Πήγε στο Γέροντα (Πορφύριο) μία κυρία που κοιμήθηκε ο άντρας της και είχε πολύ πόνο.
Πήγαμε και μου λέει ο γέροντας: «Δεν θα φύγεις απ’ το κελί. Κάθισε στην Παναγία».
Κοιτούσε η κυρία, του είπε τον πόνο της και περίμενε ότι ο γέροντας θα την παρηγορούσε με τα συνήθη λόγια που λέμε εμείς οι άνθρωποι.
Και της λέει:
«Καλή μου, άσε τον άντρα σου.Ο σύζυγός σου ανέβηκε στον ουρανό κεκαθαρμένος, έχοντας λάβει τα μυστήρια της εκκλησίας.Ήταν ελεήμων», πράγμα που δεν το ‘ξερε η σύζυγος.
«Θέλω τώρα εσύ να μπεις σε έναν αγώνα.Πρέπει πάση θυσία να σώσεις τους γονείς σου.Οι γονείς σου βασανίζονται.Κι όταν έρθει η ώρα η καλή να πας στον ουρανό, θα έχεις μία αιώνια στενοχώρια».
Έμεινε.
«Μα οι γονείς μου έχουν πεθάνει χρόνια».
«Ε τι σημασία έχει;
Οι άνθρωποι αναζητούν τις προσευχές σου για να τους λυτρώσεις.
Εσύ θα την αναλάβεις αυτή την ευθύνη, εις αιωνία μνήμη του συζύγου σου».
Και όντως, της υπέδειξε, έδειξε το δρόμο.
Βέβαια, άρχισε να πηγαίνει πιο τακτικά στο γέροντα και μαθήτευσε κοντά του, ώσπου της είπε ότι «δόξα σοι ο Θεός», ότι στα τρία χρόνια δροσίστηκαν οι ψυχές τους.