ΥΠΟΠΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ
Ἡ Ἑλλὰς χώρα τῶν πλέον παραδόξων καὶ ἑτεροκλήτων συμβάσεων.
Ἀπʼ ὅλας τὰς μετὰ τῶν ξένων πολιτικὰς καὶ οἰκονομικὰς συμβάσεις ποὺ
συνῆψεν ἡ Ἑλλάς, ἡ χειροτέρα θὰ ἧτο ἐκείνη, ἡ ὁποῖα εἰς τὰ κρανία
ὡρισμένων Ἑλλήνων ἐπὶ μῆνας ἐμελετᾶτο καὶ ἐσχεδιάζετο καὶ ἐπὶ τέλους
δειλὰ-δειλὰ ἔκαμε τὴν ἐμφάνισίν της εις τὸν ἐξωτερικὸν κόσμον καὶ εἰς τὰ
χεῖλη τῶν πολλῶν ἐφέρετο μὲ τὸ λατινικὸν ὄνομα: «concordatum». Τὶ δὲ ἐστὶ «concordatum»; Συμφωνία, σύμβασις ἐκκλησιαστικὴ μεταξὺ Πάπα(*) καὶ Ἑλλάδος.
Σύμβασις, ἡ ὁποία ὄχι πλέον ὑλικὰ ἀγαθά, τὸ ὕδωρ, τὸ φῶς, τὰ πολύτιμα
μέταλλα ἐσκόπευε νὰ ἀφαιρέση ἀπὸ τὴξν ἐξουσίαν τῶν Ἑλλήνων καὶ νὰ θέση
αὐτὰ ὑπὸ τὸν ἔλεγχον ξένων ἑταιρειῶν, ἀλλὰ κατὰ τρόπον ἔμμεσον ἤρχετο νὰ
πλήξη τοὺς Ἕλληνας εἰς τὰ ἱερώτερα τῶν συναισθημάτων των, ἤρχετο νὰ
μειώση τὴν αἴγλην, νὰ ἐξουθενώση, νὰ ἐκμηδενίση τὸ πάντων τῶν ἀγαθῶν
πολυτιμότερων ἀγαθόν, τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν, διὰ τῆς ὁποίας ζῆ καὶ ἀναπνέει καὶ ἔχει λόγον ὑπάρξεως ἐν τῶ κόσμω τὸ ἔθνος ἡμῶν.- (*) Γράφομεν «ἡ σύμβασις μεταξὺ Πάπα καὶ Ἑλλάδος» καὶ ὄχι ἡ μεταξὺ καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ Ἑλλάδος σύμβασις. Διότι φρονοῦμεν, ὅτι κακῶς ἡ ὑπὸ τοῦ Πάπα ἀπολυταρχικῶς κυβερνωμένη Δυτικὴ Ἐκκλησία ὀνομάζεται καθολική. Ὁ τίτλος «ΚΑΘΟΛΙΚΗ» δὲν ἀρμόζει ποσῶς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν αὐτήν, ἡ ὁποία πρέπει νὰ ὀνομάζεται δικαίως: Παπικὴ Ἐκκλησία. Ὁ ἀείμνηστος ἱεράρχης Σμύρνης Βασίλειος ἀπαντῶν εἰς τὴν περὶ ἐνώσεως ἐγκύκλιον τοῦ Πάπα Λέοντος ΙΓ΄ ἐξαπέλυσε τὴν 7ην Ἰουνίου 1895 πρὸς τὸ εὐσεβὲς ποίμνιόν του ἐγκύκλιον, ἐν τῆ ὁποία τὴν Δυτικὴν Ἐκκλησίαν ὡνόμαζε Παπικὴν Ἐκκλησίαν. «Μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκησία τοῦ Θεοῦ, ὡς ἐν τῶν ἱερῶ τῆς Πίστεως συμβόλω ὁμολογοῦμεν καὶ κηρύττομεν, δὲν δύναται νὰ εἶνε ἄλλη παρά ἐκείνη, ἥτις ἀνέκαθεν διακρατεῖ ἀκεραίαν καὶ ἀναλλοίωτον τὴν ἀλήθειαν ταύτην, ἀπαραβάτως καὶ ἀδιαστρόφωςστοιχοῦσα καὶ ἀκολουθοῦσα ἀπʼ ἀρχῆς ἄχρι σήμερον εἰς τὴν ἀκρίβειαν τῆς διδαχῆς τῶν θείων Πατέρων τῶν ἑννέα πρώτων ἀπὸ Χριστοῦ αἰώνων, ἀλλὰ τοιαύτην ἀκρίβειαν, ἐκτὸς τῆς καθόλου Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, οὔτε ἡ Παπικὴ Ἐκκλησία τηρεῖ, ὡς ἀρίδηλως καταδεικνύεται ἐκ τῆς ἱστορίας τῶν δέκα τελευταίων αὐτῆς αἰώνων, οὔτε τὰ πολυποίκιλα συστήματα τοῦ ἀπὸ τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας προελθόντος Προτεσταντισμοῦ». Ταῦτα ἔγραφε καὶ ἐκήρυττεν ὁ ἀείμνηστος ἐκεῖνος ἐπίσκοπος, ἀκοίμητος φρουρὸς τῆς Ὀρθοδοξίας. Δυστυχῶς κατὰ τὰς τελευταίας δεκαετηρίδας ἤρχισε νὰ ἐπικρατῆ μεταξὺ τῶν θεολογικῶν καὶ θρησκευτικῶν κύκλων τῆς Πατρίδος μας ἀπέναντι τῶν Παπικῶν μία ὑπερβολικὴ ἀνοχή. «Μή, πρὸς Θεοῦ, μὴ θίξωμεν τοὺς καθολικοὺς ἀδελφούς μας. Ὁ Πάπας; Ἅγιος, κορυφή…». Πρὸ πενταετίας, τὸν Ἰούνιον τοῦ 1951 ἐν Ἀθήναις, ἐν τῆ Παλαιᾶ Βουλῆ τῶν Ἑλλήνων, συνεκλήθη τὸ Β΄ Πανελλήνιον Θεολογικὸν Συνέδριον. Ὁ γράφων τὰς γραμμὰς ταύτας διερχόμενος τότε ἐξ Ἀθηνῶν παρευρέθην εἰς τὰς δύο πρώτας συνεδριάσεις του Συνεδρίου τούτου. Κατάπληκτος ἔβλεπον μετὰ πόσων ἐκδηλώσεων τιμῆς ἐγένετο δεκτοὶ οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας, τὸ δὲ χειρότερον ἧτο τὸ ὄτι ἠκούσαμεν μεγαλοσχήμονας καθηγητὰς τῆς Θεολογίας νὰ στολίζουν τὴν Παπικὴν Ἐκκλησίαν μὲ εὔφημα κοσμιτικὰ ἐπίθετα καὶ νʼ ἀποκαλοῦν αὐτὴν καθολικήν, σεβασμίαν. Δὲν συνεκρατήθημεν. Ἠγέρθημεν ἐκ τῆς θέσεώς μας καὶ διεμαρτυρήθημεν ἐντόνως. Πρὸς τοὺς κ. καθηγητάς, πρὸς τοὺς ἐν τῶ Συνεδρίω παρευρισκομένους Συνοδικοὺς Ἀρχιερεῖς ἀπηυθήναμεν τὸ ἐρώτημα: ἐὰν ἡ Δ. Ἐκκλησία ἐπιτρέπεται νὰ τιτλοφορῆται καθολική, σεβασμία. Μία Ἐκκλησία – εἴπομεν – ἡ ὁποία ἐκαινοτόμησε περὶ τὰ δόγματα, ἔπαυσε πλέον νὰ εἶνε καθολικὴ καὶ σεβασμία. Ἡ Δ. Ἐκκλησία εἶνε σχίσμα καὶ αἵρεσις… Δυστυχῶς ἡ φωνή μας ἐκείνη κατεπνίγη διʼ ἀλλεπαλλήλων κωδωνοκρουσιῶν τοῦ Προέδρου τοῦ Συνεδρίου, ὅστις τέλος καὶ ἐκάλεσεν ἀστυφύλακα, ἵνα βιαίως μὲ ἐκδιώξη τῆς αἰθούσης ὡς ἀνεπιθύμητον, ἀλλʼ ὁμὰς θεολόγων συμφωνοῦντων μετʼ ἐμοῦ, ἠγέρθη, διεμαρτυρήθη καὶ ἐματαίωσε τὴν βιαίαν ἀπέλασίν μου. Σημειωτέρον ὄτι τὸ Συνέδριον τοῦτο, καίτοι κατʼ ἐπανάληψιν προεκλήθη, οὐδόλως ἠθέλησε νὰ λάβη θέσιν ἀπέναντι τοῦ ἐκ τοῦ Μασονισμοῦ δεινοῦ κινδύνου. Ἀλγεινὴν ταῦτα ἡμῖν ἐνεποίησαν ἐντύπωσιν καὶ δὲν ἐπαύσαμεν ἔκτοτε νὰ τονίσωμεν ὄτι μὲ θεολόγους ἀβρῶς καὶ εὐγενῶς ὑποκλινομένους πρὸ τῶν φράγκων ἱερέων καὶ καθολικὴν καὶ σεβασμίαν τὴν Ἐκκλησίαν αὐτῶν ἀποκαλοῦντας καὶ μετʼ αὐτῶν συμπροσευχομένους, μὲ τοιούτους, ἐλέγομεν, θεολόγους συντελεῖτο διάβρωσις τῆς ἀντιστάσεως τῶν Ὀρθοδόξων κατὰ τῶν αἱρέσεων καὶ ὄτι μεγάλη τις συμφορὰ θὰ ἐνσκήψη εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν οὕτω πως προδιδομένην ὑπὸ τῶν ἰδίων αὐτῆς τέκνων καὶ μάλιστα ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐτάχθησαν φρουροὶ εἰς τὰς ἱερὰς αὐτῆς ἐπάλξεις. Ἡ χλιαρότης τῶν θεολογικῶν μας κύκλων συνετέλεσε τὰ μέγιστα νὰ δημιουργηθῆ τὸ ψυχολογικὸν ἐκεῖνον κλῖμα, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον σήμερον οἱ πολιτικοὶ μας νὰ συζητοῦν ἀνέτως περὶ διπλωματικῶν σχέσεων μετὰ τοῦ Πάπα. Ὅταν τὸ «ἄλας» μωρανθῆ… Καὶ θὰ ἴδετε καὶ τώρα, ὄτι, πλὴν ὡρισμένων ἐξαιρέσεων, οἱ θεολόγοι μας, μικροὶ καὶ μεγάλοι, θὰ σιωπήσουν καὶ πάλιν καὶ θὰ κατηγορήσουν ἡμᾶς φανατικούς. Ἀλλʼ ἡμεῖς μετὰ τοῦ Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καὶ τῶν λοιπῶν τῆς Ὀρθοδοξίας κηρύκων συντασσόμενοι δὲν θὰ παύσωμεν νʼ ἀποκαλώμεν τὴν Δυτικὴν Ἐκκλησίαν Παπικήν, καὶ ὀπαδοὺς αὐτῆς ὄχι μόνον σχησματικούς, ἀλλὰ καὶ αἱρετικούς.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=41800