κτλ. «Κουά, κουά, κουά, κουά» τά βατράχια, κοάζουν, πώς λέγεται, ξεχάσαμε καί τά ελληνικά τώρα.
– Βρέ παιδί μου, λέει, πήγαινε στά βατράχια καί πές τα: Ά, νά σάς πώ, ο Γέροντας λέει, σταματήστε τώρα γιατί θέλουμε νά διαβάσουμε εμείς τήν ακολουθία.
– Νά ναι ευλογημένο, Γέροντα.
Αυτός ήταν υποτακτικός! Βλέπεις; Δέν είπε, «έ, Γέροντα, τά βατράχια θά πάω νά πώ εγώ;» Όχι υπακοή.
– Ακούστε εδώ, βατράχια, είπε ο Γέροντας νά σταματήσετε τώρα, γιατί θέλουμε νά διαβάσουμε εμείς τήν ακολουθία.
Μίλησε τό βατράχι εκεί! Λέει:
– Πές τού Γέροντα, τώρα τελειώνουμε κι εμείς τήν δοξολογία τού Θεού καί θά πάμε κι εμείς νά ξεκουραστούμε.
Καί τά βατράχια υμνολογούν τό Θεό! Όλη η φύση, νά πούμε, υμνολογεί, δοξολογεί τόν Θεό, καί κατά τήν καθαρότητά μας ακούμε κι εμείς αυτήν τή μυστική δοξολογία, τή μυστική, τήν άφωνο υμνολογία πού κάνουνε καί οι πέτρες ακόμη. Αυτό πώς τό λένε, κάτι στίχους πού έχει η μεγάλη δοξολογία, δέν ξέρω πώς τά λένε, γιατί εγώ έχω χρόνια νά πάω πάνω στήν ακολουθία.
Μοναχοί: Πύρ, χάλαζα, χιών, πνεύμα καταιγίδος…
Γέροντας: Πύρ, χάλαζα, πύρ καταιγίδος κτλ., όλα, τότε αρχίζει η μεγάλη δοξολογία. Βλέπετε; Καί τά όρη καί τά βουνά καί τά δέντρα καί η θάλασσα καί τά ψάρια, όλα υμνολογούν τόν Θεό. Αλλά εμείς, επειδή έχουμε αμαυρώσει, δηλαδή, τό νοερόν τής ψυχής μας, γι? αυτό λίγο τό καταλαμβάνουμε, λίγο.
Όσο καθαρίζεσαι μέσα σου, τόσο καί περισσότερο λαμβάνεις έναν φωτισμό, λαμβάνεις μίαν αίσθηση ότι κανένα κτίσμα τού Θεού δέν μένει αργό, αλλά όλα δοξολογούν τόν Θεό. Καί η μύγα καί τό κουνούπι, καί τό βόδι καί τό ζώο, όλα δοξολογούν τόν Θεό.
Όταν καθαριστείς μέσα σου, θά τήν δείς αυτήν τή μυστική δοξολογία τού Θεού. Όσο καθαρίζεσαι μέσα σου, θά τό δείς καί λές: Ταλαίπωρε άνθρωπε, εσύ μόνο δέν δοξολογείς τόν Θεό. Όλα δοξολογούν τόν Θεό!