[…] Κι εσύ αλάτι είσαι, αδελφέ μου. Δεν σου το λέω για κολακεία. Πίστεψέ το, κι εσύ αλάτι είσαι για τον κόσμο.
Μπορεί το νερό να διαλύει το αλάτι όμως, κάποτε, μέσα από μια κολυμβήθρα, τα χέρια ενός παπά σε κράτησαν ψηλά πεντακάθαρο, ολοφώτεινο, κάτασπρο, σαν το φρέσκο αλάτι, που αστράφτει στον ήλιο. Ντύθηκες την αγιοσύνη, αδελφέ μου. Την πήρες προίκα θεϊκή και τα δώρα Του ο Θεός δεν τα παίρνει πίσω. Μ΄ακούς και χαμογελάς. Θυμάσαι τα πεσίματα και τα λάθη σου, τις στραβοτιμονιές και όλες εκείνες τις στιγμές, που μαύρο πολύ ξεχύθηκε απ΄την ψυχή σου. Τα θυμάσαι και νομίζεις ότι μιλάω σε άλλον. Κι όμως, εγώ επιμένω. Στο φωνάζω, πως άγιος δεν είναι ο αναμάρτητος, γιατί αν ήταν έτσι, άγιοι δεν θα υπήρχαν. Στο φωνάζω, πως άγιος είν΄εκείνος, που την ώρα που το κορμί του σερνόταν στη γη, η ματιά του, θολή από το κλάμα, δεν σταμάτησε να τρυπάει τον ουρανό, για να συναντήσει το σπλαχνικό βλέμμα του Θεού. Μιλάω σε σένα, που είχες πάντοτε για πέλαγος βαθύ το έλεός Του και για μικρή, ασήμαντη σταγόνα τις αμαρτίες σου. Σε σένα, που ο πειρασμός δεν κατάφερε να σε πείσει πως είσαι κάτι τόσο σπουδαίο, ώστε τα λάθη σου να ξεπερνάνε τους οικτιρμούς Του. Σε σένα, που κάτω από ένα πετραχήλι, ένιωσες να φοράς και να ξαναφοράς το φως ως ιμάτιον. […]
Ηλία Λιαμή
«Ψίθυροι των Αγγέλων» (Ο Άγγελος, ο Άγιος, ο Διπλανός μου)
Μπορεί το νερό να διαλύει το αλάτι όμως, κάποτε, μέσα από μια κολυμβήθρα, τα χέρια ενός παπά σε κράτησαν ψηλά πεντακάθαρο, ολοφώτεινο, κάτασπρο, σαν το φρέσκο αλάτι, που αστράφτει στον ήλιο. Ντύθηκες την αγιοσύνη, αδελφέ μου. Την πήρες προίκα θεϊκή και τα δώρα Του ο Θεός δεν τα παίρνει πίσω. Μ΄ακούς και χαμογελάς. Θυμάσαι τα πεσίματα και τα λάθη σου, τις στραβοτιμονιές και όλες εκείνες τις στιγμές, που μαύρο πολύ ξεχύθηκε απ΄την ψυχή σου. Τα θυμάσαι και νομίζεις ότι μιλάω σε άλλον. Κι όμως, εγώ επιμένω. Στο φωνάζω, πως άγιος δεν είναι ο αναμάρτητος, γιατί αν ήταν έτσι, άγιοι δεν θα υπήρχαν. Στο φωνάζω, πως άγιος είν΄εκείνος, που την ώρα που το κορμί του σερνόταν στη γη, η ματιά του, θολή από το κλάμα, δεν σταμάτησε να τρυπάει τον ουρανό, για να συναντήσει το σπλαχνικό βλέμμα του Θεού. Μιλάω σε σένα, που είχες πάντοτε για πέλαγος βαθύ το έλεός Του και για μικρή, ασήμαντη σταγόνα τις αμαρτίες σου. Σε σένα, που ο πειρασμός δεν κατάφερε να σε πείσει πως είσαι κάτι τόσο σπουδαίο, ώστε τα λάθη σου να ξεπερνάνε τους οικτιρμούς Του. Σε σένα, που κάτω από ένα πετραχήλι, ένιωσες να φοράς και να ξαναφοράς το φως ως ιμάτιον. […]
Ηλία Λιαμή
«Ψίθυροι των Αγγέλων» (Ο Άγγελος, ο Άγιος, ο Διπλανός μου)