Ήμουν
άθεη και έβριζα πολύ και φοβερά τον Θεό. Ζούσα μέσα στην ντροπή και την πορνεία
και ήμουν νεκρή στην γη. Όμως ο ελεήμων Θεός δεν άφησε να χαθώ, αλλά με οδήγησε
στην μετάνοια.
Στα
1962 αρρώστησα από καρκίνο και ήμουν άρρωστη τρία χρόνια. Δεν έμεινα ξαπλωμένη,
παρά εργαζόμουνα κι έκανα θεραπεία σε γιατρούς ελπίζοντας να βρω γιατρειά. Τους
τελευταίους έξι μήνες είχα τελείως αδυνατήσει, τόσο που ούτε νερό δεν μπορούσα
να πιω. Μόλις το έπινα, αμέσως το έκανα εμετό. Τότε με πήγαν στο νοσοκομείο και
επειδή ήμουν πολύ ενεργητική, κάλεσαν έναν καθηγητή από τη Μόσχα και αποφάσισαν
να με χειρουργήσουν. Μόλις μου άνοιξαν
την κοιλιά αμέσως πέθανα. Η ψυχή μου βγήκε από το σώμα και στέκονταν
ανάμεσα σε δυο γιατρούς και εγώ με μεγάλο φόβο και τρόμο εκοίταζα την αρρώστια
μου. Ολόκληρο το στομάχι μου και τα έντερά μου ήταν προσβεβλημένα από καρκίνο.
Στεκόμουν και εσκεπτόμουν, γιατί είμαστε δύο ; Δεν είχα ιδέα ότι υπάρχει ψυχή.
Οι κομμουνιστές, μας φούσκωναν τα μυαλά και μας εδίδασκαν ότι ψυχή και Θεός δεν
υπάρχουν, ότι αυτό είναι μόνο επινόησις των παπάδων για να ξεγελάσουν το λαό
και να τον κρατούν σε φόβο για κάτι που δεν υπάρχει. Βλέπω τον εαυτό μου που
στέκεται και τον βλέπω πάλι επάνω στο χειρουργείο. Μου έβγαλαν έξω όλα τα
εντόσθια και αναζητούσαν τον δωδεκαδάκτυλο. Αλλά εκεί υπήρχε μόνο πύον, τα
πάντα ήταν κατεστραμμένα και χαλασμένα, τίποτε δεν ήταν υγιές. Οι γιατροί τότε
είπαν : «αυτή δεν έχει με τί να ζήσει». Όλα τα έβλεπα με μεγάλο φόβο και τρόμο
και πάλι σκεπτόμουν : «Πώς και πού
είμαστε δύο ; Στέκομαι και ταυτόχρονα είμαι ξαπλωμένη ;» Οι γιατροί τότε
επέστρεψαν τα εντόσθια μου όπως – όπως και είπαν ότι το σώμα μου πρέπει να
δοθεί στους νέους ειδικευμένους ιατρούς για διδασκαλία και το μετέφεραν στο
ανατομείο και εγώ πήγαινα κοντά τους και όλο και παραξενευόμουν και σκεφτόμουν
πώς και από πού είμαστε δύο ; Εκεί με άφησαν ξαπλωμένη, γυμνή, καλυμμένη ως το
ύψος του στήθους με ένα σεντόνι. Μετά απ΄ αυτό βλέπω ότι ήλθε ο αδελφός μου και
έφερε το μικρό μου γιο. Ήταν έξι χρονών και ονομαζόταν Αντρούσκα (Ανδρέας). Ο
γιος μου πλησίασε το σώμα μου και με φίλησε στο κεφάλι. Άρχισε να κλαίει και να
λέει : «Μαμά, μαμά, γιατί πέθανες ; Είμαι ακόμη μικρός, πώς θα ζήσω χωρίς εσένα
; Πατέρα δεν έχω και εσύ πέθανες ;»
Εγώ,
τότε, τον αγκάλιασα και τον φίλησα, αλλά αυτό δεν το αισθάνθηκε ούτε το είδε,
ούτε με πρόσεξε, αλλά εκοίταζε το νεκρό μου σώμα. Έβλεπα επίσης πως έκλαιγε ο
αδερφός μου. Μετά απ΄ αυτό, εγώ με μιας βρέθηκα στο σπίτι μου. Ήλθε η πεθερά
μου από τον πρώτο μου γάμο, η μητέρα μου και η αδελφή μου. Τον πρώτο μου σύζυγο
τον εγκατέλειψα επειδή πίστευε στον Θεό. Τότε άρχισε η διανομή των πραγμάτων
μου. Εγώ ζούσα πλούσια και με πολυτέλεια και όλα αυτά τα απέκτησα με αδικία και
την πορνεία. Η αδερφή μου άρχισε να αφαιρεί τα πιο ωραία από τα πράγματά μου,
ενώ η πεθερά ζητούσε να αφήσει και κάτι στον γιο μου. Η αδελφή μου δεν έδινε
τίποτα, αλλά επί πλέον άρχισε να εμπαίζει την πεθερά λέγοντας : «αυτό το παιδί
δεν είναι από τον γιο σου και συ δεν είσαι τίποτα». Μετά απ΄ αυτό, αυτές βγήκαν
και έκλεισαν το σπίτι. Η αδελφή μου επήρε μαζί της και ένα μεγάλο μπόγο με
πράγματα. Ενώ αυτές μάλωναν για τα
πράγματά μου, είδα γύρω μας να χορεύουν και να χαίρονται διάβολοι.
Ξαφνικά
βρέθηκα στον αέρα και βλέπω σαν να πετώ με αεροπλάνο. Αισθάνομαι ότι κάποιος με
συγκρατεί και ότι υψώνομαι όλο και πιο πολύ. Βρέθηκα πάνω από την πόλη
Μπάρναουλ. Μετά βλέπω ότι η πόλις χάθηκε. Έγινε σκοτάδι. Μετά απ΄ αυτό άρχισε
και πάλι να έρχεται φως και στο τέλος φώτισε τελείως, το φως ήταν πάρα πολύ
ισχυρό που δεν μπορούσα να το δω. Με τοποθέτησαν σε μαύρη πλάκα μεγέθους
ενάμιση μέτρου.
Έβλεπα
δένδρα με πολύ χοντρούς κορμούς και πανέμορφο ποικιλόχρωμο φύλλωμα. Ανάμεσα στα
δέντρα υπήρχαν σπίτια και μάλιστα όλα καινούργια, αλλά δεν είδα ποιοι ζούσαν σ΄
αυτά. Στην κοιλάδα αυτή είδα πλούσιο πράσινο χορτάρι και σκέφθηκα : πού βρίσκομαι εγώ τώρα ; Αν βρίσκομαι στη γη, τότε γιατί
δεν υπάρχουν εδώ επιχειρήσεις, εργοστάσια ούτε άλλα κτίρια, γιατί δεν υπάρχουν
δρόμου ούτε συγκοινωνία ; Τί μέρος είναι τούτο εδώ χωρίς ανθρώπους και ποιός
τέλος πάντων ζει εδώ ; Λίγο πιο πέρα είδα να περπατάει μια ωραία ψιλή γυναίκα
με βασιλικά φορέματα κάτω από τα οποία εφαίνοντο τα δάκτυλα των ποδιών.
Περπατούσε τόσο ανάλαφρα που από τα πόδια δεν λύγιζε ούτε το χορτάρι. Κοντά της
πήγαινε ένας νεαρός που είχε ύψος ως τους ώμους της. Είχε κρυμμένο το πρόσωπό
του με τα χέρια του και για κάτι έκλαιγε πολύ και πικρά παρακαλούσε, αλλά για
πιο λόγο δεν μπορούσα να ακούσω. Σκέφθηκα ότι είναι ο γιος της και μέσα μου
διαμαρτυρήθηκα γιατί δεν τον λυπάται και δεν του εκπληρώνει το αίτημα.
(Σημείωσις : Από όλα φαίνεται ότι αυτός ο νεαρός ήταν άγγελος φύλακας αυτής της
νεκρής γυναίκας. Φαίνεται επίσης πόσο ενδιαφέρονται οι άγιοι άγγελοι για εμάς
και τις ψυχές μας, αλλά εμείς δεν το βλέπουμε. Παραπέρα φαίνεται και αυτών το
αίτημα είναι ανεκπλήρωτο, αν ο θάνατος μας βρει αμαρτωλούς και αμετανόητους).
Όταν
αυτοί με πλησίασαν, ο νεαρός έπεσε μπροστά στα πόδια της και άρχισε να την
παρακαλεί εντονότερα και να οδύρεται και να της ζητεί κάτι. Εκείνη κάτι του
απάντησε, αλλά δεν μπόρεσα να καταλάβω τι. (Σημείωσις : Είχα την ευκαιρία και
από άλλες πηγές να γνωρίσω πώς και πόσο πικρά κλαίει ο Άγιος Άγγελος φύλακας,
όταν αυτός που του δόθηκε για φύλαξη δεν υπακούει στην αγία Εκκλησία και στην
αγία πίστη χάνοντας την ψυχή του για πάντα). Όταν αυτοί με πλησίασαν ήθελα να
την ρωτήσω : «Πού βρίσκομαι ;» Την στιγμή εκείνη η γυναίκα αυτή εσταύρωσε τα
χέρια στο στήθος, ύψωσε τα μάτια προς
τον ουρανό και είπε : «Κύριε, πού θα πάει αυτή έτσι ;» Εγώ τότε έτρεμα και
μόλις τώρα κατάλαβα ότι είχα πεθάνει, ότι η ψυχή μου βρισκόταν στον ουρανό και
το σώμα μου έμεινε στη γη. Τότε άρχισα να κλαίω και να οδύρομαι και ακούω φωνή
που λέει : «επιστρέψτε την στην γη, για
τις αγαθοεργίες του πατέρα της». Άλλη φωνή απάντησε : «βαρέθηκα την
αμαρτωλή και διεφθαρμένη ζωή της. Εγώ ήθελα να την εξαφανίσω από προσώπου της
γης χωρίς μετάνοια, αλλά με παρεκάλεσε γι΄ αυτήν ο πατέρας της. Δείξτε της το μέρος για το οποίο άξιζε».
Αμέσως βρέθηκα στον άδη. Τότε άρχισαν να έρπουν μέχρι εμένα φοβερά πυρακτωμένα
φίδια με μακριές γλώσσες που ξερνούσαν φωτιά και άλλες αποκρουστικές βρωμιές. Η
βρώμα ήταν αβάστακτη. Αυτά τα φίδια τυλίχτηκαν γύρω μου και ταυτόχρονα από
κάπου παρουσιάστηκαν σκουλήκια χοντρά ίσαμε το δάκτυλο με ουρές που κατέληγαν
σε βελόνες και άγκιστρα. Αυτά έμπαιναν σε όλα τα ανοικτά μου μέρη, στα αυτιά,
στα μάτια, στη μύτη κλπ. και έτσι με βασάνιζαν και εγώ εκραύγαζα όχι με την
φωνή μου. Αλλά εκεί δεν υπήρχε από
πουθενά ούτε βοήθεια, ούτε έλεος από κανέναν. Εκεί είδα πώς παρουσιάσθηκε η
γυναίκα που πέθανε από άμβλωση και άρχισε να παρακαλεί τον Κύριο για έλεος. Αυτός
της απάντησε : «Εσύ στην γη δεν με αναγνώριζες, σκότωνες τα παιδιά στην κοιλιά σου και
επί πλέον έλεγες στους ανθρώπους : Δεν
πρέπει να γεννάται παιδιά, τα παιδιά είναι περιττά. Σε μένα δεν υπάρχουν, δεν
υπάρχουν περιττά. Σε μένα υπάρχουν τα πάντα και για όλους αρκετά».
Σε μένα ο Κύριος είπε : «Εγώ σου έδωσα την αρρώστια για να
μετανοήσεις, αλλά συ με έβριζες ως το τέλος της ζωής και δεν με αναγνώριζες και
για τον λόγο αυτό και εγώ δεν σε αναγνωρίζω. Όπως στην γη έζησες χωρίς Θεό,
έτσι και εδώ θα ζήσεις !».
Ξαφνικά
όλα μεταστράφηκαν και εγώ κάπου πέταξα. Η βρώμα χάθηκε, χάθηκε και ο δυνατός
οδυρμός και εγώ ξαφνικά είδα την εκκλησία μου που έπαιζα. Άνοιξε η πύλη και από
αυτήν βγήκε ο ιερέας ντυμένος στα άσπρα. Αυτός στεκόταν με σκυμμένο κεφάλι και
κάποια φωνή με ερωτά : «Ποιος είναι
αυτός ;». Εγώ απάντησα : «Ο ιερέας μας».
«Συ
έλεγες ότι είναι χαραμοφάης, αυτός δεν είναι χαραμοφάης αλλά πραγματικός
ποιμένας. δεν είναι μισθοφόρος. Γνώριζε πως αν και είναι κατά τον
βαθμό μικρός, συνηθισμένος ιερέας, υπηρετεί εμένα. μάθε ακόμη και
τούτο : Αν δεν σου διαβάσει αυτός την ευχή της εξομολογήσεως, εγώ δεν θα σε
συγχωρέσω».
Τότε
άρχισα να παρακαλάω : «Κύριε, γύρισέ με στη γη, έχω ένα μικρό γιο».
Ο Κύριος είπε : «Ξέρω ότι έχεις μικρό
γιο, είναι κρίμα γι΄ αυτόν».
«Κρίμα»,
απάντησα εγώ.
Τότε εκείνος αποκρίθηκε : «Εγώ σας λυπούμαι όλους και τρεις φορές σας λυπούμαι. Όλους σας
περιμένω πότε θα ξυπνήσετε από το αμαρτωλό όνειρο, να μετανοήσετε και να έλθετε
στον εαυτό σας».
Εδώ
πέρα εμφανίσθηκε εκ νέου η Μητέρα του Θεού, η Θεοτόκος, που ενωρίτερα την
αποκαλούσα γυναίκα και πήρα το θάρρος να την ρωτήσω : «Υπάρχει εδώ σε σας Παράδεισος ;». Αντί για απάντηση μετά απ΄ αυτές
τις λέξεις, ξαναβρέθηκα στην κόλαση, στον Άδη. Τώρα ήταν χειρότερα απ΄ ό,τι την
προηγούμενη φορά. Έτρεξαν ολόγυρά μου οι δαίμονες με καταλόγους και μου
έδειχναν τα αμαρτήματα μου και εφώναζαν : «Εσύ μας υπηρέτησες, όταν ήσουν στη γη».
Άρχισαν να διαβάζουν τα αμαρτήματα μου. όλα τα έργα μου ήταν
γραμμένα με μεγάλα γράμματα και ένιωσα φοβερό φόβο. Από τα στόματά τους έβγαινε
φωτιά. Οι δαίμονες με χτυπούσαν στο κεφάλι. Πάνω μου έπεφταν και κολλούσαν
πυρακτωμένες σπίθες από φωτιά και με έκαιγαν. Γύρω μου ακούονταν φοβερός θρήνος
και κοπετός πολλών ανθρώπων.
Όταν
το πυρ εδυνάμωνε έβλεπα τα πάντα γύρω μου. Οι ψυχές είχαν φοβερή όψη.
ήταν σακατεμένες, με τεντωμένους λαιμούς και πρησμένα μάτια. μου
έλεγαν ότι «είσαι συντρόφισσα» (φαίνεται ότι ήταν κομμουνίστριες) και είσαι υποχρεωμένη
να ζήσεις μαζί μας. Όπως εσύ, έτσι και εμείς, όταν ήμασταν στη γη, δεν
αναγνωρίζαμε τον Θεό, τον βρίζαμε και κάναμε κάθε κακό, την πορνεία, την
υπερηφάνεια και άλλα και ποτέ δεν μετανοήσαμε. Όσοι αμάρτησαν, αλλά μετανόησαν,
πήγαιναν στην εκκλησία, προσεύχονταν στον Θεό, ελεούσαν τους πτωχούς και
βοηθούσαν όσους βρίσκονταν σε ανάγκη και κακοτυχία, αυτοί εκεί πάνω».
(Σημείωσις : δηλαδή στον παράδεισο, τον οποίον αυτοί εδώ δεν ήθελαν ούτε να
μνημονεύσουν».
Εγώ
φοβήθηκα φοβερά από αυτά τα λόγια, μου φαινόταν ότι ήδη βρισκόμουνα εδώ στον
άδη ολόκληρη ζωή και αυτοί μου λένε ότι θα ζήσω μαζί τους αιώνια.
Μετά
από αυτό εμφανίσθηκε εκ νέου η Θεοτόκος Μαρία και έγινε φως, οι δαίμονες
τράπηκαν σε φυγή και οι ψυχές που εβασανίζοντο στην κόλαση, άρχισαν να φωνάζουν
και να την ικετεύουν για έλεος : «Ουράνια
Βασίλισσα, μη μας αφήνεις εδώ» ή φώναζαν. «Καιγόμαστε Κυρία Θεοτόκε και δεν υπάρχει σταγόνα νερό».
Εκείνη
έκλαιγε και μέσα από το κλάμα έλεγε : «Όσο ζούσατε στην γη δεν με αναγνωρίζατε και
δεν μετανοούσατε για τις αμαρτίες στον Υιό μου και Θεό σας και εγώ τώρα δεν
μπορώ να σας βοηθήσω, δεν μπορώ να παραβώ την επιθυμία του Υιού μου και Εκείνος
δεν μπορεί την επιθυμία του Πατέρα Του. Βοηθώ μόνο αυτούς για τους οποίους
παρακαλούσαν οι συγγενείς και για τους οποίους προσεύχεται η αγία Εκκλησία».
Μετά
απ΄ αυτό, εμείς αρχίσαμε να υψωνόμαστε και από κάτω αναδίδονταν δυνατές κραυγές
φωνών : «Κυρία Θεοτόκε, μη μας αφήνεις».
Ξανά
υπήρχε σκοτάδι και εγώ βρέθηκα στην ίδια πλάκα. Σταυρώνοντας τα χέρια στο
στήθος η Θεοτόκος ύψωσε τα μάτια στον ουρανό και άρχισε να προσεύχεται λέγοντας
: «Τι
να κάνω με αυτήν, που να την βάλω ;». Μια φωνή απάντησε : «Άφησέ
της από τα μαλλιά».
Τότε
η Θεοτόκος έφυγε ήσυχα, η πόρτα της μισάνοιξε έτσι που πίσω απ΄ αυτήν δεν
έβλεπα τίποτα. Κατόπιν επέστρεψε κρατώντας τα μαλλιά μου στα χέρια της και από
κάπου εμφανίστηκαν δώδεκα άμαξες χωρίς τροχούς. εκινούντο σιγά και
εγώ τις ακολουθούσα. Η Θεοτόκος μου έδωσε τα μαλλιά, αλλά δεν αντιλήφθηκα εγώ
ότι με άγγιξε. Άκουσα μόνο, όταν είπε ότι η δωδέκατη άμαξα δεν έχει πάτο.
Φοβόμουν να καθίσω σ΄ αυτήν, αλλά η Θεοτόκος με έσπρωξε στην γη απ΄ αυτήν».
Μετά
απ΄ αυτό συνήλθα και ενσυνείδητα καθόμουν και εκοίταζα. Ήταν μιάμιση η ώρα το
απόγευμα. Μετά από εκείνο το φως που είδα εκεί, όλα στην γη μου εφαίνοντο
άσχημα και δεν μου άρεσε που ήμουν στη γη, αλλά τι να κάνω. Τώρα, είπα μόνη μου
στην ψυχή μου : «Πήγαινε στο σώμα». Τότε βρέθηκα πάλι στο νοσοκομείο και
επήγαμε στο ψυγείο που εφύλαγαν τα πτώματα. Αυτό ήταν κλειστό, αλλά εγώ μπήκα
μέσα, χωρίς εμπόδιο και είδα το νεκρό μου σώμα. Το κεφάλι μου ήταν γυρισμένο
λίγο προς τα πλάγια, ενώ η μέση μου πιεζόταν από άλλους νεκρούς. Μόλις η ψυχή
μου μπήκε στο σώμα, αμέσως αισθάνθηκα ισχυρό ψύχος. Κάπως απελευθέρωσα την
πιεσμένη μέση μου, διπλώθηκα και έσφιξα τα γόνατά μου με τα χέρια. Την στιγμή
εκείνη, έβαλαν μέσα το νεκρό σώμα κάποιου ανθρώπου και όταν άναψαν το φως, με
είδαν σκυμμένη, ενώ εκείνοι συνήθως βάζουν όλους τους νεκρούς με πρόσωπο προς
τα πάνω. Βλέποντας με έτσι οι νοσοκόμοι φοβήθηκαν και από τον φόβο τους
σκορπίσθηκαν. Επέστρεψαν με δύο γιατρούς, που αμέσως διέταξαν να ζεσταθεί το
μυαλό μου με λάμπες. Στο σώμα μου υπήρχαν οκτώ τομές (μάθαιναν πάν σ΄ αυτό)
τρεις στο στήθος και οι υπόλοιπες στην κοιλιά. Δύο ώρες μετά το ζέσταμα του
κεφαλιού, άνοιξαν τα μάτια και μόλις μετά από δώδεκα ημέρες εμίλησα.
Το
πρωί μου έφεραν πρωϊνό, τηγανίτες με βούτυρο και καφέ (ήταν ημέρα νηστείας)
αλλά δεν ήθελα να φάω και τους είπα ότι δεν θα φάω. Οι νοσοκόμοι έφυγαν πάλι
και όλοι στο νοσοκομείο άρχισαν να με προσέχουν. Ήλθαν οι γιατροί και με
ρώτησαν γιατί δεν θέλω να φάω. Τους απάντησα : «Καθίστε και θα σας διηγηθώ τί
είδε η ψυχή μου. Όποιος δεν νηστεύει τις ημέρες της νηστείας, αυτός θα φάγει
βρωμερά και σιχαμερά πράγματα. Γι΄ αυτό δεν θα φάω σήμερα, όπως και σ΄ όλες τις
νηστείες δεν θα αρτυθώ».
Οι
γιατροί από την έκπληξη, τη μια κοκκίνιζαν, την άλλη κιτρίνιζαν και οι ασθενείς
με άκουγαν προσεκτικά. Κατόπιν συγκεντρώθηκαν πολλοί γιατροί και εγώ τους είπα
ότι τίποτε πλέον δεν με πονάει. Τότε άρχισε να έρχεται σε μένα κόσμος και
μάλιστα πολύς και εγώ σε όλους διηγόμουν και έδειχνα τις πληγές. Η αστυνομία
άρχισε να διώχνει τον κόσμο και με μετέφεραν σε άλλο νοσοκομείο. Εκεί ανάρρωσα
τελείως και παρεκάλεσα τους γιατρούς να μου γιατρέψουν, όσο το δυνατόν
ενωρίτερα τις τομές που μου έκαμαν μαθαίνοντας επάνω μου. Τότε με έβαλαν πάλι
στο χειρουργικό τραπέζι και, όταν οι γιατροί άνοιξαν την κοιλιά, μου είπαν : «Γιατί
χειρούργησαν τελείως υγιή άνθρωπο ;».
Εγώ
τότε τους ρώτησα : «Ποιά είναι η αρρώστια μου ;».
Αυτοί
μου απάντησαν : «Τα εντόσθια σας είναι υγιή και καθαρά, όπως του παιδιού».
…………….
Τους απάντησα : «Ο Κύριος ο Θεός φανέρωσε το έλεός του επάνω σε μένα την αμαρτωλή, για
να ζήσω ακόμη και να μαρτυρήσω στους άλλους ό,τι είδα και ό,τι μου συνέβη.
Εκείνος ο Κύριος ο Θεός επήρε ό,τι κατεστραμμένο ήταν μέσα μου και μου τα έδωσε
υγιή. σε όλους θα το διηγούμαι, ώσπου να πεθάνω».
Κατόπιν
είπα στον γιατρό : «Βλέπεις πως γελαστήκατε ;».
Και
εκείνος απάντησε : «τίποτε δεν ήταν υγιές μέσα σου».
«Τι
νομίζετε τώρα ;» τον ρώτησα εγώ.
Απάντησε
: «Σε αναγέννησε ο Υπέρτατος».
Τότε
του απάντησα : «Αν πιστεύετε σ΄ Αυτόν, κάντε τον σταυρό σας και παντρευθήτε
στην εκκλησία».
Ο
γιατρός κοκκίνησε γιατί ήταν εβραίος. Πρόσθεσα ακόμη : «Γίνου αρεστός στον Κύριο και
Θεό».
Κατόπιν
άφησα στο νοσοκομείο, κάλεσα τον ιερέα, που ενωρίτερα ενέπαιζα και του έκανα
επιθέσεις, αποκαλώντας τον χαραμοφάη. Του διηγήθηκα όλα, όσα μου συνέβησαν,
εξομολογήθηκα και μετέλαβα των Αγίων του Χριστού Μυστηρίων. Τον κάλεσα και
ευλόγησε το σπίτι μου, γιατί ως τώρα σ΄ αυτό βασίλευε η αμαρτία, η μικρότητα,
το μεθύσι, ο εμπαιγμός και η μάχη.
Τώρα
εγώ η αμαρτωλή Κλαυδία που είμαι 40 χρονών, με την βοήθεια του Θεού και της
Ουράνιας Βασίλισσας, ζω χριστιανικά. Πηγαίνω τακτικά στην Εκκλησία………. Απ΄ όλες
τις μεριές του κόσμου με επισκέπτονται άνθρωποι και διηγούμαι σε όλους όσα μου
συνέβησαν, είδα και άκουσα…….
Ας
είναι δοξασμένος ο Κύριος ο Θεός μας ! ………………..
ΠΗΓΗ
: ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΑΛΗΘΙΝΑ, εκδ.
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, σσ. 87 – 98.