Στην Αγία Σοφία
«Μπήκαμε σε ένα μοναστήρι με τον Rûm που είχε ορίσει ο Βασιλιάς για οδηγό. Είχε μία εκκλησία με περίπου 500 παρθένες με μάλλινες φορεσιές, τα κεφάλια τους ήταν κουρεμένα με ένα τσόχινο καπελίνο. Ήταν απίστευτα όμορφες και είχαν τα σημαδια της προσεκτικής ζωής.
Ένας νεαρός βρίσκοταν στον άμβωνα και διάβαζε σε αυτές την ιερή γραφή με φωνή, την πιο όμορφη που είχα ακούσει. Γύρω του ήταν οκτώ ακόμα νέοι με τον ιερέα τους· και όταν σταματούσε ο ένας, ξεκίναγε ο άλλος.
»Καθώς βγήκαμε και περπατούσαμε με το Ρωμιό, συναντήσαμε τον πατέρα του Αυτοκράτορα [Ανδρόνικο Β'] που ήταν μοναχός. Ήταν σύνηθες στα 65-75 οι Αυτοκράτορες να αφήνουν τις υποθέσεις του κράτους στο γιό τους και να αποσύρονται.
Διάβαινε πεζός, φορώντας ένα μαλλινο χιτώνιο και ένα τσόχινο καπελίνο. Είχε μακριά άσπρη γενειάδα και ευγενικό πρόσωπο που έφερε τα σημάδια των στερήσεων.
Πίσω και μπροστά του ήταν ένα σώμα από μοναχούς και είχε ένα ραβδί στο χέρι και ροζάρι γύρω από το λαιμό.
Όταν ο Ρωμιός τον είδε, ξεπέξεψε και μου είπε ‘Κατέβα, είναι ο πατέρας του Αυτοκράτορα’. Ο βασιλιάς ρώτησε τον οδηγό για μένα και ζήτησε να με δεί.
'Πες στο Σαρακηνό' είπε, 'ότι χαιρετώ αυτόν που έφτασε στην Ιερουσαλήμ και περπάτησε στο Λόφο και είδε το Ναό της Αναστάσεως και τη Βηθλεέμ' και με μία κίνηση έφερε το χέρι του στο πόδι μου και το πρόσωπό του.
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση η καλή γνώμη που είχε για κάποιον, αλλόθρησκο, που πάτησε σε αυτά τα μέρη.
Μετά με πήρε από το μπράτσο και καθώς περπατούσαμε με ρωτούσε για την Ιερουσαλήμ και τους χριστιανούς που είναι εκεί· επί μακρόν...
Μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι ιερείς και μοναχοί. Οι υπόλοιποι στρατιωτικοί και μη φοράνε πλατιά καπέλα που τους προστατεύουν από τη βροχή. Έχει δεν έχει. Οι γυναίκες φοράνε μεγάλα τουρμπάνια.
»Φθάσαμε έξω από τη μεγάλη εκκλησία που μπορώ να περιγράψω μόνο το εξωτερικό. Ονομάζεται Aya Sufiya. Είναι από τις μεγαλύτερες εκκλησίες των Rûm και περικλείεται από τείχος σα να είναι μια μικρή πόλη.
Έχει 13 πύλες και ένα ιερό περάσμα, ένα μίλι μακρύ, φρουρούμενο από μεγάλη πύλη. Κανείς δεν απαγορεύται να διαβεί αυτή τη στοά που είναι στολισμένη με μάρμαρα και ξεπηγάζει ένα ρεύμα ερχόμενο από την εκκλησία.
Έξω από την πύλη υπάρχει ανοικτός χώρος με μαγαζιά, κυριώς ξύλινα, με δικαστές, γραμματικούς και τα οφφίκια τους.
Στην πόρτα της εκκλησίας μετά, υπάρχουν μικρά ανοίγματα που κάθονται καντηλανάφτες που φροντίζουν το φωτισμό.
»Ιερείς και μοναχοί βγήκαν από τη πόρτα να τον χαιρετήσουν και αφού είδα ότι άφησε το μπράτσο μου, ζήτησα από τον οδηγό να μπω μαζί του.
'Πες του', είπε στον οδηγό, 'ότι όποιος μπαίνει εδώ πρέπει πρώτα να προσκυνήσει το μεγάλο Σταυρό πάνω από τη πόρτα. Αυτό είναι παλιός νόμος και δεν αλλάζει.'
Ο Σταυρός ήταν από ιερό ξύλο λένε του Προφήτη τους. Με μία χρησή θήκη γύρω του. Η πόρτα είναι καλυμένη επίσης από φύλα χρυσού και ασημιού και τα δύο χερούλια χρυσά.
Οπότε τον άφησα και μπήκε μόνος· και δεν τον είδα ξανά».
Ένας νεαρός βρίσκοταν στον άμβωνα και διάβαζε σε αυτές την ιερή γραφή με φωνή, την πιο όμορφη που είχα ακούσει. Γύρω του ήταν οκτώ ακόμα νέοι με τον ιερέα τους· και όταν σταματούσε ο ένας, ξεκίναγε ο άλλος.
»Καθώς βγήκαμε και περπατούσαμε με το Ρωμιό, συναντήσαμε τον πατέρα του Αυτοκράτορα [Ανδρόνικο Β'] που ήταν μοναχός. Ήταν σύνηθες στα 65-75 οι Αυτοκράτορες να αφήνουν τις υποθέσεις του κράτους στο γιό τους και να αποσύρονται.
Διάβαινε πεζός, φορώντας ένα μαλλινο χιτώνιο και ένα τσόχινο καπελίνο. Είχε μακριά άσπρη γενειάδα και ευγενικό πρόσωπο που έφερε τα σημάδια των στερήσεων.
Πίσω και μπροστά του ήταν ένα σώμα από μοναχούς και είχε ένα ραβδί στο χέρι και ροζάρι γύρω από το λαιμό.
Όταν ο Ρωμιός τον είδε, ξεπέξεψε και μου είπε ‘Κατέβα, είναι ο πατέρας του Αυτοκράτορα’. Ο βασιλιάς ρώτησε τον οδηγό για μένα και ζήτησε να με δεί.
'Πες στο Σαρακηνό' είπε, 'ότι χαιρετώ αυτόν που έφτασε στην Ιερουσαλήμ και περπάτησε στο Λόφο και είδε το Ναό της Αναστάσεως και τη Βηθλεέμ' και με μία κίνηση έφερε το χέρι του στο πόδι μου και το πρόσωπό του.
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση η καλή γνώμη που είχε για κάποιον, αλλόθρησκο, που πάτησε σε αυτά τα μέρη.
Μετά με πήρε από το μπράτσο και καθώς περπατούσαμε με ρωτούσε για την Ιερουσαλήμ και τους χριστιανούς που είναι εκεί· επί μακρόν...
Μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι ιερείς και μοναχοί. Οι υπόλοιποι στρατιωτικοί και μη φοράνε πλατιά καπέλα που τους προστατεύουν από τη βροχή. Έχει δεν έχει. Οι γυναίκες φοράνε μεγάλα τουρμπάνια.
»Φθάσαμε έξω από τη μεγάλη εκκλησία που μπορώ να περιγράψω μόνο το εξωτερικό. Ονομάζεται Aya Sufiya. Είναι από τις μεγαλύτερες εκκλησίες των Rûm και περικλείεται από τείχος σα να είναι μια μικρή πόλη.
Έχει 13 πύλες και ένα ιερό περάσμα, ένα μίλι μακρύ, φρουρούμενο από μεγάλη πύλη. Κανείς δεν απαγορεύται να διαβεί αυτή τη στοά που είναι στολισμένη με μάρμαρα και ξεπηγάζει ένα ρεύμα ερχόμενο από την εκκλησία.
Έξω από την πύλη υπάρχει ανοικτός χώρος με μαγαζιά, κυριώς ξύλινα, με δικαστές, γραμματικούς και τα οφφίκια τους.
Στην πόρτα της εκκλησίας μετά, υπάρχουν μικρά ανοίγματα που κάθονται καντηλανάφτες που φροντίζουν το φωτισμό.
»Ιερείς και μοναχοί βγήκαν από τη πόρτα να τον χαιρετήσουν και αφού είδα ότι άφησε το μπράτσο μου, ζήτησα από τον οδηγό να μπω μαζί του.
'Πες του', είπε στον οδηγό, 'ότι όποιος μπαίνει εδώ πρέπει πρώτα να προσκυνήσει το μεγάλο Σταυρό πάνω από τη πόρτα. Αυτό είναι παλιός νόμος και δεν αλλάζει.'
Ο Σταυρός ήταν από ιερό ξύλο λένε του Προφήτη τους. Με μία χρησή θήκη γύρω του. Η πόρτα είναι καλυμένη επίσης από φύλα χρυσού και ασημιού και τα δύο χερούλια χρυσά.
Οπότε τον άφησα και μπήκε μόνος· και δεν τον είδα ξανά».