«Ήρθε μια γιαγιά», έλεγε ο
Γέροντας (μακαριστός π. Ιάκωβος Τσαλίκης), «και μου είπε ότι πήγε ν΄ ανάψει τα
καντήλια σ΄ ένα από τα ξωκκλήσια του χωριού της ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή.
Από γυναικεία περιέργεια έβαλε το κεφάλι της από το πορτάκι και κοίταξε μέσα στο Ιερό. Βλέπει τότε πάνω στην Αγία Τράπεζα, να κάθεται ένα παλικάρι ως τριάντα χρονών που είχε πληγές στις παλάμες του και στα πόδια του και μια πληγή στο πλευρό του, και από τις πληγές έτρεχαν αίματα. Κατάπληκτη η γιαγιά του λέει :
Από γυναικεία περιέργεια έβαλε το κεφάλι της από το πορτάκι και κοίταξε μέσα στο Ιερό. Βλέπει τότε πάνω στην Αγία Τράπεζα, να κάθεται ένα παλικάρι ως τριάντα χρονών που είχε πληγές στις παλάμες του και στα πόδια του και μια πληγή στο πλευρό του, και από τις πληγές έτρεχαν αίματα. Κατάπληκτη η γιαγιά του λέει :
- Ποιός είσαι εσύ και πώς
τολμάς και κάθεσαι πάνω στην Αγία Τράπεζα ;
Τότε της απαντάει αυτός :
- Εγώ πάντα εδώ κάθομαι, γιατί εδώ είναι η θέση μου.
Τότε η γιαγιά του λέει :
Ποιός σε πλήγωσε τόσο ;
Και της απαντάει :
- Εσύ με πλήγωσες με τις αμαρτίες σου.
Αξιώθηκε η γιαγιά και είδε τον Κύριο επειδή ήταν εν
μετανοία».