Κάποιος
δόκιμος μοναχός στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα, συνήθιζε να προσεύχεται αδιάλειπτα,
όπως του συγχωρήσει ο Θεός τις αμαρτίες. Και άρχισε να διαλογίζεται περί της Ουρανίου
Βασιλείας και σκέπτονταν : «Εγώ ίσως θα σωθώ, αν παρακαλώ θερμώς τον Θεό, όπως συγχωρήσεις
τις αμαρτίες μου. εάν όμως στον Παράδεισο δεν ιδώ τους γονείς μου, τότε
θα θλίβομαι γι΄ αυτούς, διότι τους αγαπώ. Ποιά
λοιπόν μπορεί να είναι σε μένα η χαρά στον Παράδεισο, εάν εγώ θα θλίβομαι για τους
αγαπημένους μου, οι οποίοι ίσως θα βρίσκονται στον άδη ;».
Ο
αμαρτωλός αυτός υποτακτικός σκέπτονταν για την Βασιλεία των Ουρανών : «όπως στη
γη, όταν απουσιάζουν οι γονείς ή οι συγγενείς, η γιορτή δεν είναι χαρμόσυνη, έτσι
και στον παράδεισο, εάν δεν βλέπω τους αγαπημένους μου συγγενείς, θα θλίβομαι».
Έτσι
σκέπτονταν επί έξι μήνες. Και να, κάποια ημέρα, κατά την ώρα του Εσπερινού, ο
υποτακτικός εκείνος ατένισε προς την εικόνα του Σωτήρος και προέφερε την
προσευχή : «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, τον αμαρτωλόν», και είδε ότι η εικόνα
έγινε ο ζωντανός Σωτήρας, και πληρώθηκε η ψυχή και το σώμα του υποτακτικού αφάτου
γλυκύτητας, και η ψυχή του εν Αγίω Πνεύματι γνώρισε τον Κύριον ημών Ιησούν
Χριστόν, γνώρισε ότι ο Κύριος είναι ελεήμων και αρρήτου κάλους και πραότητος,
και κατανόησε η ψυχή ότι, γεμάτη με τη Θεία Αγάπη, δεν μπορεί να θυμάται κανέναν,
και έκτοτε καίονταν η ψυχή του από το πυρ της αγάπης προς τον Κύριον.
σχόλιο Γ.Θ : Γνωστός Αγιορείτης Γέροντας από τις Καρυές, είχε αναφέρει σε ομιλία του ότι στους σεσωσμένους η ενθύμιση των αγαπημένων προσώπων και γνωστών που δεν θα σωθούν θα αφαιρεθεί από την μνήμη τους.