6-7 ΜΑΪΟΥ 1453
Λίγο έλειψε να πεθάνει ο Πρωτοστράτορας Ιουστινιανής το απόγευμα της 7ης Μαΐου πάνω στα τείχη. Εκείνη την ημέρα που οι Τούρκοι έκαναν την μεγαλύτερη επίθεση τους. Τουλάχιστον 40.000 Οθωμανοί όρμηξαν λυσσασμένα προς τα τείχη για να τα καταλάβουν.Πολεμούσε πλάι στον αυτοκράτορα από το πρωί.
Κάποια στιγμή τον άφησε και με 20 δικούς του έτρεξε λίγα μέτρα βορειότερα. Οι Οθωμανοί είχαν στήσει σκάλες και ανέβαιναν. Οι άλλοι υπερασπιστές ήταν νεκροί σε εκείνο το σημείο. Έπεσε πάνω τους όπως ο θεριστής στα στάχυα. Τους μακέλευε έναν προς έναν μαζί με τους 20 συντρόφους του. Όταν ξαφνικά ένας γενίτσαρος ανέβηκε τις σκάλες και εμφανίστηκε στα τείχη. Ο Αμουράτ μόνος άνοιξε δρόμο ανάμεσα στους σιδερόφραχτους και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Πρωτοστράτωρα. Ο Ιουστινιάνης ήταν ψήλος επιβλητικός με χέρια σαν κορμούς δέντρου και σβέρκο σαν δαμάλι. Όμως έδειχνε σαν παιδάκι μπροστά στον Αμουρατ. Ο τεράστιος Γενίτσαρος με το κυρτό σπαθί του επιτέθηκε με μανία στον Ιουστινιάνη. Κάθε χτύπημα τον έκανε να υποχωρεί. Δεν μπορούσε να αντέξει για πολύ την επίθεση του. Το σπαθί έπεφτε με δύναμη πάνω στην πανοπλία. Ο Γενουάτης δεν άντεξε, δεν πρόλαβε να ανταποδώσει καν ένα χτύπημα. Παραπάτησε και έπεσε. Ο Τούρκος χαμογέλασε με κακία και σήκωσε το σπαθί του. Ο Ιουστινιάνης βλαστήμησε και έκλεισε τα μάτια…
Ο θάνατος όμως δεν ήρθε. Περίμενε με κλειστά τα μάτια και κομμένη την ανάσα τον Τούρκο να του κόψει το κεφάλι αλλά παρέμενε ζωντανός. Άνοιξε τα μάτια και το πρώτο που αντίκρισε ήταν το πρόσωπο του γενιτσάρου πεσμένο δίπλα του με τα μάτια του ορθάνοιχτα γεμάτα έκπληξη να τον κοιτούν. Γύρισε και είδε το τεράστιο κορμί του Τούρκου να έχει πέσει στα γόνατα. Από τον λαιμό του ξεπηδούσαν πίδακες αίματος. Δίπλα όρθιος στεκόταν με ματωμένο το σπαθί του ένας νέος και χαμογελούσε. Ήταν δεν ήταν 17 χρονών. Αν και όρθιος δεν ξεπερνούσε στο ύψος το άψυχο ακέφαλο γονατιστό κορμί του Αμουράτ.
Ένα ατρόμητο Ελληνόπουλο είχε δει από την αρχή τον γενίτσαρο να επιτίθεται στον Πρωτοστράτορα. Παράτησε το πόστο του και με φτερά στα πόδια έφτασε την κατάλληλη στιγμή. “Με λένε Ραγκαβή, Πρωτοστράτορα μου…” πρόλαβε να πει πριν η πανοπλία του τρυπηθεί σε πολλά σημεία από βροχή από βέλη. Κάτω από τα τείχη οι Οθωμανοί τοξότες είχαν δει τι είχε συμβεί και εκδικήθηκαν. Ο Ιουστινιάνης σηκώθηκε ουρλιάζοντας και με το γυμνό σπαθί του πέταξε μόνος του όσους γενίτσαρους είχαν απομείνει στα τείχη. Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα για τον θάνατο του μικρού Έλληνα που του έσωσε τη ζωή.
Από ιστοσελίδα Παγκόσμια και Ελληνική Στρατιωτική Ιστορία