσαν οι δολοφονημένοι σύντροφοί τους.
Έπρεπε να σταματήσουν να είναι συγχισμένοι μισθοφόροι και έπρεπε να ξαναγίνουν Έλληνες. Χρειαζόταν καθαρότητα στην σκέψη και σκοπό. Ξύπνησε τους εναπομείνατες διοικητές και τους ανακοίνωσε την στρατηγική του:
Είμαστε σε ολοκληρωτικό πόλεμο, τους ανακοίνωσε. Όλη μας η ενέργεια
θα αφιερωθεί σε ένα σκοπό και μόνο: στην νίκη. Ούτε διαπραγματεύσεις,
ούτε φιλονικίες ούτε μεμψοιμοιρίες. Θα είμαστε, είπε στους συμπολεμιστές
του, εφευρετικοί και θα εμπνευστούμε από τους προγόνους μας στο
Μαραθώνα.
Θα είμαστε απόλυτα προσηλωμένοι στο μόνο μας σκοπό: Την νίκη. Δεν θα
αποχωριστούμε κατ’ ελάχιστον τα όπλα μας, θα είμαστε ευέλικτοι και δεν
θα λησμονήσουμε ούτε λεπτό τους πέριξ κινδύνους.
Όποιος προτείνει κατευνασμό του εχθρού είναι ηλίθιος, δειλός κι
εχθρός μας. Μόνο μία ιδέα θα έχετε στο νού σας: να επιστρέψουμε στην
Πατρίδα μας ζωντανοί.
Όλοι γνώριζαν ότι ο Ξενοφών είχε δίκιο. Κάθε Περσική απόπειρα να
τους δελεάσουν σε παγίδα ήταν πλέον αποτυχημένη. Ξεσηκωμένοι πια για
δράση οι Έλληνες εξέλεξαν τον Ξενοφώντα αρχηγό και ξέκινησαν την κάθοδό
τους προς την θάλαττα…
Αναγκασμένοι να στηριχθούν στις δυναμεις τους, απέκτησαν αυτοπεποίθηση και, προσηλωμένοι στο σκοπό τους, έμαθαν γρήγορα να προσαρμόζονται στο ανάγλυφο του εδάφους, να αποφεύγουν μάχες σε άγνωστα μέρη και να κινούνται την νύχτα.
Τελικά σχεδόν όλοι επέστρεψαν ζωντανοί στην Ελλάδα.