Μέχρι χθες καθόμουν μαζί σου. Πόσο με συγκινεί να σε βλέπω να παίζεις; Ο ήχος των παιδιών είναι παντού ο ίδιος. "Βρουν", "μπιπ- μπιπ", "ντούπ". Έτσι ρυθμίζουν την κυκλοφορία στις λεωφόρους του ονείρου. Οι μέρες πέρασαν, τα απογεύματα έφευγαν ένα- ένα. Κάποια στιγμή κράτησα ένα αυτοκινητάκι στο χέρι μου και σου είπα: " για λίγες μέρες δε θα είμαι εδώ. Πάω σε έναν τόπο μακρινό με ανθρώπους όμως που σ' αγαπούν πολύ. Σου υπόσχομαι ότι εκεί θα βρω το πιο όμορφο, γυαλιστερό και γρήγορο αυτοκινητάκι να σου φέρω". Απ' όλα αυτά εντύπωση σου έκανε ότι υπάρχει τόπος που σε αγαπάνε.
Έφτιαξα βαλίτσες, μπήκα στο αεροπλάνο, πάτησα το πόδι μου στην πατρίδα. Είδα μετά από μήνες τα κτήρια, ψηλά, βαμμένα, με ρεύμα, δρόμους χωρίς λακούβες, μαγαζιά με όλα τα καλά και μου έκαναν εντύπωση. Μάλλον η Μαδαγασκάρη με "πότισε" ως το κόκαλο.
Τα χιλιόμετρα στην Εθνική χάθηκαν κάτω από τις ροδες, τόσο γρήγορα που νόμιζα ότι η αυλόπορτα της Μονής μου ήταν δίπλα στο γκισέ του αεροδρομίου. Περπάτησα στον κήπο. Πρόσωπα με περίμεναν, αγκαλιές ανοιχτές, χαρά, γέλια. Η εικόνα των Αγίων με τη γνωστή της οσμή, σαν "γλυκό από τον παράδεισο". Έτρεξα στο κελί μου. Ίδιο. Μικρό, με πάτωμα ξύλινο που τρίζει. Και μια μυρωδιά από τις παράξενες που παραδόξως σε ηρεμούν. Τελικά θυμόμαστε και ζούμε με τη μύτη! Για μια στιγμή έκλεισα τα μάτια μου από χαρά. "Εδώ είναι ο παράδεισος": σκέφτηκα και πάγωσα. Θυμήθηκα το: "βρουν", την υπόσχεση, τα παιδιά, τους μεγάλους, τη ζέστη και τη λάσπη, τις λακούβες, τον τύφο και την ελονοσία, την πίνα και τα χαμόγελα. "Όχι, Πρόδρομε, όχι! Στο κελί σου είναι ο τόπος που αναπαύεται ο λογισμός σου. Ο παράδεισος όμως είναι όπου σε έστειλε η Εκκλησία." Άνοιξα τα μάτια, βγήκα από το κελί μου, έτρεξα στο αμάξι και χύθηκα στην πόλη. Έχω μια αποστολή. Πρέπει να βρω το πιο γρήγορο, γυαλιστερό και όμορφο αυτοκινητάκι του κόσμου, δυο χεράκια το περιμένουν, κι εγώ περιμένω να με αγκαλιάσουν πώς και πώς!
Ιεραποστολή στην Επισκοπή Τολιάρας και Νοτίου Μαδαγασκάρης