Ή Μαρία από παιδάκι αγαπούσε πολύ την Παναγία και στήριζε όλες τις ελπίδες της σε Αυτήν, ακόμη περισσότερο δε όταν έχασε καί τούς δύο γονείς της. Είχε την Παναγία ώς μάννα καί Της ανέθετε κάθε πρόβλημα καί αίτημά της. Όταν ξεκίνησε να εργάζεται, ορφανή καί ανθρωπίνως απροστάτευτη, ό πολυεύσπλαχνος Κύριος την στερέωσε στήν μοναχική της κλήση με μία θαυμαστή οπτασία. Ή Μαρία είδε ότι βρέθηκε σε ένα πολύ όμορφο καί καταπράσινο περιβόλι, όπου την πλησίασε μία μαυροφορεμένη γυναίκα, πού κρατούσε από τό χέρι ένα παιδάκι τριών ετών. Τό παιδάκι σε μία στιγμή έφυγε από τά χέρια της μητέρας του καί άρχισε να τρέχει μέσα στήν χλόη.
Τότε ή γυναίκα κάλεσε την Μαρία μέ τό όνομά της καί της ζήτησε να πίεση τό παιδάκι, υποσχόμενη να της χαρίση ένα δώρο, αν τά κατάφερνε. Ή Μαρία δέχθηκε πρόθυμος καί μετά από πολύ κόπο τό έπιασε, τό αγκάλιασε καί τό ρώτησε πόσο γλυκύς είναι ό Χριστός. Εκείνο δεν απάντησε, άλλά βάζοντας τά δυο χεράκια του δεξιά καί αριστερά από τό στόμα του φύσησε στο δικό της καί αμέσως ή ψυχή της πληρώθηκε από γλυκύτητα καί ευωδία. Κατόπιν ή μαυροφόρα πέρασε στα δάκτυλα τού μικρού παιδιού καί της Μαρίας από ένα δακτυλίδι. ’Από εκείνη την στιγμή καί επί διάστημα περίπου δύο ετών ή Μαρία δεν επιθύμησε να γευθή γλυκό, γιά να μη χάση αυτήν την άρρητη αίσθηση της Χάριτος πού ισχυροποίησε μέσα της την απόφαση να γίνει μοναχή. Μετά από αυτούς τούς πνευματικούς αρραβώνες, ή Μαρία άρχισε να φοράη μόνο σκουρόχρωμα ρούχα, μαντηλάκι στο κεφάλι και ζούσε πλέον ώς μοναχή.
Παράλληλα μέ τον πνευματικό της αγώνα, ή Μαρία έπρεπε να συνεχίζει καθημερινώς καί τον σκληρό αγώνα της επιβιώσεως καί έτσι αναγκάσθηκε να έργασθή ξανά ώς υπηρέτρια σε μία άλλη οικογένεια. Κάποια ήμερα επισκέφτηκε την οικία, όπου δούλευε, ένας, ιερομόναχος. Ή παιδούλα κατά την ώρα εκείνη προσπαθούσε να ανάψει την φωτιά στο καζάνι, για να ζεσταθεί τό νερό καί να πλύνει τά ρούχα, άλλά δυσκολευόταν, διότι ή φωτιά συνεχώς έσβηνε. Ό ιερομόναχος βλέποντάς την λυπημένη, την πλησίασε καί την ρώτησε μέ πατρικό ενδιαφέρον τί της συμβαίνει. Ή Μαρία τού εξήγησε την δυσκολία πού είχε να ανάψει την φωτιά καί εκείνος, σταυρώνοντας τά ξύλα τρεις φορές στο όνομα της 'Αγίας Τριάδος, της είπε να φυσήσει μέ πίστη καί αμέσως ή φωτιά άναψε.
Τό συμβάν αυτό έγινε αφορμή να γνωρισθή μέ τον ιερομόναχο ό όποιος καί έγινε ό κατά κόσμον πνευματικός της. Πρόκειται γιά τον π. Έφραίμ Καραγιάννη, ό όποιος προερχόταν από την συνοδία τού αγιορείτου Γέροντος Ιωσήφ τού Ασύχαστου καί Σπηλαιώτου (1897-1959) καί διακονούσε ώς εφημέριος στον 'Ιερό Ναό άγιου Αποστόλου τού Νέου στον Βόλο. Ό ιερομόναχος π. Έφραίμ μετέφερε την ησυχαστική πατερική παράδοση στήν περιοχή, δίδαξε την νοερά προσευχή καί συνετέλεσε να γνωρίσουν πολλοί άνθρωποι από την πόλη τού Βόλου τό Αγιον Όρος καί τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΛΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ 1921/1995. ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ι.Μ. ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΟΔΗΗΤΡΙΑΣ ΠΟΡΤΑΡΙΑΣ ΒΟΛΟΥ 2013