(1) Λένε για τον μακάριο Αντώνιο ότι ποτέ
του δε σκέφθηκε να κάνει κάτι που να ωφελεί τον εαυτό του πιότερο από
τον πλησίον του. Κι αυτό, γιατί πίστευε πως το κέρδος του πλησίον του
είναι γι’ αυτόν άριστη εργασία.
Και πάλι είπαν για τον αββά Αγάθωνα, ότι έλεγε πως «ήθελα να βρω ένα λεπρό και να λάβω το σώμα του και να του δώσω το δικό μου». Είδες τέλεια αγάπη; Και πάλι, αν είχε κάποιο πράγμα χρήσιμο, δεν άντεχε να μην αναπαύσει μ’ αυτό τον πλησίον του. Είχε κάποτε μια σμίλη για να κόβει τις πέτρες. Ήρθε λοιπόν ένας αδελφός κοντά του και, επειδή την είδε και τη θέλησε, δεν τον άφησε να βγει από το κελί του χωρίς αυτή.
Πολλοί ερημίτες παρέδωσαν τα σώματά τους στα θηρία και στο ξίφος και στη φωτιά, για να ωφελήσουν τον πλησίον.
Κανείς δεν μπορεί να φτάσει σ’ αυτά τα μέτρα της αγάπης, αν δεν ζήσει κρυφά, μέσα του, την ελπίδα του Θεού. Και δεν μπορούν να αγαπήσουν αληθινά τους ανθρώπους όσοι δίνουν την καρδιά τους σ’ αυτό τον εφήμερο κόσμο. Όταν ένας άνθρωπος αποκτήσει την αληθινή αγάπη, τον ίδιο το Θεό ντύνεται, μαζί με αυτήν. Είναι ανάγκη λοιπόν αυτός που απέκτησε το Θεό να πεισθεί ότι δεν μπορεί ν’ αποκαταστήσει μαζί με το Θεό, τίποτε που να μην είναι αναγκαίο, αλλά να αποδυθεί και το ίδιο το σώμα του, δηλ. και αυτές τις μη αναγκαίες σωματικές αναπαύσεις. Ένας άνθρωπος, που είναι ντυμένος, στο σώμα και στην ψυχή, με την κοσμική ματαιοδοξία και που ποθεί να απολαύσει τα αγαθά του κόσμου, δεν μπορεί να φορέσει το Θεό – να γίνει θεοφόρος – μέχρι να τα αφήσει. Γιατί ο ίδιος ο Κύριος είπε ότι «όποιος δεν εγκαταλείψει όλα τα κοσμικά και δε μισήσει την κοσμική ζωή του, δεν μπορεί να γίνει μαθητής μου» (Λουκ. 14, 26). Όχι μόνο να τα αφήσει, αλλά και να τα μισήσει. Αν λοιπόν δεν μπορεί να γίνει μαθητής του, πώς ο Κύριος θα κατοικήσει μέσα του; (308-9).
(2) Δε θα αμελήσω να αναφέρω τι έκαμε ο άγιος Μακάριος ο Μεγάλος, για να ελέγξει εκείνους που καταφρονούν τους αδελφούς τους. Βγήκε λοιπόν κάποτε να επισκεφθεί έναν άρρωστο αδελφό και ρώτησε τον άρρωστο αν ήθελε τίποτε. Εκείνος αποκρίθηκε πως θα ’θελε λίγο φρέσκο ψωμί. Και επειδή όλοι οι μοναχοί εκείνο τον καιρό όλη τη χρονιά συνήθιζαν και έφτιαχναν το ψωμί παξιμάδια, σηκώθηκε αμέσως εκείνος ο αξιομακάριστος άνθρωπος και, μ’ όλα τα ενενήντα του χρόνια, βάδισε από τη σκήτη του στην Αλεξάνδρεια και αντάλλαξε τα ξερά ψωμιά, που πήρε από το κελί του, με φρέσκα και τα πήγε στον αδελφό.
Αλλά και ο αββάς Αγάθων, που ήταν σαν αυτόν το Μεγάλο Μακάριο που ανέφερα, έκαμε κάτι ακόμη πιο σπουδαίο. Αυτός ο αββάς ήταν ο πιο έμπειρος στα πνευματικά από όλους τους μοναχούς του καιρού του, και τιμούσε τη σιωπή και την ησυχία περισσότερο απ’ όλους. Αυτός λοιπόν ο θαυμαστός άνθρωπος, όταν είχε πανηγύρι στην πόλη, πήγε να πουλήσει το εργόχειρό του. Οπότε βρήκε στην αγορά έναν ξένο άρρωστο και παραπεταμένο σε μια άκρη. Τι έκανε τότε; Νοίκιασε ένα σπιτάκι και έμενε κοντά του ασκώντας χειρωνακτική εργασία. Ό,τι έβγαζε το ξόδευε για τον άρρωστο και τον υπηρετούσε συνέχεια έξι μήνες, μέχρι που ο άρρωστος έγινε καλά. (373 – 4).
(3) Ο λόγος του Κυρίου ο αληθινός κα αψευδής μάς λέει ότι δεν μπορεί ένας άνθρωπος να έχει μέσα του τον πόθο των κοσμικών πραγμάτων και μαζί, την αγάπη του Θεού (Ματθ. 6, 24). (15).
(4) Αυτός ο άνθρωπος να λογίζεσαι ότι είναι του Θεού, που από την πολλή του ευσπλαχνία νεκρώθηκε ως προς τις υλικές του ανάγκες. Διότι ο ελεών το φτωχό έχει το Θεό να φροντίζει για τις δικές του ανάγκες. Και αυτός που στερείται για το Θεό, βρήκε θησαυρούς ακένωτους.
Ο Θεός δε χρειάζεται τίποτε. Ευφραίνεται όμως όταν δει κάποιον να αναπαύει την εικόνα του και να την τιμά για την αγάπη του. Όταν έλθει κάποιος και σου ζητήσει αυτό που έχεις, μην πεις μέσα στην καρδία σου ότι θα το κρατήσω αυτό για μένα, για να με αναπαύει, και ότι ο Θεός θα ικανοποιήσει την ανάγκη του αδελφού με άλλο τρόπο. Γιατί αυτά τα λόγια τα λένε οι άδικοι που δεν γνωρίζουν το Θεό. Ο δίκαιος και ενάρετος άνθρωπος την τιμή που του έκανε ο ενδεής αδελφός του δεν την μεταβιβάζει σε άλλον, ούτε την ευκαιρία της ελεημοσύνης θα επιτρέψει στον εαυτό του να την χάσει. Ο φτωχός και ενδεής άνθρωπος λαμβάνει τα αναγκαία από τον Θεό, διότι κανέναν δεν εγκαταλείπει ο Κύριος. Συ όμως, που θέλησες να αναπαύσεις τον εαυτό σου μάλλον παρά το φτωχό αδελφό σου, αποποιήθηκες την τιμή που σου έκαμε ο Θεός και απομάκρυνες τη χάρη του από σένα. Όταν λοιπόν δώσεις ελεημοσύνη, να ευφραίνεσαι και να πεις: Δόξα σοι ο Θεός, που με αξίωσες να βρω κάποιον να αναπαύσω. Όταν όμως δεν έχεις τι να δώσεις, μάλλον να χαρείς και να πεις ευχαριστώντας το Θεό: Σε ευχαριστώ, Θεέ μου, που μου ’δωσες αυτή τη χάρη και την τιμή να γίνω φτωχός για το όνομά σου, και που με αξίωσες να γευθώ τη θλίψη της σωματικής αδυναμίας και της φτώχειας, που όρισες στο στενό δρόμο των εντολών σου, όπως τη γεύθηκαν οι άγιοί σου, που περπάτησαν αυτό το δρόμο (23 – 4).
Η αγάπη είναι καρπός προσευχής
(5) Η αγάπη είναι καρπός της προσευχής. Η αγάπη αρχίζει από τη θέα της (κατά την προσευχή) και οδηγεί το νου αχόρταγα στον πόθο της, όταν ο άνθρωπος κάνει υπομονή στην προσευχή χωρίς αμέλεια («ακηδία»). Οπότε μόνο προσεύχεται μέσα σε σιωπηλά ενθυμήματα της διάνοιας με θεϊκή πύρωση και θέρμη. (272).
(6) Η αγάπη του Θεού έρχεται μέσα μας από τη συνομιλία μαζί του. (156).
Η αγάπη του Θεού είναι παράδεισος
(7) Παράδεισος είναι η αγάπη του Θεού. Μέσα σ’ αυτήν υπάρχει η τρυφή όλων των μακαρισμών. Σ’ αυτόν τον παράδεισο ο μακάριος Παύλος τράφηκε με υπερφυσική τροφή. Και αφού γεύθηκε εκεί το ξύλο της ζωής, έκραξε λέγοντας: «αυτά που μάτι δεν τα είδε, ούτε αυτί τα άκουσε, κι ούτε που τα ’βαλε ο λογισμός του ανθρώπου, όσα ετοίμασε ο Θεός για κείνους που τον αγαπούν» (1 Κορ. 2, 9). Από αυτό το ξύλο της ζωής εμποδίστηκαν ο Αδάμ με τη συμβουλή του διαβόλου.
Το ξύλο της ζωής είναι η αγάπη του Θεού, από την οποία εξέπεσε ο Αδάμ και δεν μπόρεσε πια να χαρεί, παρά δούλευε και έχυνε τον ιδρώτα του στη γη των αγκαθιών. Όσοι στερήθηκαν την αγάπη του Θεού, δηλ. τον παράδεισο, τρώνε με την εργασία τους, μέσα στ’ αγκάθια, το ψωμί του ιδρώτα, και αν ακόμη βαδίζουν στον ίσιο δρόμο των αρετών. Είναι το ψωμί που επέτρεψε ο Θεός στον πρωτόπλαστο να φάει μετά την έκπτωσή του. Μέχρι να βρούμε λοιπόν την αγάπη, η εργασία μας είναι στη γη των αγκαθιών και μέσα σ’ αυτά σπέρνουμε και θερίζουμε, κι ας είναι ο σπόρος μας σπόρος δικαιοσύνης. Συνέχεια, λοιπόν, μας κεντάνε τα αγκάθια και, όσο και να δικαιωθούμε, ζούμε μέσα σ’ αυτά με τον ιδρώτα του προσώπου μας.
Όταν όμως μέσα στον έμπονο και δίκαιο αγώνα μας, βρούμε την αγάπη του Θεού, τρεφόμαστε με ουράνιο άρτο και δυναμώνουμε, χωρίς να εργαζόμαστε με αγωνία και χωρίς να κουραζόμαστε, όπως οι χωρίς αγάπη άνθρωποι. Ο ουράνιος άρτος είναι ο Χριστός, που ήρθε κάτω σε μας από τον ουρανό και δίνει στον κόσμο την αιώνια ζωή. Και αυτή η ζωή είναι η τροφή των αγγέλων.
Όποιος βρήκε των αγάπη, κάθε μέρα και ώρα τρώγει το Χριστό κι από αυτό γίνεται αθάνατος (Ιω. 6, 58). Διότι «ο τρώγων – λέει – από τον άρτο που εγώ θα του δώσω, ποτέ (“εις τον αιώνα”) δε θα πεθάνει». Μακάριος λοιπόν είναι εκείνος που τρώγει από τον άρτο της αγάπης, που είναι ο Ιησούς. Ότι βέβαια, αυτός που τρώγει από την αγάπη, τρώγει το Χριστό, το Θεό των πάντων, το μαρτυρεί ο απόστολος Ιωάννης, όταν λέει ότι «ο Θεός είναι αγάπη» (1 Ιω. 4, 8). Λοιπόν όποιος ζει στην αγάπη, λαμβάνει από το Θεό ως καρπό τη ζωή, και σ’ αυτό τον κόσμο οσφραίνεται από τώρα εκείνο τον αέρα της ανάστασης, στον οποίο εντρυφούν οι κοιμηθέντες δίκαιοι.
Η αγάπη είναι το δείπνο της βασιλείας του Θεού
(8) Η αγάπη είναι η βασιλεία, που μυστικά υποσχέθηκε ο Κύριος στους Αποστόλους ότι θα φάνε στη βασιλεία του. Διότι το «να τρώτε και να πίνετε στο δικό μου τραπέζι στη βασιλεία μου» (Λκ. 22, 30) τι άλλο είναι παρά η αγάπη; Γιατί η αγάπη του Θεού μπορεί να θρέψει τον άνθρωπο, χωρίς αυτός να τρώγει και να πίνει. Η αγάπη, ακόμη, είναι το κρασί που ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου (Χ. 93, 16). Μακάριος είναι αυτός που ήπιε από τούτο το κρασί. Από αυτό ήπιαν οι ακόλαστοι, και ένιωσαν ντροπή, οι αμαρτωλοί και λησμόνησαν τους δρόμους της αμαρτίας, και οι μέθυσοι και έγιναν νηστευτές, και οι πλούσιοι και πεθύμησαν τη φτώχεια, και οι φτωχοί και πλούτησαν με την ελπίδα, και οι άρρωστοι, και έγιναν υγιείς, και οι αγράμματοι και έγιναν σοφοί. (282 – 3).
Η πρακτική αγάπη
(9) Όπως το λάδι συντηρεί το φως του λυχναριού, έτσι και η ελεημοσύνη, τρέφει στην ψυχή την αληθινή γνώση του Θεού. Το κλειδί της καρδιάς για την απόκτηση των θείων χαρισμάτων δίνεται μέσω της αγάπης προς τον πλησίον.
Τι ωραία και αξιέπαινη που είναι η αγάπη προς τον πλησίον, εάν βέβαια η μέριμνα γι’ αυτή δεν μας αποσπά από την αγάπη του Θεού! Πόσο γλυκιά είναι η συντροφιά των πνευματικών μας αδελφών, εάν μπορέσουμε να φυλάξουμε μαζί μ’ αυτήν και την κοινωνία με το Θεό! (289).
(10) Ένας άνθρωπος που ασχολείται με τα βιωτικά και ασκεί χειρωνακτική εργασία και λαμβάνει από άλλους βοήθεια, αυτός έχει χρέος να δώσει ελεημοσύνη. Αν αμελήσει γι’ αυτήν, η ασπλαχνία του είναι ενάντια στην εντολή του Κυρίου. (300)
(11) Ένας μοναχός έχει, ας πούμε, κανόνα να ησυχάζει στο κελί του επτά εβδομάδες ή μία εβδομάδα και, αφού εκπληρώσει τον κανόνα του, συναντιέται και συναναστρέφεται με τους ανθρώπους και παρηγοριέται μαζί τους. Αυτός λοιπόν, αν αδιαφορεί για τους πονεμένους αδελφούς του, στοχαζόμενος ότι αρκεί ο εβδομαδιαίος κανόνας του, είναι ανελεήμων και σκληρός. Γιατί με το να μην έχει ελεημοσύνη στην καρδιά του και με το να υψηλοφρονεί και να συλλογίζεται το ψεύδος, δε συγκαταβαίνει να συμμετάσχει στον πόνο των αδελφών του.
Όποιος καταφρονεί τον ασθενή αδελφό του δεν πρόκειται να δει το φως του Θεού. Και όποιος αποστρέφει το πρόσωπό του από τον ευρισκόμενο σε στεναχώρια, η ημέρα του θα είναι σκοτεινή. (354)
(12) Είπε ένας γνωστικός άγιος ότι τίποτε δεν μπορεί να λυτρώσει το μοναχό από το δαίμονα της υπερηφάνειας και να τον βοηθήσει όταν το πάθος της πορνείας είναι σε έξαψη, όσο το να επισκέπτεται και να υπηρετεί τους κατάκοιτους και κείνους που λιώνουν από το σωματικό πόνο. (355)
(13) Είπε ο Κύριος: «Ό,τι θέλετε να κάνουν σε σας οι άνθρωποι, έτσι και σεις να κάνετε σ’ αυτούς» (Λουκ. 6, 31). Όταν όμως ο άνθρωπος δεν έχει υλικά αγαθά ούτε σωματική δύναμη για να εκπληρώσει την αγάπη προς τον αδελφό του, τότε είναι αρκετή για το Θεό μόνη η αγάπη για τον αδελφό, που φυλάγεται στην προαίρεσή του. (355)
Η αγάπη του Θεού είναι αστείρευτη
(14) Η αγάπη που προέρχεται από τα πράγματα αυτού του κόσμου μοιάζει με το φως του λυχναριού, που συντηρείται με το λάδι, ή ακόμα, μοιάζει με το χείμαρρο, που τρέχει μόνο όταν βρέχει, ή γίνεται ξερός όταν σταματήσει η βροχή. Όμως η αγάπη που προέρχεται από τον Θεό είναι σαν την πηγή που αναβλύζει και ποτέ δεν σταματάει η ροή της, και το νερό της δε σώνεται, γιατί ο Θεός μόνος είναι η πηγή της αγάπης. (143).
Η αγάπη του Θεού φέρνει ασυνήθιστη αλλοίωση
(15) Η αγάπη του Θεού είναι από τη φύση της θερμή. Και όταν πέσει σε κάποιον με υπερβολή, κάνει εκείνη την ψυχή εκστατική. Γι’ αυτό και η καρδιά εκείνου που την αισθάνθηκε δεν μπορεί να τη δεχθεί μέσα του και να την αντέξει, αλλά ανάλογα με την ποιότητα της αγάπης που τον επισκίασε, φαίνεται απάνω του μια ασυνήθιστη αλλοίωση. Και αυτά είναι τα αισθητά σημεία αυτής της αλλοίωσης:
Το πρόσωπο του ανθρώπου γίνεται κόκκινο σαν τη φωτιά και χαρούμενο, και το σώμα του θερμαίνεται. Φεύγει απ’ αυτόν ο φόβος και η συστολή («αιδώς»), και γίνεται εκστατικός. Και η δύναμη που συμμαζεύει το νου χάνεται, και έρχεται σε κατάσταση εξωλογική («έκφρων»). Το φοβερό θάνατο για χαρά τον περνάει και ποτέ του ο νους του δε σταματάει να βλέπει και να στοχάζεται τα ουράνια. Και χωρίς να βρίσκεται σωματικά στους ουρανούς, μιλάει σαν να είναι παρών εκεί, χωρίς βέβαια να τον βλέπει κανένας. Χάνει τη φυσική γνώση και τη φυσική όραση και χάνει την αίσθηση της κίνησής του μέσα στον αισθητό χώρο. Γιατί και όταν κάνει κάτι, δεν το αισθάνεται καθόλου, αφού ο νους του είναι μετέωρος στη θεωρία των ουρανίων. Και η διάνοιά του φαίνεται να συνομιλεί με κάποιον άλλον.
Αυτή την πνευματική μέθη μεθύσανε οι Απόστολοι και οι Μάρτυρες. Και οι μεν Απόστολοι γυρίσανε όλο τον κόσμο μέσα σε κόπο και μόχθο και ονειδισμούς, ενώ οι Μάρτυρες με κομματιασμένα τα μέλη τους έχυσαν τα αίματά τους σαν τον τρεχούμενο νερό και, ενώ υπέφεραν φοβερά βασανιστήρια, δε δείλιασαν, παρά τα υπέμειναν με γενναιότητα, και ενώ στην πραγματικότητα ήταν σοφοί, τους πέρασαν για άμυαλους. Άλλοι πάλι περιπλανήθηκαν σε έρημους τόπους και στα βουνά και στις σπηλιές και στις τρύπες της γης. Αυτά που έκαμναν ήταν για τον κόσμο αταξίες, ενώ για το Θεό ήταν εύτακτα. Αυτή την ανοησία τους μακάρι να μας αξιώσει ο Θεός και μεις να τη φτάσουμε! (104 – 5 ).
Αληθινή ελεημοσύνη
(16) Σπείρε την ελεημοσύνη με ταπείνωση και θα θερίσεις το έλεος του Θεού την ημέρα που θα σε κρίνει. Ποια αμαρτήματα σε έκαναν να χάσεις τη χάρη του Θεού; απ’ αυτά να θεραπευθείς για να την αποκτήσεις. Έχασες τη σωφροσύνη; Δεν δέχεται από σένα ο Θεός την ελεημοσύνη ενόσω επιμένεις στην πορνεία. Διότι ο Θεός από σένα θέλει τον αγιασμό του σώματος. (20).
Πηγή: Aνθολόγιο από την ασκητική εμπειρία του Αγίου Ισαάκ του Σύρου
http://www.xfd.gr
http://perivolipanagias.blogspot.gr
Και πάλι είπαν για τον αββά Αγάθωνα, ότι έλεγε πως «ήθελα να βρω ένα λεπρό και να λάβω το σώμα του και να του δώσω το δικό μου». Είδες τέλεια αγάπη; Και πάλι, αν είχε κάποιο πράγμα χρήσιμο, δεν άντεχε να μην αναπαύσει μ’ αυτό τον πλησίον του. Είχε κάποτε μια σμίλη για να κόβει τις πέτρες. Ήρθε λοιπόν ένας αδελφός κοντά του και, επειδή την είδε και τη θέλησε, δεν τον άφησε να βγει από το κελί του χωρίς αυτή.
Πολλοί ερημίτες παρέδωσαν τα σώματά τους στα θηρία και στο ξίφος και στη φωτιά, για να ωφελήσουν τον πλησίον.
Κανείς δεν μπορεί να φτάσει σ’ αυτά τα μέτρα της αγάπης, αν δεν ζήσει κρυφά, μέσα του, την ελπίδα του Θεού. Και δεν μπορούν να αγαπήσουν αληθινά τους ανθρώπους όσοι δίνουν την καρδιά τους σ’ αυτό τον εφήμερο κόσμο. Όταν ένας άνθρωπος αποκτήσει την αληθινή αγάπη, τον ίδιο το Θεό ντύνεται, μαζί με αυτήν. Είναι ανάγκη λοιπόν αυτός που απέκτησε το Θεό να πεισθεί ότι δεν μπορεί ν’ αποκαταστήσει μαζί με το Θεό, τίποτε που να μην είναι αναγκαίο, αλλά να αποδυθεί και το ίδιο το σώμα του, δηλ. και αυτές τις μη αναγκαίες σωματικές αναπαύσεις. Ένας άνθρωπος, που είναι ντυμένος, στο σώμα και στην ψυχή, με την κοσμική ματαιοδοξία και που ποθεί να απολαύσει τα αγαθά του κόσμου, δεν μπορεί να φορέσει το Θεό – να γίνει θεοφόρος – μέχρι να τα αφήσει. Γιατί ο ίδιος ο Κύριος είπε ότι «όποιος δεν εγκαταλείψει όλα τα κοσμικά και δε μισήσει την κοσμική ζωή του, δεν μπορεί να γίνει μαθητής μου» (Λουκ. 14, 26). Όχι μόνο να τα αφήσει, αλλά και να τα μισήσει. Αν λοιπόν δεν μπορεί να γίνει μαθητής του, πώς ο Κύριος θα κατοικήσει μέσα του; (308-9).
(2) Δε θα αμελήσω να αναφέρω τι έκαμε ο άγιος Μακάριος ο Μεγάλος, για να ελέγξει εκείνους που καταφρονούν τους αδελφούς τους. Βγήκε λοιπόν κάποτε να επισκεφθεί έναν άρρωστο αδελφό και ρώτησε τον άρρωστο αν ήθελε τίποτε. Εκείνος αποκρίθηκε πως θα ’θελε λίγο φρέσκο ψωμί. Και επειδή όλοι οι μοναχοί εκείνο τον καιρό όλη τη χρονιά συνήθιζαν και έφτιαχναν το ψωμί παξιμάδια, σηκώθηκε αμέσως εκείνος ο αξιομακάριστος άνθρωπος και, μ’ όλα τα ενενήντα του χρόνια, βάδισε από τη σκήτη του στην Αλεξάνδρεια και αντάλλαξε τα ξερά ψωμιά, που πήρε από το κελί του, με φρέσκα και τα πήγε στον αδελφό.
Αλλά και ο αββάς Αγάθων, που ήταν σαν αυτόν το Μεγάλο Μακάριο που ανέφερα, έκαμε κάτι ακόμη πιο σπουδαίο. Αυτός ο αββάς ήταν ο πιο έμπειρος στα πνευματικά από όλους τους μοναχούς του καιρού του, και τιμούσε τη σιωπή και την ησυχία περισσότερο απ’ όλους. Αυτός λοιπόν ο θαυμαστός άνθρωπος, όταν είχε πανηγύρι στην πόλη, πήγε να πουλήσει το εργόχειρό του. Οπότε βρήκε στην αγορά έναν ξένο άρρωστο και παραπεταμένο σε μια άκρη. Τι έκανε τότε; Νοίκιασε ένα σπιτάκι και έμενε κοντά του ασκώντας χειρωνακτική εργασία. Ό,τι έβγαζε το ξόδευε για τον άρρωστο και τον υπηρετούσε συνέχεια έξι μήνες, μέχρι που ο άρρωστος έγινε καλά. (373 – 4).
(3) Ο λόγος του Κυρίου ο αληθινός κα αψευδής μάς λέει ότι δεν μπορεί ένας άνθρωπος να έχει μέσα του τον πόθο των κοσμικών πραγμάτων και μαζί, την αγάπη του Θεού (Ματθ. 6, 24). (15).
(4) Αυτός ο άνθρωπος να λογίζεσαι ότι είναι του Θεού, που από την πολλή του ευσπλαχνία νεκρώθηκε ως προς τις υλικές του ανάγκες. Διότι ο ελεών το φτωχό έχει το Θεό να φροντίζει για τις δικές του ανάγκες. Και αυτός που στερείται για το Θεό, βρήκε θησαυρούς ακένωτους.
Ο Θεός δε χρειάζεται τίποτε. Ευφραίνεται όμως όταν δει κάποιον να αναπαύει την εικόνα του και να την τιμά για την αγάπη του. Όταν έλθει κάποιος και σου ζητήσει αυτό που έχεις, μην πεις μέσα στην καρδία σου ότι θα το κρατήσω αυτό για μένα, για να με αναπαύει, και ότι ο Θεός θα ικανοποιήσει την ανάγκη του αδελφού με άλλο τρόπο. Γιατί αυτά τα λόγια τα λένε οι άδικοι που δεν γνωρίζουν το Θεό. Ο δίκαιος και ενάρετος άνθρωπος την τιμή που του έκανε ο ενδεής αδελφός του δεν την μεταβιβάζει σε άλλον, ούτε την ευκαιρία της ελεημοσύνης θα επιτρέψει στον εαυτό του να την χάσει. Ο φτωχός και ενδεής άνθρωπος λαμβάνει τα αναγκαία από τον Θεό, διότι κανέναν δεν εγκαταλείπει ο Κύριος. Συ όμως, που θέλησες να αναπαύσεις τον εαυτό σου μάλλον παρά το φτωχό αδελφό σου, αποποιήθηκες την τιμή που σου έκαμε ο Θεός και απομάκρυνες τη χάρη του από σένα. Όταν λοιπόν δώσεις ελεημοσύνη, να ευφραίνεσαι και να πεις: Δόξα σοι ο Θεός, που με αξίωσες να βρω κάποιον να αναπαύσω. Όταν όμως δεν έχεις τι να δώσεις, μάλλον να χαρείς και να πεις ευχαριστώντας το Θεό: Σε ευχαριστώ, Θεέ μου, που μου ’δωσες αυτή τη χάρη και την τιμή να γίνω φτωχός για το όνομά σου, και που με αξίωσες να γευθώ τη θλίψη της σωματικής αδυναμίας και της φτώχειας, που όρισες στο στενό δρόμο των εντολών σου, όπως τη γεύθηκαν οι άγιοί σου, που περπάτησαν αυτό το δρόμο (23 – 4).
Η αγάπη είναι καρπός προσευχής
(5) Η αγάπη είναι καρπός της προσευχής. Η αγάπη αρχίζει από τη θέα της (κατά την προσευχή) και οδηγεί το νου αχόρταγα στον πόθο της, όταν ο άνθρωπος κάνει υπομονή στην προσευχή χωρίς αμέλεια («ακηδία»). Οπότε μόνο προσεύχεται μέσα σε σιωπηλά ενθυμήματα της διάνοιας με θεϊκή πύρωση και θέρμη. (272).
(6) Η αγάπη του Θεού έρχεται μέσα μας από τη συνομιλία μαζί του. (156).
Η αγάπη του Θεού είναι παράδεισος
(7) Παράδεισος είναι η αγάπη του Θεού. Μέσα σ’ αυτήν υπάρχει η τρυφή όλων των μακαρισμών. Σ’ αυτόν τον παράδεισο ο μακάριος Παύλος τράφηκε με υπερφυσική τροφή. Και αφού γεύθηκε εκεί το ξύλο της ζωής, έκραξε λέγοντας: «αυτά που μάτι δεν τα είδε, ούτε αυτί τα άκουσε, κι ούτε που τα ’βαλε ο λογισμός του ανθρώπου, όσα ετοίμασε ο Θεός για κείνους που τον αγαπούν» (1 Κορ. 2, 9). Από αυτό το ξύλο της ζωής εμποδίστηκαν ο Αδάμ με τη συμβουλή του διαβόλου.
Το ξύλο της ζωής είναι η αγάπη του Θεού, από την οποία εξέπεσε ο Αδάμ και δεν μπόρεσε πια να χαρεί, παρά δούλευε και έχυνε τον ιδρώτα του στη γη των αγκαθιών. Όσοι στερήθηκαν την αγάπη του Θεού, δηλ. τον παράδεισο, τρώνε με την εργασία τους, μέσα στ’ αγκάθια, το ψωμί του ιδρώτα, και αν ακόμη βαδίζουν στον ίσιο δρόμο των αρετών. Είναι το ψωμί που επέτρεψε ο Θεός στον πρωτόπλαστο να φάει μετά την έκπτωσή του. Μέχρι να βρούμε λοιπόν την αγάπη, η εργασία μας είναι στη γη των αγκαθιών και μέσα σ’ αυτά σπέρνουμε και θερίζουμε, κι ας είναι ο σπόρος μας σπόρος δικαιοσύνης. Συνέχεια, λοιπόν, μας κεντάνε τα αγκάθια και, όσο και να δικαιωθούμε, ζούμε μέσα σ’ αυτά με τον ιδρώτα του προσώπου μας.
Όταν όμως μέσα στον έμπονο και δίκαιο αγώνα μας, βρούμε την αγάπη του Θεού, τρεφόμαστε με ουράνιο άρτο και δυναμώνουμε, χωρίς να εργαζόμαστε με αγωνία και χωρίς να κουραζόμαστε, όπως οι χωρίς αγάπη άνθρωποι. Ο ουράνιος άρτος είναι ο Χριστός, που ήρθε κάτω σε μας από τον ουρανό και δίνει στον κόσμο την αιώνια ζωή. Και αυτή η ζωή είναι η τροφή των αγγέλων.
Όποιος βρήκε των αγάπη, κάθε μέρα και ώρα τρώγει το Χριστό κι από αυτό γίνεται αθάνατος (Ιω. 6, 58). Διότι «ο τρώγων – λέει – από τον άρτο που εγώ θα του δώσω, ποτέ (“εις τον αιώνα”) δε θα πεθάνει». Μακάριος λοιπόν είναι εκείνος που τρώγει από τον άρτο της αγάπης, που είναι ο Ιησούς. Ότι βέβαια, αυτός που τρώγει από την αγάπη, τρώγει το Χριστό, το Θεό των πάντων, το μαρτυρεί ο απόστολος Ιωάννης, όταν λέει ότι «ο Θεός είναι αγάπη» (1 Ιω. 4, 8). Λοιπόν όποιος ζει στην αγάπη, λαμβάνει από το Θεό ως καρπό τη ζωή, και σ’ αυτό τον κόσμο οσφραίνεται από τώρα εκείνο τον αέρα της ανάστασης, στον οποίο εντρυφούν οι κοιμηθέντες δίκαιοι.
Η αγάπη είναι το δείπνο της βασιλείας του Θεού
(8) Η αγάπη είναι η βασιλεία, που μυστικά υποσχέθηκε ο Κύριος στους Αποστόλους ότι θα φάνε στη βασιλεία του. Διότι το «να τρώτε και να πίνετε στο δικό μου τραπέζι στη βασιλεία μου» (Λκ. 22, 30) τι άλλο είναι παρά η αγάπη; Γιατί η αγάπη του Θεού μπορεί να θρέψει τον άνθρωπο, χωρίς αυτός να τρώγει και να πίνει. Η αγάπη, ακόμη, είναι το κρασί που ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου (Χ. 93, 16). Μακάριος είναι αυτός που ήπιε από τούτο το κρασί. Από αυτό ήπιαν οι ακόλαστοι, και ένιωσαν ντροπή, οι αμαρτωλοί και λησμόνησαν τους δρόμους της αμαρτίας, και οι μέθυσοι και έγιναν νηστευτές, και οι πλούσιοι και πεθύμησαν τη φτώχεια, και οι φτωχοί και πλούτησαν με την ελπίδα, και οι άρρωστοι, και έγιναν υγιείς, και οι αγράμματοι και έγιναν σοφοί. (282 – 3).
Η πρακτική αγάπη
(9) Όπως το λάδι συντηρεί το φως του λυχναριού, έτσι και η ελεημοσύνη, τρέφει στην ψυχή την αληθινή γνώση του Θεού. Το κλειδί της καρδιάς για την απόκτηση των θείων χαρισμάτων δίνεται μέσω της αγάπης προς τον πλησίον.
Τι ωραία και αξιέπαινη που είναι η αγάπη προς τον πλησίον, εάν βέβαια η μέριμνα γι’ αυτή δεν μας αποσπά από την αγάπη του Θεού! Πόσο γλυκιά είναι η συντροφιά των πνευματικών μας αδελφών, εάν μπορέσουμε να φυλάξουμε μαζί μ’ αυτήν και την κοινωνία με το Θεό! (289).
(10) Ένας άνθρωπος που ασχολείται με τα βιωτικά και ασκεί χειρωνακτική εργασία και λαμβάνει από άλλους βοήθεια, αυτός έχει χρέος να δώσει ελεημοσύνη. Αν αμελήσει γι’ αυτήν, η ασπλαχνία του είναι ενάντια στην εντολή του Κυρίου. (300)
(11) Ένας μοναχός έχει, ας πούμε, κανόνα να ησυχάζει στο κελί του επτά εβδομάδες ή μία εβδομάδα και, αφού εκπληρώσει τον κανόνα του, συναντιέται και συναναστρέφεται με τους ανθρώπους και παρηγοριέται μαζί τους. Αυτός λοιπόν, αν αδιαφορεί για τους πονεμένους αδελφούς του, στοχαζόμενος ότι αρκεί ο εβδομαδιαίος κανόνας του, είναι ανελεήμων και σκληρός. Γιατί με το να μην έχει ελεημοσύνη στην καρδιά του και με το να υψηλοφρονεί και να συλλογίζεται το ψεύδος, δε συγκαταβαίνει να συμμετάσχει στον πόνο των αδελφών του.
Όποιος καταφρονεί τον ασθενή αδελφό του δεν πρόκειται να δει το φως του Θεού. Και όποιος αποστρέφει το πρόσωπό του από τον ευρισκόμενο σε στεναχώρια, η ημέρα του θα είναι σκοτεινή. (354)
(12) Είπε ένας γνωστικός άγιος ότι τίποτε δεν μπορεί να λυτρώσει το μοναχό από το δαίμονα της υπερηφάνειας και να τον βοηθήσει όταν το πάθος της πορνείας είναι σε έξαψη, όσο το να επισκέπτεται και να υπηρετεί τους κατάκοιτους και κείνους που λιώνουν από το σωματικό πόνο. (355)
(13) Είπε ο Κύριος: «Ό,τι θέλετε να κάνουν σε σας οι άνθρωποι, έτσι και σεις να κάνετε σ’ αυτούς» (Λουκ. 6, 31). Όταν όμως ο άνθρωπος δεν έχει υλικά αγαθά ούτε σωματική δύναμη για να εκπληρώσει την αγάπη προς τον αδελφό του, τότε είναι αρκετή για το Θεό μόνη η αγάπη για τον αδελφό, που φυλάγεται στην προαίρεσή του. (355)
Η αγάπη του Θεού είναι αστείρευτη
(14) Η αγάπη που προέρχεται από τα πράγματα αυτού του κόσμου μοιάζει με το φως του λυχναριού, που συντηρείται με το λάδι, ή ακόμα, μοιάζει με το χείμαρρο, που τρέχει μόνο όταν βρέχει, ή γίνεται ξερός όταν σταματήσει η βροχή. Όμως η αγάπη που προέρχεται από τον Θεό είναι σαν την πηγή που αναβλύζει και ποτέ δεν σταματάει η ροή της, και το νερό της δε σώνεται, γιατί ο Θεός μόνος είναι η πηγή της αγάπης. (143).
Η αγάπη του Θεού φέρνει ασυνήθιστη αλλοίωση
(15) Η αγάπη του Θεού είναι από τη φύση της θερμή. Και όταν πέσει σε κάποιον με υπερβολή, κάνει εκείνη την ψυχή εκστατική. Γι’ αυτό και η καρδιά εκείνου που την αισθάνθηκε δεν μπορεί να τη δεχθεί μέσα του και να την αντέξει, αλλά ανάλογα με την ποιότητα της αγάπης που τον επισκίασε, φαίνεται απάνω του μια ασυνήθιστη αλλοίωση. Και αυτά είναι τα αισθητά σημεία αυτής της αλλοίωσης:
Το πρόσωπο του ανθρώπου γίνεται κόκκινο σαν τη φωτιά και χαρούμενο, και το σώμα του θερμαίνεται. Φεύγει απ’ αυτόν ο φόβος και η συστολή («αιδώς»), και γίνεται εκστατικός. Και η δύναμη που συμμαζεύει το νου χάνεται, και έρχεται σε κατάσταση εξωλογική («έκφρων»). Το φοβερό θάνατο για χαρά τον περνάει και ποτέ του ο νους του δε σταματάει να βλέπει και να στοχάζεται τα ουράνια. Και χωρίς να βρίσκεται σωματικά στους ουρανούς, μιλάει σαν να είναι παρών εκεί, χωρίς βέβαια να τον βλέπει κανένας. Χάνει τη φυσική γνώση και τη φυσική όραση και χάνει την αίσθηση της κίνησής του μέσα στον αισθητό χώρο. Γιατί και όταν κάνει κάτι, δεν το αισθάνεται καθόλου, αφού ο νους του είναι μετέωρος στη θεωρία των ουρανίων. Και η διάνοιά του φαίνεται να συνομιλεί με κάποιον άλλον.
Αυτή την πνευματική μέθη μεθύσανε οι Απόστολοι και οι Μάρτυρες. Και οι μεν Απόστολοι γυρίσανε όλο τον κόσμο μέσα σε κόπο και μόχθο και ονειδισμούς, ενώ οι Μάρτυρες με κομματιασμένα τα μέλη τους έχυσαν τα αίματά τους σαν τον τρεχούμενο νερό και, ενώ υπέφεραν φοβερά βασανιστήρια, δε δείλιασαν, παρά τα υπέμειναν με γενναιότητα, και ενώ στην πραγματικότητα ήταν σοφοί, τους πέρασαν για άμυαλους. Άλλοι πάλι περιπλανήθηκαν σε έρημους τόπους και στα βουνά και στις σπηλιές και στις τρύπες της γης. Αυτά που έκαμναν ήταν για τον κόσμο αταξίες, ενώ για το Θεό ήταν εύτακτα. Αυτή την ανοησία τους μακάρι να μας αξιώσει ο Θεός και μεις να τη φτάσουμε! (104 – 5 ).
Αληθινή ελεημοσύνη
(16) Σπείρε την ελεημοσύνη με ταπείνωση και θα θερίσεις το έλεος του Θεού την ημέρα που θα σε κρίνει. Ποια αμαρτήματα σε έκαναν να χάσεις τη χάρη του Θεού; απ’ αυτά να θεραπευθείς για να την αποκτήσεις. Έχασες τη σωφροσύνη; Δεν δέχεται από σένα ο Θεός την ελεημοσύνη ενόσω επιμένεις στην πορνεία. Διότι ο Θεός από σένα θέλει τον αγιασμό του σώματος. (20).
Πηγή: Aνθολόγιο από την ασκητική εμπειρία του Αγίου Ισαάκ του Σύρου
http://www.xfd.gr
http://perivolipanagias.blogspot.gr