«Καί ἠρώτησεν αὐτόν ἅπαν τό πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ᾽ αὐτῶν … αὐτός δέ ἐμβάς εἰς τό πλοῖον ὑπέστρεψεν» (Λουκ. 8.37).
Μία ἀσυνήθιστη παράκληση διατυπώνουν στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα οἱ κάτοικοι τῶν Γαδάρων πρός τόν Ἰησοῦ. Τί τοῦ ζητοῦν; Τοῦ ζητοῦν νά μήν εἰσέλθει στήν πόλη τους, διότι «φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο», γιατί φοβόταν πάρα πολύ.
Καί ποιά ἦταν ἡ αἰτία τοῦ φόβου τους; Ἦταν τό θαῦμα πού εἶχε κάνει ὁ Χριστός λίγο νωρίτερα. Τό θαῦμα τῆς θεραπείας ἑνός δυστυχοῦς καί ταλαιπώρου ἀνθρώπου, ἑνός δαιμονισμένου, τόν ὁποῖο ἀπελευθέρωσε ἀπό τή λεγεώνα τῶν δαιμόνων πού τόν εἶχε κατακυριεύσει.
Ἕνα θαῦμα, λοιπόν, τό ὁποῖο θά ἔπρεπε νά τούς χαροποιήσει καί νά τούς γεμίσει μέ εὐγνωμοσύνη, ὥστε νά τόν παρακαλοῦν νά μείνει κοντά τους, ὅπως συνέβαινε καί μέ τά ἄλλα θαύματα τοῦ Χριστοῦ, τούς δημιουργεῖ φόβο.
Ἕνα ἀσυνήθιστο αἴσθημα προκαλεῖ ἕνα ἀσυνήθιστο αἴτημα.
Καί ὁ Χριστός ἀνταποκρίνεται στό αἴτημα τῶν Γαδαρηνῶν, γιατί σέβεται τήν ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπων καί δέν ἐκβιάζει τή θέλησή τους. Γι᾽ αὐτό καί «ἐμβάς εἰς τό πλοῖον ὑπέστρεψεν», μπῆκε στό πλοῖο καί γύρισε πίσω.
Ὁ φόβος ὅμως τῶν Γαδαρηνῶν, καθώς συνδυάζεται μέ τήν παράκλησή τους γιά ἀπομάκρυνση τοῦ Χριστοῦ, δέν εἶναι φόβος πού προέρχεται ἀπό σεβασμό πρός τόν Χριστό, ἀλλά εἶναι φόβος πού προέρχεται ἀπό τό αἴσθημα τῆς ἐνοχῆς καί τῆς ἀμετανοησίας τους. Εἶναι φόβος σάν αὐτόν πού αἰσθάνθηκαν οἱ πρωτόπλαστοι στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ, ὅταν μετά τήν παρακοή τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, τόν ἄκουσαν νά τούς καλεῖ. Εἶναι ὁ φόβος, τόν ὁποῖο προκαλεῖ ἡ ἀποξένωση ἀπό τόν Θεό. Εἶναι ὁ φόβος τόν ὁποῖο ἐκφράζουν καί τά δαιμόνια, πού βρίσκονται μέσα στόν ταλαίπωρο δαιμονισμένο, καί ὅταν τόν πλησιάζει ὁ Χριστός γιά νά τόν θεραπεύσει τοῦ λέγουν: «τί ἐμοί καί σοί, Ἰησοῦ, υἱέ τοῦ Θεοῦ;»
Γι᾽ αὐτό καί ὁ φόβος πού αἰσθάνονται οἱ Γαδαρηνοί δέν τούς βοηθᾶ οὔτε νά μετανοήσουν γιά τήν παράβαση τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, ὁ ὁποῖος ἀπαγόρευε τήν ἐκτροφή χοίρων, οὔτε νά πλησιάσουν τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος δέν ζητᾶ ἀπό τούς ἀνθρώπους πού τόν ἀκολουθοῦν νά τόν φοβοῦνται, ἀλλά ζητᾶ νά τόν ἀγαποῦν. Καί ὅπως γράφει ὁ εὐαγγελιστής τῆς ἀγάπης, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, «ἡ ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον». Ἡ ἀγάπη ἀπομακρύνει καί διώχνει τόν φόβο, γιατί ἐπιτρέπει στούς ἀνθρώπους νά προσεγγίσουν τόν Θεό, ὁ ὁποῖος «ἀγάπη ἐστί», καί τούς κάνει νά ζοῦν μέσα στήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τούς κάνει νά ὁμοιάζουν μέ τόν Χριστό.
Αὐτή τήν ἀγάπη πρός τόν Χριστό εἶχαν καί οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτή τήν ἀγάπη εἶχαν καί οἱ ἅγιοι μάρτυρες καί ὁ τιμώμενος αὔριο ἅγιος ἔνδοξος μεγαλομάρτυς καί μυροβλύτης Δημήτριος.
Καί ἡ ἀγάπη τους ἦταν τόσο μεγάλη πού ὄχι μόνο δέν ἐφοβοῦντο τίποτε καί κανέναν, ἀλλά ἦταν πρόθυμοι νά θυσιάσουν καί τή ζωή τους γιά τόν Χριστό, νά μαρτυρήσουν προκειμένου νά μήν ἀρνηθοῦν τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί νά μήν χωρισθοῦν ἀπό τήν ἀγάπη του. Γι᾽ αὐτό καί ἀπαντοῦσαν καί ἐκεῖνοι μέ τή ζωή καί μέ τίς πράξεις τους ἀρνητικά στό ἐρώτημα τοῦ πρωτοκορυφαίου ἀποστόλου Παύλου: «τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;»
Καί ὄντως δέν τούς χώρισε, γι᾽ αὐτό καί βρίσκονται στόν οὐρανό κοντά στόν Χριστό, ἀπολαμβάνοντας τά ἀγαθά τά ὁποῖα ἑτοίμασε ὁ Θεός γιά ὅλους ὅσους τόν ἀγαποῦν καί ἀποτελῶντας πρότυπο καί γιά ἐμᾶς πού ἀγωνιζόμαστε ἐδῶ στόν κόσμο.
Ἄς φροντίσουμε, λοιπόν, καί ἐμεῖς νά ἀποκτήσουμε αὐτή τήν ἀγάπη πρός τόν Χριστό πού εἶχαν οἱ ἅγιοι, καί αὐτή θά μᾶς ὁδηγεῖ νά ζοῦμε σύμφωνα μέ τίς ἐντολές του, ὥστε νά γίνουμε καί ἐμεῖς μέτοχοι τῆς αἰωνίου ζωῆς καί τῆς σωτηρίας μας.
Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων