Γράφει ο Παντελής Σαββίδης
Πριν ακριβώς 100 χρόνια, στις 28 Ιουνίου 1914, στις όχθες του ποταμού Μπόζνα που διασχίζει το Σεράγεβο, ο Σερβοβόσνιος εθνικιστής Γαβρίλο Πρίντσιπ, οπαδός της πανσλαβικής ιδέας, την οποία προωθούσαν υψηλά ιστάμενα κλιμάκια στη Σερβία, πυροβόλησε και σκότωσε τον Αρχιδούκα του Αυστριακού θρόνου Φραγκίσκο Φερδινάνδο.
Ήταν η αφορμή για τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, τον πόλεμο των φαντάρων, όπως ονομάστηκε, τον αιματηρό και καταστροφικό πόλεμο του εικοστού αιώνα, ο οποίος, ουσιαστικά συνεχίστηκε την περίοδο 1939- 1945, ως Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.
Επισκέφθηκα αρκετές φορές το Σεράγεβο, κατά τη διάρκεια του πολέμου αλλά, και αργότερα, και πάντα, ήθελα να δω τον τόπο του εγκλήματος, τον τόπο όπου συντελέστηκε μια πράξη που έδωσε την αφορμή για το αιματοκύλισμα του κόσμου. Δίπλα στη γνωστή, πλέον, γέφυρα, λειτουργεί και ένα μουσείο, ενώ, λίγο παρακάτω, πάντα στις όχθες του Μπόζνα, είναι το δημαρχείο της πόλης, το οποίο βομβαρδίστηκε κατά τη διάρκεια του στρατιωτικού αποκλεισμού της βοσνιακής πρωτεύουσας.
Η πλευρά αυτή του Σεράγεβο βρίσκεται εκτεθειμένη στα απέναντι βουνά τα οποία κατείχαν οι Σέρβοι. Το κτήριο, όμορφο αρχιτεκτονικά, έγινε παρανάλωμα του πυρός από τους βομβαρδισμούς. Μέσα στις καμένες αίθουσές του, ο τότε δήμαρχος της πόλης, παρά το προχωρημένο της ώρας και το φόβο να χτυπήσουν οι snipers (οι ελεύθεροι σκοπευτές), ήθελε να δώσει μια συναυλία – και την έδωσε- προς τιμήν των ανθρώπων που το 1995 διέσπασαν τον κλοιό και εισήλθαν στην πολιορκημένη πόλη. Την παρακολούθησα με δέος. Το κτήριο, το οποίο επισκεπτόμουν και μετά τον πόλεμο, κάθε φορά που πήγαινα στη βοσνιακή πρωτεύουσα, έχει αποκατασταθεί πλήρως σήμερα, με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τα ιστορικά γεγονότα είναι γνωστά. Η Αυστρία, κατέστησε υπεύθυνη τη Σερβία για τη δολοφονία του Αρχιδούκα, η Σερβία αποδέχθηκε όλους τους όρους του αυστριακού τελεσιγράφου αλλά, παρόλα αυτά, η Αυστρία της κήρυξε τον πόλεμο, ένα μήνα αργότερα, στις 28 Ιουλίου. Η Ρωσία προσέτρεξε σε βοήθεια της Σερβίας και από το σημείο αυτό, οι εξελίξεις ακολουθούν μια ανεξέλεγκτη δυναμική. Η Γερμανία προσήλθε στο πλευρό της Αυστρίας, και ένας μετά τον άλλο, οι σύμμαχοι που είχαν διαμορφώσει τις συμμαχίες τους αρκετά χρόνια νωρίτερα, κήρυσσαν ο ένας τον πόλεμο στον άλλο.
Στην καρδιά του προβλήματος, πλέον, η Γερμανία, «το νεαρότερο, δυναμικότερο και πιο χολερικό έθνος- κράτος», κατά τον ιστορικό Νόρμαν Ντέϊβις.
Οι αιτίες
Η ουσία, τώρα, είναι άλλη. Η Γερμανία συγκροτήθηκε σε ενιαίο κράτος λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1871, υπό την ηγεσία του Μπίσμαρκ, ο οποίος με επιδέξιες κινήσεις κατόρθωσε να ενώσει τα γερμανικά κρατίδια υπό την κυριαρχία της Πρωσίας. Χρειάστηκε να πολεμήσει κατά της ανταγωνίστριας Αυστρίας αλλά και κατά της Γαλλίας, στον περίφημο Γαλλοπρωσικό, ή, κατ άλλους Γαλλογερμανικό πόλεμο, τον οποίο έχασε η Γαλλία και υποχρεώθηκε να παραχωρήσει την Αλσατία και τη Λωρραίνη.
Η απώλεια αυτή βάραινε ιστορικά στους ώμους της Γαλλίας και επηρέασε τη στάση της και κατά τον Πρώτο Μεγάλο Πόλεμο.
Η ενωμένη Γερμανία είχε μια δυναμική οικονομία αλλά, οι διεθνείς αγορές ήταν κατειλημμένες από τις αποικιακές δυνάμεις που ξεκίνησαν τον αποικιακό τους αγώνα όταν η Γερμανία δεν υπήρχε ως ενιαίο κράτος και τα μικρά γερμανικά κρατίδια δεν μπορούσαν να τις συναγωνιστούν. Ο κόσμος, κατά τη Γερμανική άποψη, έπρεπε να ξαναμοιραστεί. Ο Μπίσμαρκ αποχώρησε από το προσκήνιο, η γερμανική ηγεσία που αναδύθηκε δεν είχε τις δικές του διπλωματικές ικανότητες (πολλοί ισχυρίζονται πως ο Μπίσμαρκ δημιούργησε ένα κράτος το οποίο μόνο ηγέτες του δικού του διαμετρήματος μπορούσαν να διοικήσουν), οι γερμανικές στρατιωτικές δυνατότητες υπήρχαν, η βούληση για μοίρασμα των αγορών ήταν έντονη, άρα έλειπε η αφορμή για τον πόλεμο. Και η αφορμή δόθηκε.
Στις οικονομικές αιτίες για τον πόλεμο θα πρέπει να προστεθούν και οι γεωπολιτικοί λόγοι. Η ενωμένη Γερμανία, παρά το δυναμισμό της, ασφυκτιούσε, γεωπολιτικά ανάμεσα σε δύο ισχυρές, τότε, δυνάμεις. Τη Γαλλία από τη μια και τη Ρωσία από την άλλη. Έπρεπε να διεκδικήσει- κατά τη Γερμανική άποψη- το ζωτικό της χώρο. Και τον διεκδίκησε.
Όπως σημειώνει ο προαναφερθείς ιστορικός Νόρμαν Ντέιβις, «οι παγκόσμιοι πόλεμοι υπήρξαν δύο ξεχωριστές πράξεις ενός και του αυτού δράματος. Πάνω από όλα το έργο που έμεινε ημιτελές με τον Α! Π.Π. δημιούργησε τους κύρους αντιπάλους του Β! Παγκοσμίου… Τα χρόνια που μεσολάβησαν από το 1914 έως το 1945 εμφανίζονται ως η εποχή των προβλημάτων της Ευρώπης τα οποία κάλυψαν το χάσμα ανάμεσα στη μακροχρόνια ειρήνη του ύστερου 19ου αιώνα και στην ακόμα πιο παρατεταμένη ειρηνική εποχή του Ψυχρού πολέμου».
Ουσιαστικά, ο Πόλεμος που άρχισε το 1914, πρέπει να ολοκληρώθηκε το 1991 με την επανένωση της Γερμανίας. Από τότε, από το 1991, η Ευρώπη ξαναμπήκε στην προ του 1914 εποχή, με τη Γερμανία το ίδιο δυναμική, ανήσυχη, χολερική και προβληματισμένη με ποιους να πάει και ποιους να αφήσει.
Ευρωπαϊκή Ένωση και ΝΑΤΟ
Η χώρα που προκάλεσε δύο μεγάλους πολέμους, κρίθηκε πως θα έπρεπε να δαμαστεί, μετά τον δεύτερο πόλεμο, στη βάση δύο σημαντικών παραμέτρων. Να προσδεθεί σε μια ευημερούσα Ευρώπη και να αφήσει, αυτή και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το θέμα της άμυνας και ασφάλειάς τους, στα χέρια των ΗΠΑ, οι οποίες κλήθηκαν και το 1918 και το 1945, να διαχειριστούν τις Ευρωπαϊκές υποθέσεις. Έτσι, δημιουργήθηκαν η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, δύο θεσμοί που λειτούργησαν αποτελεσματικά αλλά, που η τελευταία κρίση απειλεί τα θεμέλια της οικονομικής Ένωσης και οι παγκόσμιες γεωπολιτικές ανακατατάξεις, έχουν εξασθενήσει το ρόλο της αμυντικής συμμαχίας.
Οι θεσμοί, δηλαδή, που κράτησαν την Ευρώπη ενωμένη και βοήθησαν στη διαχείριση της Γερμανίας, αποδομούνται με την πρώτη σημαντική οικονομική κρίση και έτσι επαναφέρεται και πάλι, όπως και πριν το 1914, το Γερμανικό Ζήτημα.
Τι θα γίνει, λοιπόν, με τη Γερμανία και την Ευρώπη;
Ας μην ξεχνάμε ότι η σημαντικότερη μονομαχία για το μέλλον της Ευρώπης τοποθετούνταν εξαρχής μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας. Οι Μεγάλοι Πόλεμοι, άρχισαν την 1η Αυγούστου του 1914 στη γερμανική καγκελαρία, όταν ο κάιζερ κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ρωσίας και έληξαν στις 8 Μαίου του 1945 στο αρχηγείο του σοβιετικού στρατού στο Βερολίνο- Καρλσχορστ, όταν ολοκληρώθηκε εν τέλει η άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας με την Τρίτη πράξη συνθηκολόγησης.
Βρισκόμαστε και σήμερα στην ανάδειξη ανάλογων, νέων ανταγωνισμών;
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία
Στα αποτελέσματα του Α! Π.Π. περιλαμβάνεται και η διάλυση δύο ισχυρών, τότε, αυτοκρατοριών. Της Αυστροουγγρικής και της Οθωμανικής.
Η Γερμανία δεν εμφανίσθηκε στο προσκήνιο την παραμονή του Α! Π.Π. Ασκούσε πολιτική μεγάλης ευρωπαϊκής δύναμης από της ιδρύσεώς της.
Η πολιτική της Γερμανίας μετά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο αποσκοπούσε στη συγκρότηση ενός αντισλαβικού μετώπου, αποτελούμενου από την Ελλάδα, τη Ρουμανία και το Οθωμανικό Κράτος.
Ειδικά για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, βασική παράμετρος της γερμανικής πολιτικής στην εποχή του Βίσμαρκ ήταν η αποτροπή μιας ταχείας κατάρρευσης της, διότι πίστευε πως θα ανέτρεπε το σύστημα ισορροπιών που διαμορφώθηκε στην Ευρώπη και θα επηρέαζε την πολιτική των άλλων δυνάμεων απέναντι στη Γερμανία.
Οι διάδοχοί του, όμως, μετέβαλαν αυτήν την πολιτική. Ο γερμανός αυτοκράτορας δελεάστηκε από τα θέλγητρα της Ανατολής και επεδίωξε να κυριαρχήσει στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτή η νέα γερμανική τάση προκάλεσε αντιδράσεις τόσο τη Ρωσία όσο και στην Αγγλία.
Η Γερμανική πολιτική προσδιόρισε τα γερμανικά συμφέροντα στο χώρο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως γύρω από τον άξονα και την ενδοχώρα της σιδηροδρομικής γραμμής Κωνσταντινούπολη- Βαγδάτη και έτσι στήριξε τον Οθωμανό σουλτάνο. Παράλληλα, όμως, διαβλέποντας τις εξελίξεις με την εμφάνιση των Νεότουρκων, άφησε ανοικτές θύρες και προς την κατεύθυνση των τούρκων εθνικιστών.
Και ο σουλτάνος και οι Νεότουρκοι πίστευαν πως η Γερμανία ενδιαφερόταν για την ακεραιότητα της Αυτοκρατορίας και δέχθηκαν τη στενή συνεργασία μαζί της, με κύρια αιχμή την αναδιοργάνωση του στρατού.
Είναι γνωστό ότι η κυριαρχία των Νεότουρκων οδήγησε στην εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας συγκρότησης οθωμανικής ταυτότητας σε μη εθνοτική και θρησκευτική βάση.
Iδιαίτερη σημασία αποδόθηκε στη συγκρότηση μιας τουρκικής εθνικής ταυτότητας και ενός ομοιογενούς εθνικού τουρκικού κράτους με την ταύτιση του κάθε μουσουλμάνου στη Μικρά Ασία με τον Τούρκο, με την εκδίωξη των Χριστιανών ή τον εξισλαμισμό τους και με την εγκατάσταση μουσουλμάνων προσφύγων από τα Βαλκάνια. Η Ανατολία θεωρήθηκε ως η καρδιά του Τουρκισμού.
Το έτος 1913 και όχι το 1923 μπορεί να θεωρηθεί ως η απαρχή της συγκρότησης ενός ομοιογενούς τουρκικού κράτους στη Μικρά Ασία, σύμφωνα με τον ιστορικό Σπυρίδωνα Σφέτα. Πατέρας, δε, του σύγχρονου τουρκικού εθνικισμού θεωρείται ο κουρδικής καταγωγής κοινωνιολόγος Ζιγιά Γκεκάλπ (Ziya Gökapl) με το τρίπτυχο τουρκισμός, ισλαμισμός, δυτικός τεχνολογικός εκσυγχρονισμός.
Στις 14 Δεκεμβρίου 1913 έφθασε στην Κωνσταντινούπολη γερμανική στρατιωτική αποστολή υπό τον Λίμαν φον Σάντερς.
Είναι ο στρατιωτικός ο οποίος, σύμφωνα με την άποψη ιστορικών, καθοδήγησε τους διωγμούς και τις διώξεις Αρμενίων και Ελλήνων, από τους Νεότουρκους, με σκοπό την εξαφάνιση κάθε χριστιανικού στοιχείου από τα εδάφη της Αυτοκρατορίας ή τον εκμουσουλμανισμό τους.
Είναι οι πράξεις αυτές της Οθωμανικής Τουρκίας που, σύμφωνα με τον όρο ενός Πολωνού δικηγόρου εβραϊκής καταγωγής, του Ραφάλ Λέμκιν, ονομάζονται γενοκτονία και που αρνείται να αναγνωρίσει το σύγχρονο τουρκικό κράτος.
Η στενή αυτή σχέση της οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη Γερμανία, έθεσε τους Οθωμανούς στο πλευρό του Βερολίνου κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με τα γνωστά επακόλουθα της Συνθήκης των Βερσαλλιών και αργότερα των Σεβρών. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέρρευσε και σε υλοποίηση των αποφάσεων των Σεβρών, η Ελλάδα ξεκίνησε τη Μικρασιατική εκστρατεία.
Με το τέλος της εκστρατείας αυτής συγκροτήθηκε το σύγχρονο τουρκικό κράτος από τον Κεμάλ Ατατούρκ, στη βάση των αρχών που προαναφέρθηκαν.
Η τουρκική κοινωνία, όμως, δεν είναι ευθύγραμμη. Ο ισλαμισμός ως πολιτική έκφραση αναδύθηκε και πάλι στις ημέρες μας και εκφράστηκε, κυρίως, από τον τούρκο πρωθυπουργό Ταγίπ Ερντογάν και θεωρητικά από τον υπουργό εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, οι οποίοι προσπαθούν να αναβιώσουν τα παλιά Οθωμανικά οράματα, ίσως τον Πανισλαμισμό του Αβδούλ Χαμίτ Β!
Η προσπάθειά τους βρίσκεται σε ένα κομβικό σημείο. Πάντως, και μόνο το γεγονός ότι βρήκε, έστω και μερική ανταπόκριση, παραπέμπει σε συνθήκες πριν τον Α! Π.Π.
Ο κούρδος κοινωνιολόγος Ζιγιά Γκεκάλπ, διαμόρφωσε το ιδεολογικό πλαίσιο του τουρκικού εθνικισμού. Ένας άλλος κούρδος, ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν, ίσως συνδιαμορφώσει σήμερα τη νέα Τουρκία.
Τα κρίσιμα χρόνια της Γερμανικής ανάδυσης και των πολέμων (Βαλκανικών και Α!Π.Π.) η Ελλάδα είχε μια εύστροφη και ευέλικτη πολιτική ηγεσία.
Σήμερα, που επαναπροσδιορίζονται χάρτες και σχέσεις στην ευρύτερη περιοχή πρέπει να βρίσκεται στο ναδίρ του πολιτικού της προσωπικού και της εσωτερικής της συνοχής.
Λέτε, η ιστορία να έκανε τον κύκλο της και να επανήλθε στις αρχές του αιώνα;
πηγή
Πριν ακριβώς 100 χρόνια, στις 28 Ιουνίου 1914, στις όχθες του ποταμού Μπόζνα που διασχίζει το Σεράγεβο, ο Σερβοβόσνιος εθνικιστής Γαβρίλο Πρίντσιπ, οπαδός της πανσλαβικής ιδέας, την οποία προωθούσαν υψηλά ιστάμενα κλιμάκια στη Σερβία, πυροβόλησε και σκότωσε τον Αρχιδούκα του Αυστριακού θρόνου Φραγκίσκο Φερδινάνδο.
Ήταν η αφορμή για τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, τον πόλεμο των φαντάρων, όπως ονομάστηκε, τον αιματηρό και καταστροφικό πόλεμο του εικοστού αιώνα, ο οποίος, ουσιαστικά συνεχίστηκε την περίοδο 1939- 1945, ως Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.
Επισκέφθηκα αρκετές φορές το Σεράγεβο, κατά τη διάρκεια του πολέμου αλλά, και αργότερα, και πάντα, ήθελα να δω τον τόπο του εγκλήματος, τον τόπο όπου συντελέστηκε μια πράξη που έδωσε την αφορμή για το αιματοκύλισμα του κόσμου. Δίπλα στη γνωστή, πλέον, γέφυρα, λειτουργεί και ένα μουσείο, ενώ, λίγο παρακάτω, πάντα στις όχθες του Μπόζνα, είναι το δημαρχείο της πόλης, το οποίο βομβαρδίστηκε κατά τη διάρκεια του στρατιωτικού αποκλεισμού της βοσνιακής πρωτεύουσας.
Η πλευρά αυτή του Σεράγεβο βρίσκεται εκτεθειμένη στα απέναντι βουνά τα οποία κατείχαν οι Σέρβοι. Το κτήριο, όμορφο αρχιτεκτονικά, έγινε παρανάλωμα του πυρός από τους βομβαρδισμούς. Μέσα στις καμένες αίθουσές του, ο τότε δήμαρχος της πόλης, παρά το προχωρημένο της ώρας και το φόβο να χτυπήσουν οι snipers (οι ελεύθεροι σκοπευτές), ήθελε να δώσει μια συναυλία – και την έδωσε- προς τιμήν των ανθρώπων που το 1995 διέσπασαν τον κλοιό και εισήλθαν στην πολιορκημένη πόλη. Την παρακολούθησα με δέος. Το κτήριο, το οποίο επισκεπτόμουν και μετά τον πόλεμο, κάθε φορά που πήγαινα στη βοσνιακή πρωτεύουσα, έχει αποκατασταθεί πλήρως σήμερα, με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τα ιστορικά γεγονότα είναι γνωστά. Η Αυστρία, κατέστησε υπεύθυνη τη Σερβία για τη δολοφονία του Αρχιδούκα, η Σερβία αποδέχθηκε όλους τους όρους του αυστριακού τελεσιγράφου αλλά, παρόλα αυτά, η Αυστρία της κήρυξε τον πόλεμο, ένα μήνα αργότερα, στις 28 Ιουλίου. Η Ρωσία προσέτρεξε σε βοήθεια της Σερβίας και από το σημείο αυτό, οι εξελίξεις ακολουθούν μια ανεξέλεγκτη δυναμική. Η Γερμανία προσήλθε στο πλευρό της Αυστρίας, και ένας μετά τον άλλο, οι σύμμαχοι που είχαν διαμορφώσει τις συμμαχίες τους αρκετά χρόνια νωρίτερα, κήρυσσαν ο ένας τον πόλεμο στον άλλο.
Στην καρδιά του προβλήματος, πλέον, η Γερμανία, «το νεαρότερο, δυναμικότερο και πιο χολερικό έθνος- κράτος», κατά τον ιστορικό Νόρμαν Ντέϊβις.
Οι αιτίες
Η ουσία, τώρα, είναι άλλη. Η Γερμανία συγκροτήθηκε σε ενιαίο κράτος λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1871, υπό την ηγεσία του Μπίσμαρκ, ο οποίος με επιδέξιες κινήσεις κατόρθωσε να ενώσει τα γερμανικά κρατίδια υπό την κυριαρχία της Πρωσίας. Χρειάστηκε να πολεμήσει κατά της ανταγωνίστριας Αυστρίας αλλά και κατά της Γαλλίας, στον περίφημο Γαλλοπρωσικό, ή, κατ άλλους Γαλλογερμανικό πόλεμο, τον οποίο έχασε η Γαλλία και υποχρεώθηκε να παραχωρήσει την Αλσατία και τη Λωρραίνη.
Η απώλεια αυτή βάραινε ιστορικά στους ώμους της Γαλλίας και επηρέασε τη στάση της και κατά τον Πρώτο Μεγάλο Πόλεμο.
Η ενωμένη Γερμανία είχε μια δυναμική οικονομία αλλά, οι διεθνείς αγορές ήταν κατειλημμένες από τις αποικιακές δυνάμεις που ξεκίνησαν τον αποικιακό τους αγώνα όταν η Γερμανία δεν υπήρχε ως ενιαίο κράτος και τα μικρά γερμανικά κρατίδια δεν μπορούσαν να τις συναγωνιστούν. Ο κόσμος, κατά τη Γερμανική άποψη, έπρεπε να ξαναμοιραστεί. Ο Μπίσμαρκ αποχώρησε από το προσκήνιο, η γερμανική ηγεσία που αναδύθηκε δεν είχε τις δικές του διπλωματικές ικανότητες (πολλοί ισχυρίζονται πως ο Μπίσμαρκ δημιούργησε ένα κράτος το οποίο μόνο ηγέτες του δικού του διαμετρήματος μπορούσαν να διοικήσουν), οι γερμανικές στρατιωτικές δυνατότητες υπήρχαν, η βούληση για μοίρασμα των αγορών ήταν έντονη, άρα έλειπε η αφορμή για τον πόλεμο. Και η αφορμή δόθηκε.
Στις οικονομικές αιτίες για τον πόλεμο θα πρέπει να προστεθούν και οι γεωπολιτικοί λόγοι. Η ενωμένη Γερμανία, παρά το δυναμισμό της, ασφυκτιούσε, γεωπολιτικά ανάμεσα σε δύο ισχυρές, τότε, δυνάμεις. Τη Γαλλία από τη μια και τη Ρωσία από την άλλη. Έπρεπε να διεκδικήσει- κατά τη Γερμανική άποψη- το ζωτικό της χώρο. Και τον διεκδίκησε.
Όπως σημειώνει ο προαναφερθείς ιστορικός Νόρμαν Ντέιβις, «οι παγκόσμιοι πόλεμοι υπήρξαν δύο ξεχωριστές πράξεις ενός και του αυτού δράματος. Πάνω από όλα το έργο που έμεινε ημιτελές με τον Α! Π.Π. δημιούργησε τους κύρους αντιπάλους του Β! Παγκοσμίου… Τα χρόνια που μεσολάβησαν από το 1914 έως το 1945 εμφανίζονται ως η εποχή των προβλημάτων της Ευρώπης τα οποία κάλυψαν το χάσμα ανάμεσα στη μακροχρόνια ειρήνη του ύστερου 19ου αιώνα και στην ακόμα πιο παρατεταμένη ειρηνική εποχή του Ψυχρού πολέμου».
Ουσιαστικά, ο Πόλεμος που άρχισε το 1914, πρέπει να ολοκληρώθηκε το 1991 με την επανένωση της Γερμανίας. Από τότε, από το 1991, η Ευρώπη ξαναμπήκε στην προ του 1914 εποχή, με τη Γερμανία το ίδιο δυναμική, ανήσυχη, χολερική και προβληματισμένη με ποιους να πάει και ποιους να αφήσει.
Ευρωπαϊκή Ένωση και ΝΑΤΟ
Η χώρα που προκάλεσε δύο μεγάλους πολέμους, κρίθηκε πως θα έπρεπε να δαμαστεί, μετά τον δεύτερο πόλεμο, στη βάση δύο σημαντικών παραμέτρων. Να προσδεθεί σε μια ευημερούσα Ευρώπη και να αφήσει, αυτή και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το θέμα της άμυνας και ασφάλειάς τους, στα χέρια των ΗΠΑ, οι οποίες κλήθηκαν και το 1918 και το 1945, να διαχειριστούν τις Ευρωπαϊκές υποθέσεις. Έτσι, δημιουργήθηκαν η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, δύο θεσμοί που λειτούργησαν αποτελεσματικά αλλά, που η τελευταία κρίση απειλεί τα θεμέλια της οικονομικής Ένωσης και οι παγκόσμιες γεωπολιτικές ανακατατάξεις, έχουν εξασθενήσει το ρόλο της αμυντικής συμμαχίας.
Οι θεσμοί, δηλαδή, που κράτησαν την Ευρώπη ενωμένη και βοήθησαν στη διαχείριση της Γερμανίας, αποδομούνται με την πρώτη σημαντική οικονομική κρίση και έτσι επαναφέρεται και πάλι, όπως και πριν το 1914, το Γερμανικό Ζήτημα.
Τι θα γίνει, λοιπόν, με τη Γερμανία και την Ευρώπη;
Ας μην ξεχνάμε ότι η σημαντικότερη μονομαχία για το μέλλον της Ευρώπης τοποθετούνταν εξαρχής μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας. Οι Μεγάλοι Πόλεμοι, άρχισαν την 1η Αυγούστου του 1914 στη γερμανική καγκελαρία, όταν ο κάιζερ κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ρωσίας και έληξαν στις 8 Μαίου του 1945 στο αρχηγείο του σοβιετικού στρατού στο Βερολίνο- Καρλσχορστ, όταν ολοκληρώθηκε εν τέλει η άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας με την Τρίτη πράξη συνθηκολόγησης.
Βρισκόμαστε και σήμερα στην ανάδειξη ανάλογων, νέων ανταγωνισμών;
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία
Στα αποτελέσματα του Α! Π.Π. περιλαμβάνεται και η διάλυση δύο ισχυρών, τότε, αυτοκρατοριών. Της Αυστροουγγρικής και της Οθωμανικής.
Η Γερμανία δεν εμφανίσθηκε στο προσκήνιο την παραμονή του Α! Π.Π. Ασκούσε πολιτική μεγάλης ευρωπαϊκής δύναμης από της ιδρύσεώς της.
Η πολιτική της Γερμανίας μετά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο αποσκοπούσε στη συγκρότηση ενός αντισλαβικού μετώπου, αποτελούμενου από την Ελλάδα, τη Ρουμανία και το Οθωμανικό Κράτος.
Ειδικά για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, βασική παράμετρος της γερμανικής πολιτικής στην εποχή του Βίσμαρκ ήταν η αποτροπή μιας ταχείας κατάρρευσης της, διότι πίστευε πως θα ανέτρεπε το σύστημα ισορροπιών που διαμορφώθηκε στην Ευρώπη και θα επηρέαζε την πολιτική των άλλων δυνάμεων απέναντι στη Γερμανία.
Οι διάδοχοί του, όμως, μετέβαλαν αυτήν την πολιτική. Ο γερμανός αυτοκράτορας δελεάστηκε από τα θέλγητρα της Ανατολής και επεδίωξε να κυριαρχήσει στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτή η νέα γερμανική τάση προκάλεσε αντιδράσεις τόσο τη Ρωσία όσο και στην Αγγλία.
Η Γερμανική πολιτική προσδιόρισε τα γερμανικά συμφέροντα στο χώρο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως γύρω από τον άξονα και την ενδοχώρα της σιδηροδρομικής γραμμής Κωνσταντινούπολη- Βαγδάτη και έτσι στήριξε τον Οθωμανό σουλτάνο. Παράλληλα, όμως, διαβλέποντας τις εξελίξεις με την εμφάνιση των Νεότουρκων, άφησε ανοικτές θύρες και προς την κατεύθυνση των τούρκων εθνικιστών.
Και ο σουλτάνος και οι Νεότουρκοι πίστευαν πως η Γερμανία ενδιαφερόταν για την ακεραιότητα της Αυτοκρατορίας και δέχθηκαν τη στενή συνεργασία μαζί της, με κύρια αιχμή την αναδιοργάνωση του στρατού.
Είναι γνωστό ότι η κυριαρχία των Νεότουρκων οδήγησε στην εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας συγκρότησης οθωμανικής ταυτότητας σε μη εθνοτική και θρησκευτική βάση.
Iδιαίτερη σημασία αποδόθηκε στη συγκρότηση μιας τουρκικής εθνικής ταυτότητας και ενός ομοιογενούς εθνικού τουρκικού κράτους με την ταύτιση του κάθε μουσουλμάνου στη Μικρά Ασία με τον Τούρκο, με την εκδίωξη των Χριστιανών ή τον εξισλαμισμό τους και με την εγκατάσταση μουσουλμάνων προσφύγων από τα Βαλκάνια. Η Ανατολία θεωρήθηκε ως η καρδιά του Τουρκισμού.
Το έτος 1913 και όχι το 1923 μπορεί να θεωρηθεί ως η απαρχή της συγκρότησης ενός ομοιογενούς τουρκικού κράτους στη Μικρά Ασία, σύμφωνα με τον ιστορικό Σπυρίδωνα Σφέτα. Πατέρας, δε, του σύγχρονου τουρκικού εθνικισμού θεωρείται ο κουρδικής καταγωγής κοινωνιολόγος Ζιγιά Γκεκάλπ (Ziya Gökapl) με το τρίπτυχο τουρκισμός, ισλαμισμός, δυτικός τεχνολογικός εκσυγχρονισμός.
Στις 14 Δεκεμβρίου 1913 έφθασε στην Κωνσταντινούπολη γερμανική στρατιωτική αποστολή υπό τον Λίμαν φον Σάντερς.
Είναι ο στρατιωτικός ο οποίος, σύμφωνα με την άποψη ιστορικών, καθοδήγησε τους διωγμούς και τις διώξεις Αρμενίων και Ελλήνων, από τους Νεότουρκους, με σκοπό την εξαφάνιση κάθε χριστιανικού στοιχείου από τα εδάφη της Αυτοκρατορίας ή τον εκμουσουλμανισμό τους.
Είναι οι πράξεις αυτές της Οθωμανικής Τουρκίας που, σύμφωνα με τον όρο ενός Πολωνού δικηγόρου εβραϊκής καταγωγής, του Ραφάλ Λέμκιν, ονομάζονται γενοκτονία και που αρνείται να αναγνωρίσει το σύγχρονο τουρκικό κράτος.
Η στενή αυτή σχέση της οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη Γερμανία, έθεσε τους Οθωμανούς στο πλευρό του Βερολίνου κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με τα γνωστά επακόλουθα της Συνθήκης των Βερσαλλιών και αργότερα των Σεβρών. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέρρευσε και σε υλοποίηση των αποφάσεων των Σεβρών, η Ελλάδα ξεκίνησε τη Μικρασιατική εκστρατεία.
Με το τέλος της εκστρατείας αυτής συγκροτήθηκε το σύγχρονο τουρκικό κράτος από τον Κεμάλ Ατατούρκ, στη βάση των αρχών που προαναφέρθηκαν.
Η τουρκική κοινωνία, όμως, δεν είναι ευθύγραμμη. Ο ισλαμισμός ως πολιτική έκφραση αναδύθηκε και πάλι στις ημέρες μας και εκφράστηκε, κυρίως, από τον τούρκο πρωθυπουργό Ταγίπ Ερντογάν και θεωρητικά από τον υπουργό εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, οι οποίοι προσπαθούν να αναβιώσουν τα παλιά Οθωμανικά οράματα, ίσως τον Πανισλαμισμό του Αβδούλ Χαμίτ Β!
Η προσπάθειά τους βρίσκεται σε ένα κομβικό σημείο. Πάντως, και μόνο το γεγονός ότι βρήκε, έστω και μερική ανταπόκριση, παραπέμπει σε συνθήκες πριν τον Α! Π.Π.
Ο κούρδος κοινωνιολόγος Ζιγιά Γκεκάλπ, διαμόρφωσε το ιδεολογικό πλαίσιο του τουρκικού εθνικισμού. Ένας άλλος κούρδος, ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν, ίσως συνδιαμορφώσει σήμερα τη νέα Τουρκία.
Τα κρίσιμα χρόνια της Γερμανικής ανάδυσης και των πολέμων (Βαλκανικών και Α!Π.Π.) η Ελλάδα είχε μια εύστροφη και ευέλικτη πολιτική ηγεσία.
Σήμερα, που επαναπροσδιορίζονται χάρτες και σχέσεις στην ευρύτερη περιοχή πρέπει να βρίσκεται στο ναδίρ του πολιτικού της προσωπικού και της εσωτερικής της συνοχής.
Λέτε, η ιστορία να έκανε τον κύκλο της και να επανήλθε στις αρχές του αιώνα;
πηγή