Η διαταγή του Ελευθερίου Βενιζέλου, που άλλαξε την τύχη της Θεσσαλονίκης προς όφελος της Ελλάδος
σχόλιο Γ.Θ : Δώστε βάση στα κόκκινα γράμματα παρακάτω και ιδιαίτερα στην συγκλονιστική αποκάλυψη για τον ρόλο των εβραίων της Θεσσαλονίκης.
Μετά την επιτυχή έκβαση των συγκρούσεων στην Ελασσόνα και στο Σαραντάπορο και την κατάληψη των Σερβίων, Κοζάνης, Γρεβενών και Κατερίνης, ο ελληνικός στρατός έπρεπε ταχύτατα να κινηθεί προς την κατεύθυνση της Θεσσαλονίκης, που αποτελούσε πάντοτε φανερό στόχο και των άλλων δύο συμμάχων, της Βουλγαρίας (κατά κύριο λόγο) και της Σερβίας.
Είναι ιστορικά διαπιστωμένο ότι στο θέμα αυτό ο διάδοχος Κωνσταντίνος ήρθε σε ρήξη με τον υπεύθυνο κυβερνήτη της χώρας Ελευθέριο Βενιζέλο επιμένοντας πως ο σωστότερος δρόμος είναι αυτός που οδηγεί στο Μοναστήρι (όπου υπήρχε μεγάλος, επίσης, ελληνικός πληθυσμός) παρά στη Θεσσαλονίκη.
Χρειάστηκε ο Βενιζέλος να ασκήσει δυναμικά τις αρμοδιότητές του, στέλνοντας μάλιστα στις γραμμές του μετώπου και το βασιλιά Γεώργιο Α', για να τροποποιήσει ο διάδοχος τα επιτελικά του σχέδια και να πειστεί πως το γενικότερο συμφέρον της Ελλάδας απαιτούσε την άμεση κατάληψη της Θεσσαλονίκης, που ήταν έδρα του Τούρκου αρχιστρατήγου Χασάν Ταξίν πασά, διοικητή του 8ου Σώματος του τουρκικού στρατού.
Στις 14 Οκτωβρίου 1912 ο βασιλιάς Γεώργιος Α' φτάνει στην Κοζάνη με εντολή του Βενιζέλου να τεθεί, για λόγους γοήτρου και πολιτικής σκοπιμότητας, επικεφαλής των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων που θα καταλάμβαναν τη Θεσσαλονίκη.
Οι πιέσεις του Βενιζέλου, η παρουσία του βασιλιά στο μέτωπο και οι πληροφορίες από θετικές πηγές ότι οι Βούλγαροι «σπεύδουν» προς τη Θεσσαλονίκη «πανστρατιά» ανάγκασαν τον Κωνσταντίνο να στραφεί προς τα Γιαννιτσά, όπου είχαν συγκεντρωθεί σημαντικές τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις για να εμποδίσουν την προέλαση προς την πρωτεύουσα της Μακεδονίας.
Δέκα πέντε μήνες προτού ελευθερωθεί η Θεσσαλονίκη απ’ τον τουρκικό ζυγό, επισκέφτηκε την πόλη ο σουλτάνος Ρεσάτ, που πήρε το θρόνο μετά την εκθρόνιση του Αβδούλ Χαμήτ.
Πρώτος σουλτάνος που πάτησε τη Θεσσαλονίκη ήταν ο Μουράτ Β’ (1430) καί
τελευταίος
ο Ρεσάτ (1911).
Στη φωτογραφία ο Ρεσάτ αναχωρεί απ’ την Αγία Σοφία (Αγιά-Σοφιά τζαμί) μετά από επίσημο προσκύνημα (παλιά καρτ-ποστάλ).
Ο ελληνικός στρατός «καθ’ όδόν» καταλαμβάνει τη Βέροια, τη Νάουσα, Έδεσσα και Κατερίνη. Το ηθικό των Τούρκων έχει καταρρεύσει πια και στα πεδία των μαχών αλλά και μέσα στην πόλη της Θεσσαλονίκης.
Σ’ αυτό βοήθησε, εκτός από τις αλλεπάλληλες ήττες του τουρκικού στρατού, και ο τορπιλισμός του τουρκικού θωρηκτού «Φετχή-Μπουλέν» μέσα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης από το μικρό τορπιλοβόλο σκάφος του υποπλοίαρχου Νικολάου Βότση στις 18 Οκτωβρίου 1.
Με το ηθικό ακμαίο, παρόλες τις σοβαρές ελλείψεις στον εφοδιασμό, ο ελληνικός στρατός σε διήμερη μάχη (19-20 Οκτωβρίου) στα Γιαννιτσά, πραγματοποίησε μεγαλειώδη νίκη. Οι Τούρκοι άρχισαν να υποχωρούν με μεγάλες απώλειες προς τη Θεσσαλονίκη καταστρέφοντας τις γέφυρες και τα δίκτυα οδικής επικοινωνίας με την πόλη. Η κριτική των στρατιωτικών επιχειρήσεων της περιόδου αυτής, αλλά και τα γεγονότα που επακολούθησαν, απέδειξαν πως και στην περίπτωση αυτή διαπράχτηκε μεγάλο λάθος τακτικής από μέρους του Διαδόχου και του επιτελείου του, που, μετά τη θριαμβευτική νίκη στα Γιαννιτσά, αντί να καταδιώξουν τους ηττημένους Τούρκους, παρέμειναν αδρανείς επί πέντε μέρες. Eκτός από τις πρόσθετες δυσχέρειες που δημιουργούσαν με την οπισθοχώρησή τους οι Τούρκοι καταστρέφοντας τις επικοινωνίες και κυρίως τη γέφυρα του Αξιού, που είχε πλημμυρίσει απ' τη συνεχή βροχή, έφτασαν πληροφορίες στην Ελληνική Κυβέρνηση ότι ο κύριος όγκος των βουλγαρικών δυνάμεων, μετά την κατάληψη των Σερρών, κινούνταν ταχύτατα με στόχο να προλάβουν τους Έλληνες και να μπουν πρώτες στη Θεσσαλονίκη 2.
Ο χρόνος που χάθηκε αποδείχτηκε πως ήταν πολύτιμος στην εξέλιξη των γεγονότων, που παραλίγο θα στοίχιζαν στην Ελλάδα την απώλεια, μετά τη λήξη των επιχειρήσεων, της πέρα από τον Αξιό ποταμό ελληνικής γης.
Με ξυλεία που μεταφέρθηκε εσπευσμένα απ’ τη Νάουσα και τα γύρω χωριά, το ελληνικό μηχανικό κατασκεύασε τις αναγκαίες γεφυρώσεις των ποταμών και έτσι ο ελληνικός στρατός άρχισε, με βραδύ ρυθμό, να αναπτύσσει «κυκλωτική» κίνηση γύρω από τη Θεσσαλονίκη, κατά τα γερμανικά πρότυπα διεξαγωγής του πολέμου, των οποίων ένθερμος οπαδός ήταν ο διάδοχος Κωνσταντίνος.
Στις 25 Οκτωβρίου το απόγευμα παρουσιάστηκαν στις προωθημένες ελληνικές θέσεις ο Τούρκος στρατηγός Σαδίλκ με τους Ευρωπαίους προξένους της Θεσσαλονίκης και πρότειναν την παράδοση της πόλης υπό όρους κατά εξουσιοδότηση του Τούρκου αρχιστράτηγου Χασάν Ταξίν πασά.
Ο Διάδοχος αρχιστράτηγος, εκτιμώντας και πάλι λανθασμένα την πίεση που ασκούσε ο χρόνος, δεν έκανε δεκτούς τους όρους αυτούς και ζήτησε την παράδοση της πόλης «άνευ ορων».
Μάλιστα έταξε και προθεσμία 16 ολόκληρων ωρών για απάντηση, τη στιγμή που ήδη διαπιστωνόταν ότι οι Βούλγαροι πλησίαζαν την περιοχή των επιχειρήσεων 3.
Ο τούρκος αρχιστράτηγος απέρριψε τους όρους, παρόλο ότι διακρινόταν κάποια επιθυμία των Τούρκων να παραδοθεί η πόλη στους Έλληνες παρά στους Βουλγάρους, για το φόβο καταστροφών και σφαγών.
Ο Βενιζέλος, που παρακολουθούσε συνεχώς την εξέλιξη των επιχειρήσεων, με έντονο ύφος διατάζει στη συνέχεια τον Κωνσταντίνο να καταλάβει αμέσως την πόλη της Θεσσαλονίκης χωρίς χρονοτριβή καθιστώντας τον μάλιστα υπεύθυνο για κάθε ανεπιθύμητη εξέλιξη που θα είχε σαν αιτία την καθυστέρηση αυτή3.
Ενώ ο στρατός και πάλι κινείται για να καταλάβει την πόλη, με νεώτερο μήνυμά του ο Ταξίν πασάς αποδέχεται τους όρους του Κωνσταντίνου.
Οι πληρεξούσιοι επιτελείς αξιωματικοί Βίκτωρας Δούσμανης και Ιωάννης Μεταξάς υπογράφουν εσπευσμένα στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης στις 26 Οκτωβρίου 1912 τα σχετικά πρωτόκολλα της παράδοσης της πόλης από τους Τούρκους στον ελληνικό στρατό, ενώ οι Βούλγαροι είχαν πια φτάσει στην Άσσηρο και προωθούνταν προς τη Λητή. Οι σχετικές διατυπώσεις έληξαν το βράδυ στις 11, οπότε μπήκαν στη Θεσσαλονίκη δυό ευζω νικά τάγματα, για να ακολουθήσουν τμήματα της 7ης μεραρχίας, που εγκαταστάθηκαν στη ΒΔ είσοδο της πόλης.
Την ίδια νύχτα ο Βούλγαρος στρατηγός Θεο δωρόφ, που τα τμήματά του είχαν φτάσει έξω από τα όρια της πόλης, κατορθώνει να στείλει Βούλγαρο αξιωματικό μυστικά στον Ταξίν πασά και να ζητήσει να υπογράψει παρόμοια πρωτόκολλα παράδοσης της πόλης (σαν τα ελληνικά) και για τους Βουλγάρους. Ο Τούρκος αρχιστράτηγος αρνήθηκε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των Βουλγάρων, παρόλο που φαίνεται ότι του ασκήθηκε έντονη πίεση 4.
Το Πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης στους Έλληνες, που συντάχτηκε απ’ τον έφεδρο δεκανέα Ίωνα Δραγούμη5
στα ελληνικά και
γαλλικά, αναφέρει τα εξής:
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΝ
Μεταξύ τής Α. Βασ. Ύψηλότητος, τού 'Αρχιστρατήγου του Ελληνικού στρατού καί τής Α. Εξοχότητος τού 'Αρχιστρατήγου τού ’Οθωμανικού στρατού συνεφωνήθησαν καί άπεφασίσθησαν τά κάτωθι:
Άρθρ. 1. Τά όπλα των όθωμανών στρατιωτών θά άφαιρεθοϋν καί θά άποτεθοϋν εις φύλαξιν ύπό τήν ευθύνην τού Ελληνικού στρατού. Περί τούτου θά συνταχθή πρωτόκολλον.
Αρθρ. 2. Οί όθωμανοί στρατιώται θά στρατωνισθούν έν μέρει εις Καραμπουρνού καί κατά τό λοιπόν τμήμα εις τόν στρατώνα τού πυροβολικού «Τοπτσή». Θά διατρέφωνται ύπό τών άρχών τής Θεσσαλονίκης.
Αρθρ. 3. Ή πόλις τής Θεσσαλονίκης παραδίδεται εις τόν Έλληνικόν στρατόν μέχρι τής συνάψεως τής ειρήνης.
Αρθρ. 4. "Ολοι οι ανώτεροι στρατιωτικοί άξιωματούχοι καί αξιωματικοί θά δικαιούνται νά διατηρήσουν τά ξίφη των καί νά εϊναι έλεύθεροι έν Θεσσαλονίκη. Ουτοι θά δώσουν τόν λόγον των ότι δέν θά λάβουν πλέον τά όπλα έναντίον τού Ελληνικού στρατού καί τών συμμάχων του κατά τήν διάρκεια τού πολέμου τούτου.
Αρθρ. 5. "Ολοι οί άνώτεροι πολιτικοί άξιωματούχοι καί υπάλληλοι τού Βιλαετιού θά είναι έλεύθεροι.
Αρθρ. 6. Οί χωροφύλακες καί τά όργανα τής άστυνομίας θά φέρουν τά όπλα των.
Αρθρ. 7. Τό Καραμπουρνού θά χρησιμεύση ώς τόπος στρατωνισμού τών άφωπλισμένων όθωμανών στρατιωτών. Τά πυροβόλα καί τά μηχανήματα πολέμου τού Καραμπουρνού θά τεθούν έκτός ύπηρεσίας ύπό τού ’Οθωμανικού στρατού καί θά παραδοθούν είς τόν Έλληνικόν στρατόν.
Αρθρ. 8. Τό περιεχόμενον τού άρθρου 1 θά έκτελεσθή έντός δύο ήμερών άπό τής αυριον Σάββατον 27 ’Οκτωβρίου 1912. Η προθεσμία δύναται νά παραταθή τή συναινέσει τού ’Αρχιστρατήγου τού Ελληνικού στρατού.
Αρθρ. 9. Ή κατάστασις αυτή θά διατηρηθή μέχρι τής συνάψεως τής ειρήνης.
Αρθρ. 10. Οί χωροφύλακες καί ή 'Οθωμανική άστυνομία θά συνεχίσουν τήν ύπηρεσίαν των μέχρι νεωτέρας άποφάσεως.
Θεσσαλονίκη τή 26 'Οκτωβρίου 1912
Ό ’Αρχιστράτηγος τού Οί πληρεξούσιοι τής
’Οθωμανικού στρατού Α.Β.Υ. τού Πρίγκηπος Διαδόχου τής
(Χασάν Ταξίν) Ελλάδος (Β. Δούσμανης)
(Ι.Π. Μεταξάς)
Το παραπάνω Πρωτόκολλο συνόδευε και άλλο «προσαρτημένο» με 6 άρθρα, το οποίο αναφερόταν στον τρόπο εισόδου στην πόλη των ελληνικών στρατευμάτων, στην παροχή τροφής στους Τούρκους στρατιώτες κτλ.
Μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου παράδοσης της πόλης, ο αρχηγός του
Γενικού Επιτελείου Μέραρχος Δαγκλής αναλαμβάνει καθήκοντα στο κτίριο
του Διοικητηρίου, ενώ ο ενθουσιώδης λοχαγός του Μηχανικού Αθανάσιος
Εξαδάκτυλος («Αθανάσιος Αντωνίου») μαζί με τον Ίωνα Δραγούμη κατευθύνονται
στο Ελληνικό Προξενείο στην παραλία, όπου σε ατμόσφαιρα ενθουσιώδη
υψώνουν, στο μπαλκόνι του κτιρίου, την ελληνική σημαία.
Την ίδια ώρα και κάτω από ραγδαία βροχή, που όμως δεν ήταν ικανή να αποτρέψει τον ελληνικό πληθυσμό από το να πλημμυρίσει τους δρόμους, μπαίνει στην πόλη από την οδό Μεμλεκέτ Μπαχτσεσή (σημερινή 26ης Οκτωβρίου) η μεραρχία του Μεράρχου Κλεομένη Κλεομένους.
Στις 29 Οκτωβρίου με νέα τμήματα στρατού μπαίνει στην πόλη ο βασιλιάς Γεώργιος Α', που εγκαθίσταται στην περιοχή Εξοχών της Θεσσαλονίκης, στο αρχοντικό Χατζηλαζάρου, ενώ ο διάδοχος Κωνσταντίνος και το επιτελείο του εγκαταστάθηκαν στο Ξενοδοχείο «Σπλέντιτ».
Αμέσως με την κατάληψη της πόλης ορίστηκε ο πρίγκιπας Νικόλαος Στρατιωτικός Διοικητής των ελληνικών στρατευμάτων της πόλης, ενώ το κύριο Επιτελείο του στρατού μεταφέρθηκε εσπευσμένα στην Ήπειρο για την κατάληψη των Ιωαννίνων 6.
Στις 30 Οκτωβρίου έγινε λαμπρή δοξολογία στην εκκλησία του Αγίου Μηνά, στην οποία χοροστάτησε ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος (1868-1951) για την απελευθέρωση της ιστορικής πόλης της Θεσσαλονίκης απ’ τους Τούρκους, μετά από 482 χρόνια κατοχής και δουλείας στους Οθωμανούς.
Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης απ’ τον ελληνικό στρατό με την αργοπορία που έγινε και με τους Βουλγάρους στρατοπεδευμένους ή εγκαταστημένους, με διάφορα τεχνάσματα, μέσα στην πόλη, δεν ήταν διόλου οριστική. Επί μήνες υπήρχε ένας ακήρυχτος πόλεμος μεταξύ 6.
Το νεοκλασικό κτίσμα του παλιού Ε' Γυμνασίου Αρρένων Θεσσαλονίκης (villa Kapantzi) στη Λεωφόρο Βασ. Όλγας, χρησιμοποιήθηκε σαν έδρα της Στρατιωτικής Διοίκησης Θεσσαλονίκης. Ελλάδας και Βουλγαρίας με αντικείμενο τη Θεσσαλονίκη, ωσότου ο В' Βαλκανικός πόλεμος έλυσε οριστικά το πρόβλημα υπέρ της Ελλάδας.
Πέρα από τη Βουλγαρία, που είχε βλέψεις στη Θεσσαλονίκη, και η Αυστρο-ουγγρική αυτoκρατορία, με τη συμπαράσταση της Γερμανίας, εργαζόταν με μυστικές και παρασκηνιακές
ενέργειες απ’ την πρώτη ώρα της κατάληψης της Θεσσαλονίκης απ’ τον ελληνικό στρατό, προκειμένου να «διεθνοποιηθεί» η πόλη, φυσικά προς όφελος της Βουλγαρίας και των γενικότερων συμφερόντων της Αυστρίας στα Βαλκάνια και τη Μ. Ανατολή.
Επίσης οι Εβραίοι κάτοικοι της πόλης, με την ισχυρή κοινότητά τους και τις διασυνδέσεις τους στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο χώρο, δεν αποδέχτηκαν με ιδιαίτερη ικανοποίηση την ένταξη της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος.
Μάλιστα προωθήθηκαν προς το εξωτερικό — χωρίς επιτυχία — και προτάσεις για «αυτόνομη» Θεσσαλονίκη με ισραηλιτική διοίκηση.
Χρειάστηκαν επίμονοι αγώνες στο διπλωματικό πεδίο και ακόμα οι αιματηρές συγκρούσεις του Β' Βαλκανικού πολέμου, για να εδραιωθεί και να επικυρωθεί διεθνώς ότι η Θεσσαλονίκη ανήκει δικαιωματικά στην Ελλάδα.
http://yaunatakabara.blogspot.gr
σχόλιο Γ.Θ : Δώστε βάση στα κόκκινα γράμματα παρακάτω και ιδιαίτερα στην συγκλονιστική αποκάλυψη για τον ρόλο των εβραίων της Θεσσαλονίκης.
Μετά την επιτυχή έκβαση των συγκρούσεων στην Ελασσόνα και στο Σαραντάπορο και την κατάληψη των Σερβίων, Κοζάνης, Γρεβενών και Κατερίνης, ο ελληνικός στρατός έπρεπε ταχύτατα να κινηθεί προς την κατεύθυνση της Θεσσαλονίκης, που αποτελούσε πάντοτε φανερό στόχο και των άλλων δύο συμμάχων, της Βουλγαρίας (κατά κύριο λόγο) και της Σερβίας.
Είναι ιστορικά διαπιστωμένο ότι στο θέμα αυτό ο διάδοχος Κωνσταντίνος ήρθε σε ρήξη με τον υπεύθυνο κυβερνήτη της χώρας Ελευθέριο Βενιζέλο επιμένοντας πως ο σωστότερος δρόμος είναι αυτός που οδηγεί στο Μοναστήρι (όπου υπήρχε μεγάλος, επίσης, ελληνικός πληθυσμός) παρά στη Θεσσαλονίκη.
Χρειάστηκε ο Βενιζέλος να ασκήσει δυναμικά τις αρμοδιότητές του, στέλνοντας μάλιστα στις γραμμές του μετώπου και το βασιλιά Γεώργιο Α', για να τροποποιήσει ο διάδοχος τα επιτελικά του σχέδια και να πειστεί πως το γενικότερο συμφέρον της Ελλάδας απαιτούσε την άμεση κατάληψη της Θεσσαλονίκης, που ήταν έδρα του Τούρκου αρχιστρατήγου Χασάν Ταξίν πασά, διοικητή του 8ου Σώματος του τουρκικού στρατού.
Στις 14 Οκτωβρίου 1912 ο βασιλιάς Γεώργιος Α' φτάνει στην Κοζάνη με εντολή του Βενιζέλου να τεθεί, για λόγους γοήτρου και πολιτικής σκοπιμότητας, επικεφαλής των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων που θα καταλάμβαναν τη Θεσσαλονίκη.
Οι πιέσεις του Βενιζέλου, η παρουσία του βασιλιά στο μέτωπο και οι πληροφορίες από θετικές πηγές ότι οι Βούλγαροι «σπεύδουν» προς τη Θεσσαλονίκη «πανστρατιά» ανάγκασαν τον Κωνσταντίνο να στραφεί προς τα Γιαννιτσά, όπου είχαν συγκεντρωθεί σημαντικές τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις για να εμποδίσουν την προέλαση προς την πρωτεύουσα της Μακεδονίας.
Δέκα πέντε μήνες προτού ελευθερωθεί η Θεσσαλονίκη απ’ τον τουρκικό ζυγό, επισκέφτηκε την πόλη ο σουλτάνος Ρεσάτ, που πήρε το θρόνο μετά την εκθρόνιση του Αβδούλ Χαμήτ.
Πρώτος σουλτάνος που πάτησε τη Θεσσαλονίκη ήταν ο Μουράτ Β’ (1430) καί
τελευταίος
ο Ρεσάτ (1911).
Στη φωτογραφία ο Ρεσάτ αναχωρεί απ’ την Αγία Σοφία (Αγιά-Σοφιά τζαμί) μετά από επίσημο προσκύνημα (παλιά καρτ-ποστάλ).
Ο ελληνικός στρατός «καθ’ όδόν» καταλαμβάνει τη Βέροια, τη Νάουσα, Έδεσσα και Κατερίνη. Το ηθικό των Τούρκων έχει καταρρεύσει πια και στα πεδία των μαχών αλλά και μέσα στην πόλη της Θεσσαλονίκης.
Σ’ αυτό βοήθησε, εκτός από τις αλλεπάλληλες ήττες του τουρκικού στρατού, και ο τορπιλισμός του τουρκικού θωρηκτού «Φετχή-Μπουλέν» μέσα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης από το μικρό τορπιλοβόλο σκάφος του υποπλοίαρχου Νικολάου Βότση στις 18 Οκτωβρίου 1.
Με το ηθικό ακμαίο, παρόλες τις σοβαρές ελλείψεις στον εφοδιασμό, ο ελληνικός στρατός σε διήμερη μάχη (19-20 Οκτωβρίου) στα Γιαννιτσά, πραγματοποίησε μεγαλειώδη νίκη. Οι Τούρκοι άρχισαν να υποχωρούν με μεγάλες απώλειες προς τη Θεσσαλονίκη καταστρέφοντας τις γέφυρες και τα δίκτυα οδικής επικοινωνίας με την πόλη. Η κριτική των στρατιωτικών επιχειρήσεων της περιόδου αυτής, αλλά και τα γεγονότα που επακολούθησαν, απέδειξαν πως και στην περίπτωση αυτή διαπράχτηκε μεγάλο λάθος τακτικής από μέρους του Διαδόχου και του επιτελείου του, που, μετά τη θριαμβευτική νίκη στα Γιαννιτσά, αντί να καταδιώξουν τους ηττημένους Τούρκους, παρέμειναν αδρανείς επί πέντε μέρες. Eκτός από τις πρόσθετες δυσχέρειες που δημιουργούσαν με την οπισθοχώρησή τους οι Τούρκοι καταστρέφοντας τις επικοινωνίες και κυρίως τη γέφυρα του Αξιού, που είχε πλημμυρίσει απ' τη συνεχή βροχή, έφτασαν πληροφορίες στην Ελληνική Κυβέρνηση ότι ο κύριος όγκος των βουλγαρικών δυνάμεων, μετά την κατάληψη των Σερρών, κινούνταν ταχύτατα με στόχο να προλάβουν τους Έλληνες και να μπουν πρώτες στη Θεσσαλονίκη 2.
Ο χρόνος που χάθηκε αποδείχτηκε πως ήταν πολύτιμος στην εξέλιξη των γεγονότων, που παραλίγο θα στοίχιζαν στην Ελλάδα την απώλεια, μετά τη λήξη των επιχειρήσεων, της πέρα από τον Αξιό ποταμό ελληνικής γης.
Με ξυλεία που μεταφέρθηκε εσπευσμένα απ’ τη Νάουσα και τα γύρω χωριά, το ελληνικό μηχανικό κατασκεύασε τις αναγκαίες γεφυρώσεις των ποταμών και έτσι ο ελληνικός στρατός άρχισε, με βραδύ ρυθμό, να αναπτύσσει «κυκλωτική» κίνηση γύρω από τη Θεσσαλονίκη, κατά τα γερμανικά πρότυπα διεξαγωγής του πολέμου, των οποίων ένθερμος οπαδός ήταν ο διάδοχος Κωνσταντίνος.
Στις 25 Οκτωβρίου το απόγευμα παρουσιάστηκαν στις προωθημένες ελληνικές θέσεις ο Τούρκος στρατηγός Σαδίλκ με τους Ευρωπαίους προξένους της Θεσσαλονίκης και πρότειναν την παράδοση της πόλης υπό όρους κατά εξουσιοδότηση του Τούρκου αρχιστράτηγου Χασάν Ταξίν πασά.
Ο Διάδοχος αρχιστράτηγος, εκτιμώντας και πάλι λανθασμένα την πίεση που ασκούσε ο χρόνος, δεν έκανε δεκτούς τους όρους αυτούς και ζήτησε την παράδοση της πόλης «άνευ ορων».
Μάλιστα έταξε και προθεσμία 16 ολόκληρων ωρών για απάντηση, τη στιγμή που ήδη διαπιστωνόταν ότι οι Βούλγαροι πλησίαζαν την περιοχή των επιχειρήσεων 3.
Ο τούρκος αρχιστράτηγος απέρριψε τους όρους, παρόλο ότι διακρινόταν κάποια επιθυμία των Τούρκων να παραδοθεί η πόλη στους Έλληνες παρά στους Βουλγάρους, για το φόβο καταστροφών και σφαγών.
Ο Βενιζέλος, που παρακολουθούσε συνεχώς την εξέλιξη των επιχειρήσεων, με έντονο ύφος διατάζει στη συνέχεια τον Κωνσταντίνο να καταλάβει αμέσως την πόλη της Θεσσαλονίκης χωρίς χρονοτριβή καθιστώντας τον μάλιστα υπεύθυνο για κάθε ανεπιθύμητη εξέλιξη που θα είχε σαν αιτία την καθυστέρηση αυτή3.
Ενώ ο στρατός και πάλι κινείται για να καταλάβει την πόλη, με νεώτερο μήνυμά του ο Ταξίν πασάς αποδέχεται τους όρους του Κωνσταντίνου.
Οι πληρεξούσιοι επιτελείς αξιωματικοί Βίκτωρας Δούσμανης και Ιωάννης Μεταξάς υπογράφουν εσπευσμένα στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης στις 26 Οκτωβρίου 1912 τα σχετικά πρωτόκολλα της παράδοσης της πόλης από τους Τούρκους στον ελληνικό στρατό, ενώ οι Βούλγαροι είχαν πια φτάσει στην Άσσηρο και προωθούνταν προς τη Λητή. Οι σχετικές διατυπώσεις έληξαν το βράδυ στις 11, οπότε μπήκαν στη Θεσσαλονίκη δυό ευζω νικά τάγματα, για να ακολουθήσουν τμήματα της 7ης μεραρχίας, που εγκαταστάθηκαν στη ΒΔ είσοδο της πόλης.
Ο Τούρκος αρχιστράτηγος Χασάν Ταξίν πασάς υπογράφει στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης τα πρωτόκολλα παράδοσης της πόλης στους Έλληνες. |
Την ίδια νύχτα ο Βούλγαρος στρατηγός Θεο δωρόφ, που τα τμήματά του είχαν φτάσει έξω από τα όρια της πόλης, κατορθώνει να στείλει Βούλγαρο αξιωματικό μυστικά στον Ταξίν πασά και να ζητήσει να υπογράψει παρόμοια πρωτόκολλα παράδοσης της πόλης (σαν τα ελληνικά) και για τους Βουλγάρους. Ο Τούρκος αρχιστράτηγος αρνήθηκε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των Βουλγάρων, παρόλο που φαίνεται ότι του ασκήθηκε έντονη πίεση 4.
Το Πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης στους Έλληνες, που συντάχτηκε απ’ τον έφεδρο δεκανέα Ίωνα Δραγούμη5
στα ελληνικά και
γαλλικά, αναφέρει τα εξής:
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΝ
Μεταξύ τής Α. Βασ. Ύψηλότητος, τού 'Αρχιστρατήγου του Ελληνικού στρατού καί τής Α. Εξοχότητος τού 'Αρχιστρατήγου τού ’Οθωμανικού στρατού συνεφωνήθησαν καί άπεφασίσθησαν τά κάτωθι:
Άρθρ. 1. Τά όπλα των όθωμανών στρατιωτών θά άφαιρεθοϋν καί θά άποτεθοϋν εις φύλαξιν ύπό τήν ευθύνην τού Ελληνικού στρατού. Περί τούτου θά συνταχθή πρωτόκολλον.
Αρθρ. 2. Οί όθωμανοί στρατιώται θά στρατωνισθούν έν μέρει εις Καραμπουρνού καί κατά τό λοιπόν τμήμα εις τόν στρατώνα τού πυροβολικού «Τοπτσή». Θά διατρέφωνται ύπό τών άρχών τής Θεσσαλονίκης.
Αρθρ. 3. Ή πόλις τής Θεσσαλονίκης παραδίδεται εις τόν Έλληνικόν στρατόν μέχρι τής συνάψεως τής ειρήνης.
Αρθρ. 4. "Ολοι οι ανώτεροι στρατιωτικοί άξιωματούχοι καί αξιωματικοί θά δικαιούνται νά διατηρήσουν τά ξίφη των καί νά εϊναι έλεύθεροι έν Θεσσαλονίκη. Ουτοι θά δώσουν τόν λόγον των ότι δέν θά λάβουν πλέον τά όπλα έναντίον τού Ελληνικού στρατού καί τών συμμάχων του κατά τήν διάρκεια τού πολέμου τούτου.
Αρθρ. 5. "Ολοι οί άνώτεροι πολιτικοί άξιωματούχοι καί υπάλληλοι τού Βιλαετιού θά είναι έλεύθεροι.
Αρθρ. 6. Οί χωροφύλακες καί τά όργανα τής άστυνομίας θά φέρουν τά όπλα των.
Αρθρ. 7. Τό Καραμπουρνού θά χρησιμεύση ώς τόπος στρατωνισμού τών άφωπλισμένων όθωμανών στρατιωτών. Τά πυροβόλα καί τά μηχανήματα πολέμου τού Καραμπουρνού θά τεθούν έκτός ύπηρεσίας ύπό τού ’Οθωμανικού στρατού καί θά παραδοθούν είς τόν Έλληνικόν στρατόν.
Αρθρ. 8. Τό περιεχόμενον τού άρθρου 1 θά έκτελεσθή έντός δύο ήμερών άπό τής αυριον Σάββατον 27 ’Οκτωβρίου 1912. Η προθεσμία δύναται νά παραταθή τή συναινέσει τού ’Αρχιστρατήγου τού Ελληνικού στρατού.
Αρθρ. 9. Ή κατάστασις αυτή θά διατηρηθή μέχρι τής συνάψεως τής ειρήνης.
Αρθρ. 10. Οί χωροφύλακες καί ή 'Οθωμανική άστυνομία θά συνεχίσουν τήν ύπηρεσίαν των μέχρι νεωτέρας άποφάσεως.
Θεσσαλονίκη τή 26 'Οκτωβρίου 1912
Ό ’Αρχιστράτηγος τού Οί πληρεξούσιοι τής
’Οθωμανικού στρατού Α.Β.Υ. τού Πρίγκηπος Διαδόχου τής
(Χασάν Ταξίν) Ελλάδος (Β. Δούσμανης)
(Ι.Π. Μεταξάς)
Το παραπάνω Πρωτόκολλο συνόδευε και άλλο «προσαρτημένο» με 6 άρθρα, το οποίο αναφερόταν στον τρόπο εισόδου στην πόλη των ελληνικών στρατευμάτων, στην παροχή τροφής στους Τούρκους στρατιώτες κτλ.
Ίων Δραγούμης |
Την ίδια ώρα και κάτω από ραγδαία βροχή, που όμως δεν ήταν ικανή να αποτρέψει τον ελληνικό πληθυσμό από το να πλημμυρίσει τους δρόμους, μπαίνει στην πόλη από την οδό Μεμλεκέτ Μπαχτσεσή (σημερινή 26ης Οκτωβρίου) η μεραρχία του Μεράρχου Κλεομένη Κλεομένους.
Στις 29 Οκτωβρίου με νέα τμήματα στρατού μπαίνει στην πόλη ο βασιλιάς Γεώργιος Α', που εγκαθίσταται στην περιοχή Εξοχών της Θεσσαλονίκης, στο αρχοντικό Χατζηλαζάρου, ενώ ο διάδοχος Κωνσταντίνος και το επιτελείο του εγκαταστάθηκαν στο Ξενοδοχείο «Σπλέντιτ».
Αμέσως με την κατάληψη της πόλης ορίστηκε ο πρίγκιπας Νικόλαος Στρατιωτικός Διοικητής των ελληνικών στρατευμάτων της πόλης, ενώ το κύριο Επιτελείο του στρατού μεταφέρθηκε εσπευσμένα στην Ήπειρο για την κατάληψη των Ιωαννίνων 6.
Στις 30 Οκτωβρίου έγινε λαμπρή δοξολογία στην εκκλησία του Αγίου Μηνά, στην οποία χοροστάτησε ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος (1868-1951) για την απελευθέρωση της ιστορικής πόλης της Θεσσαλονίκης απ’ τους Τούρκους, μετά από 482 χρόνια κατοχής και δουλείας στους Οθωμανούς.
Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης απ’ τον ελληνικό στρατό με την αργοπορία που έγινε και με τους Βουλγάρους στρατοπεδευμένους ή εγκαταστημένους, με διάφορα τεχνάσματα, μέσα στην πόλη, δεν ήταν διόλου οριστική. Επί μήνες υπήρχε ένας ακήρυχτος πόλεμος μεταξύ 6.
Το νεοκλασικό κτίσμα του παλιού Ε' Γυμνασίου Αρρένων Θεσσαλονίκης (villa Kapantzi) στη Λεωφόρο Βασ. Όλγας, χρησιμοποιήθηκε σαν έδρα της Στρατιωτικής Διοίκησης Θεσσαλονίκης. Ελλάδας και Βουλγαρίας με αντικείμενο τη Θεσσαλονίκη, ωσότου ο В' Βαλκανικός πόλεμος έλυσε οριστικά το πρόβλημα υπέρ της Ελλάδας.
Πέρα από τη Βουλγαρία, που είχε βλέψεις στη Θεσσαλονίκη, και η Αυστρο-ουγγρική αυτoκρατορία, με τη συμπαράσταση της Γερμανίας, εργαζόταν με μυστικές και παρασκηνιακές
ενέργειες απ’ την πρώτη ώρα της κατάληψης της Θεσσαλονίκης απ’ τον ελληνικό στρατό, προκειμένου να «διεθνοποιηθεί» η πόλη, φυσικά προς όφελος της Βουλγαρίας και των γενικότερων συμφερόντων της Αυστρίας στα Βαλκάνια και τη Μ. Ανατολή.
Επίσης οι Εβραίοι κάτοικοι της πόλης, με την ισχυρή κοινότητά τους και τις διασυνδέσεις τους στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο χώρο, δεν αποδέχτηκαν με ιδιαίτερη ικανοποίηση την ένταξη της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος.
Μάλιστα προωθήθηκαν προς το εξωτερικό — χωρίς επιτυχία — και προτάσεις για «αυτόνομη» Θεσσαλονίκη με ισραηλιτική διοίκηση.
Χρειάστηκαν επίμονοι αγώνες στο διπλωματικό πεδίο και ακόμα οι αιματηρές συγκρούσεις του Β' Βαλκανικού πολέμου, για να εδραιωθεί και να επικυρωθεί διεθνώς ότι η Θεσσαλονίκη ανήκει δικαιωματικά στην Ελλάδα.
To κτίσμα μέσα στο οποίο συμφωνήθηκε η παράδοση της Θεσσαλονίκης (παλιά καρτ-ποστάλ). |
http://yaunatakabara.blogspot.gr