Ενώ η Βουλγαρία αναγεννήθηκε το 1878, για να υπηρετήσει τα σχέδια του Τσάρου της Ρωσίας, η Αλβανία δημιουργήθηκε μέσα από τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13, ως δυτικό ανάχωμα σε αυτά.
Εμπνευστές του σχεδίου η Αυστρία και η Ιταλία, είδαν το νέο κράτος ως μόνη λύση για να εμποδίσουν τη Σερβία να βγει στην Αδριατική.
Και χάρη στις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, οι Αλβανοί πήραν από το Μαυροβούνιο την περιοχή της Σκόδρας, από τη Σερβία όλα τα εδάφη που κυρίευσε ως το Δυρράχιο και από την Ελλάδα τη Βόρεια Ήπειρο, για να σχηματιστεί έτσι η Αλβανία.
Όλα ξεκίνησαν από την συμφωνία που είχαν συνυπογράψει Νεότουρκοι και Αλβανοί τον Αύγουστο του 1912, με την οποία η Οθωμανική αυτοκρατορία αναγνώρισε την ύπαρξη της αλβανικής εθνότητας και παραχώρησε προνόμια.
Τον Νοέμβριο του 1912, οι Οθωμανοί είχαν εγκλωβιστεί από τους Έλληνες στα Γιάννενα κι από τους Μαυροβούνιους στη Σκόδρα, και ανάμεσα σε αυτούς και τις λοιπές οθωμανικές δυνάμεις μεσολαβούσαν η Ήπειρος, η Μακεδονία και η Δυτική Θράκη, ενώ ο Ελληνικός Στόλος εμπόδιζε την θαλάσσια επικοινωνία.
Οι Αλβανοί φύλαρχοι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και στις 28 Νοεμβρίου 1912, στον Αυλώνα, ανακήρυξαν την αυτονομία της Αλβανίας. Αυστρία και Ιταλία είδαν τα σχέδιά τους να υλοποιούνται. Και έθεσαν το ζήτημα στη συνδιάσκεψη του Λονδίνου.
Στις 20 Δεκεμβρίου, και ενώ όλα τα άλλα ζητήματα ακόμη εκκρεμούσαν, οι Μεγάλες Δυνάμεις αναγνώρισαν την αυτονομία της Αλβανίας. Και την εφάρμοσαν με τα όπλα. Οι στόλοι των Μεγάλων Δυνάμεων ξεκίνησαν στις 28 Μαρτίου 1913 θαλάσσιο αποκλεισμό του Μαυροβουνίου. Έτσι αυτό, παρ’ όλο που στις 13 Απριλίου είχε καταλάβει τη Σκόδρα, εξαναγκάστηκε να την παραδώσει σε διεθνές απόσπασμα, στις 23 του ίδιου μήνα.
Κι ενώ η Σερβία πιεζόταν συνεχώς από την Βουλγαρία σχετικά με την διανομή των εδαφών, η Αυστρία την απείλησε πως θα εισέβαλλε στο έδαφός της, αν οι δυνάμεις της δεν αποχωρούσαν από την παραλία της Αδριατικής. Η Σερβία υπέκυψε. Η μισή Αλβανία είχε ήδη εξασφαλιστεί. Απέμενε η υπόλοιπη.
Στις 29 Ιουλίου 1913, την επομένη της συνθήκης του Βουκουρεστίου, ορίστηκε Διεθνής Επιτροπή για να χαράξει τα σύνορα της Αλβανίας. Ήταν φανερό πως, για να δημιουργηθεί το νέο κράτος, θα έπαιρναν εδάφη και από την Ελλάδα.
Επιτροπές Ελλήνων Βορειοηπειρωτών άρχισαν να οργώνουν τις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ζητώντας δικαίωση, χωρίς αποτέλεσμα. Οργάνωσαν και έκτακτο «Ηπειρωτικό Συνέδριο» για να τεθούν οι βάσεις του μελλοντικού τους αγώνα.
Στις 17 Δεκεμβρίου 1913, ανακοινώθηκε ρύθμιση των ελληνοαλβανικών συνόρων με το «Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας»: Ότι υπάρχει πάνω από το Καλπάκι, κατακυρωνόταν στην Αλβανία. Μαζί και η νήσος Σάσων, που είχε δοθεί στην Ελλάδα το 1864, ως μέρος των Ιονίων νήσων.
Η Ελλάδα διαμαρτυρήθηκε με έντονη διακοίνωση, στις 21 Φεβρουαρίου 1914, αλλά τέθηκε προ του ωμού διλήμματος:
Την Βόρεια Ήπειρο ή τα νησιά του Αιγαίου; Και με την έμμεση απειλή για αναθεώρηση της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, την οποία διακαώς επιθυμούσαν Βούλγαροι και Ρώσοι, αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Η αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από τη Βόρεια Ήπειρο συνδυάστηκε με γενική εξέγερση των Βορειοηπειρωτών. Η περιοχή ανακηρύχτηκε Αυτόνομη και ο μέχρι τότε Γενικός Διοικητής Ηπείρου, Γεώργιος Χρηστάκη Ζωγράφος (1863 - 1920), σχημάτισε Προσωρινή Κυβέρνηση, με μέλη τρεις Μητροπολίτες και τρεις λαϊκούς.
Με τη βοήθεια Ελήνων Αξιωματικών, που δρούσαν με την ανοχή της ελληνικής Κυβέρνησης, σχηματίστηκε βιαστικά Βορειοηπειρωτικός Στρατός, που εμπόδισε τον Αλβανικό να καταλάβει τα εξεγερμένα μέρη, γεγονός που επέτρεψε στους Βορειοηπειρώτες να διακηρύξουν την ανεξαρτησία τους.
Όμως, κάτω από την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων, η Ελλάδα υποχρεώθηκε στις 17 Μαΐου 1914 να υπογράψει το «Πρωτόκολλο της Κέρκυρας», με το οποίο αναγνωριζόταν μεν η ελληνικότητα της Βορείας Ηπείρου, αλλά στα πλαίσια του κράτους της Αλβανίας, με ειδικά προνόμια που θα παρέχονταν στον ελληνικό πληθυσμό.
Δυο μήνες νωρίτερα (Μάρτιος 1914), είχε οριστεί Βασιλιάς της Αλβανίας ο Αυστριακός πρίγκιπας Γουλιέλμος Βιντ. Οι Ιταλοί όμως δεν τον δέχονταν. Τον Σεπτέμβριο 1914, και ενώ είχε ήδη ξεκινήσει ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος, έγινε πραξικόπημα που τον οδήγησε σε παραίτηση. Ακολούθησε περίοδος μεγάλης αναρχίας και οι Μεγάλες Δυνάμεις ζήτησαν από την Ελλάδα να καταλάβει το νεοσύστατο κράτος για να επιβάλει την τάξη (Οκτώβριος 1914). Ταυτόχρονα, οι Ιταλοί έκαναν απόβαση και κυρίευσαν τον Αυλώνα, την τότε πρωτεύουσα της Αλβανίας. Όμως, οι Αυστριακοί, οι οποίοι προέλαυναν νικηφόρα μέσα από τα εδάφη της Σερβίας, απώθησαν και τους Ιταλούς στο ελληνικό έδαφος.
Η κατάσταση περιπλέχτηκε ακόμη περισσότερο, καθώς οι σύμμαχοι της Αντάντ θεώρησαν ότι θα εξασφάλιζαν τη σύμπραξη των Αλβανών, αν τους έδιναν ένα κράτος. Και αφού ήταν αδύνατο να ξαναστήσουν την Αλβανία στη σωστή περιοχή, τη χάραξαν πιο νότια στον χάρτη, μέσα στο ελληνικό έδαφος.
Το κατασκεύασμα αυτό ονομάστηκε «Αλβανική Δημοκρατία» αλλά ούτε τους Αλβανούς εξυπηρετούσε, αφού ζούσαν πιο βόρεια, ούτε τους Έλληνες, από τους οποίους αφαιρούσαν ολόκληρη την Ήπειρο (βόρεια αλλά και νότια).
Η «Αλβανία» αυτή διαλύθηκε, ενώ οι Γάλλοι κυρίευσαν την Κορυτσά (έμειναν εκεί ως το 1920). Αργότερα, η περιοχή του Αυλώνα δόθηκε πάλι στην Ιταλία, στην οποία δόθηκε και η επικυριαρχία της Αλβανίας, με αντάλλαγμα να μπει στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ (26 Απριλίου 1915).
Το τέλος του 1ου ΠΠ, δεν ξεκαθάρισε την κατάσταση προς όφελος των Βορειοηπειρωτών, καθόρισε όμως τα οριστικά σύνορα, όπως αυτά ισχύουν μέχρι σήμερα, με την Βόρεια Ήπειρο στην Αλβανία και την Νότια στην Ελλάδα.
Fotis Sarantopoulos
Εμπνευστές του σχεδίου η Αυστρία και η Ιταλία, είδαν το νέο κράτος ως μόνη λύση για να εμποδίσουν τη Σερβία να βγει στην Αδριατική.
Και χάρη στις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, οι Αλβανοί πήραν από το Μαυροβούνιο την περιοχή της Σκόδρας, από τη Σερβία όλα τα εδάφη που κυρίευσε ως το Δυρράχιο και από την Ελλάδα τη Βόρεια Ήπειρο, για να σχηματιστεί έτσι η Αλβανία.
Όλα ξεκίνησαν από την συμφωνία που είχαν συνυπογράψει Νεότουρκοι και Αλβανοί τον Αύγουστο του 1912, με την οποία η Οθωμανική αυτοκρατορία αναγνώρισε την ύπαρξη της αλβανικής εθνότητας και παραχώρησε προνόμια.
Τον Νοέμβριο του 1912, οι Οθωμανοί είχαν εγκλωβιστεί από τους Έλληνες στα Γιάννενα κι από τους Μαυροβούνιους στη Σκόδρα, και ανάμεσα σε αυτούς και τις λοιπές οθωμανικές δυνάμεις μεσολαβούσαν η Ήπειρος, η Μακεδονία και η Δυτική Θράκη, ενώ ο Ελληνικός Στόλος εμπόδιζε την θαλάσσια επικοινωνία.
Οι Αλβανοί φύλαρχοι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και στις 28 Νοεμβρίου 1912, στον Αυλώνα, ανακήρυξαν την αυτονομία της Αλβανίας. Αυστρία και Ιταλία είδαν τα σχέδιά τους να υλοποιούνται. Και έθεσαν το ζήτημα στη συνδιάσκεψη του Λονδίνου.
Στις 20 Δεκεμβρίου, και ενώ όλα τα άλλα ζητήματα ακόμη εκκρεμούσαν, οι Μεγάλες Δυνάμεις αναγνώρισαν την αυτονομία της Αλβανίας. Και την εφάρμοσαν με τα όπλα. Οι στόλοι των Μεγάλων Δυνάμεων ξεκίνησαν στις 28 Μαρτίου 1913 θαλάσσιο αποκλεισμό του Μαυροβουνίου. Έτσι αυτό, παρ’ όλο που στις 13 Απριλίου είχε καταλάβει τη Σκόδρα, εξαναγκάστηκε να την παραδώσει σε διεθνές απόσπασμα, στις 23 του ίδιου μήνα.
Κι ενώ η Σερβία πιεζόταν συνεχώς από την Βουλγαρία σχετικά με την διανομή των εδαφών, η Αυστρία την απείλησε πως θα εισέβαλλε στο έδαφός της, αν οι δυνάμεις της δεν αποχωρούσαν από την παραλία της Αδριατικής. Η Σερβία υπέκυψε. Η μισή Αλβανία είχε ήδη εξασφαλιστεί. Απέμενε η υπόλοιπη.
Στις 29 Ιουλίου 1913, την επομένη της συνθήκης του Βουκουρεστίου, ορίστηκε Διεθνής Επιτροπή για να χαράξει τα σύνορα της Αλβανίας. Ήταν φανερό πως, για να δημιουργηθεί το νέο κράτος, θα έπαιρναν εδάφη και από την Ελλάδα.
Επιτροπές Ελλήνων Βορειοηπειρωτών άρχισαν να οργώνουν τις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ζητώντας δικαίωση, χωρίς αποτέλεσμα. Οργάνωσαν και έκτακτο «Ηπειρωτικό Συνέδριο» για να τεθούν οι βάσεις του μελλοντικού τους αγώνα.
Στις 17 Δεκεμβρίου 1913, ανακοινώθηκε ρύθμιση των ελληνοαλβανικών συνόρων με το «Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας»: Ότι υπάρχει πάνω από το Καλπάκι, κατακυρωνόταν στην Αλβανία. Μαζί και η νήσος Σάσων, που είχε δοθεί στην Ελλάδα το 1864, ως μέρος των Ιονίων νήσων.
Η Ελλάδα διαμαρτυρήθηκε με έντονη διακοίνωση, στις 21 Φεβρουαρίου 1914, αλλά τέθηκε προ του ωμού διλήμματος:
Την Βόρεια Ήπειρο ή τα νησιά του Αιγαίου; Και με την έμμεση απειλή για αναθεώρηση της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, την οποία διακαώς επιθυμούσαν Βούλγαροι και Ρώσοι, αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Η αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από τη Βόρεια Ήπειρο συνδυάστηκε με γενική εξέγερση των Βορειοηπειρωτών. Η περιοχή ανακηρύχτηκε Αυτόνομη και ο μέχρι τότε Γενικός Διοικητής Ηπείρου, Γεώργιος Χρηστάκη Ζωγράφος (1863 - 1920), σχημάτισε Προσωρινή Κυβέρνηση, με μέλη τρεις Μητροπολίτες και τρεις λαϊκούς.
Με τη βοήθεια Ελήνων Αξιωματικών, που δρούσαν με την ανοχή της ελληνικής Κυβέρνησης, σχηματίστηκε βιαστικά Βορειοηπειρωτικός Στρατός, που εμπόδισε τον Αλβανικό να καταλάβει τα εξεγερμένα μέρη, γεγονός που επέτρεψε στους Βορειοηπειρώτες να διακηρύξουν την ανεξαρτησία τους.
Όμως, κάτω από την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων, η Ελλάδα υποχρεώθηκε στις 17 Μαΐου 1914 να υπογράψει το «Πρωτόκολλο της Κέρκυρας», με το οποίο αναγνωριζόταν μεν η ελληνικότητα της Βορείας Ηπείρου, αλλά στα πλαίσια του κράτους της Αλβανίας, με ειδικά προνόμια που θα παρέχονταν στον ελληνικό πληθυσμό.
Δυο μήνες νωρίτερα (Μάρτιος 1914), είχε οριστεί Βασιλιάς της Αλβανίας ο Αυστριακός πρίγκιπας Γουλιέλμος Βιντ. Οι Ιταλοί όμως δεν τον δέχονταν. Τον Σεπτέμβριο 1914, και ενώ είχε ήδη ξεκινήσει ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος, έγινε πραξικόπημα που τον οδήγησε σε παραίτηση. Ακολούθησε περίοδος μεγάλης αναρχίας και οι Μεγάλες Δυνάμεις ζήτησαν από την Ελλάδα να καταλάβει το νεοσύστατο κράτος για να επιβάλει την τάξη (Οκτώβριος 1914). Ταυτόχρονα, οι Ιταλοί έκαναν απόβαση και κυρίευσαν τον Αυλώνα, την τότε πρωτεύουσα της Αλβανίας. Όμως, οι Αυστριακοί, οι οποίοι προέλαυναν νικηφόρα μέσα από τα εδάφη της Σερβίας, απώθησαν και τους Ιταλούς στο ελληνικό έδαφος.
Η κατάσταση περιπλέχτηκε ακόμη περισσότερο, καθώς οι σύμμαχοι της Αντάντ θεώρησαν ότι θα εξασφάλιζαν τη σύμπραξη των Αλβανών, αν τους έδιναν ένα κράτος. Και αφού ήταν αδύνατο να ξαναστήσουν την Αλβανία στη σωστή περιοχή, τη χάραξαν πιο νότια στον χάρτη, μέσα στο ελληνικό έδαφος.
Το κατασκεύασμα αυτό ονομάστηκε «Αλβανική Δημοκρατία» αλλά ούτε τους Αλβανούς εξυπηρετούσε, αφού ζούσαν πιο βόρεια, ούτε τους Έλληνες, από τους οποίους αφαιρούσαν ολόκληρη την Ήπειρο (βόρεια αλλά και νότια).
Η «Αλβανία» αυτή διαλύθηκε, ενώ οι Γάλλοι κυρίευσαν την Κορυτσά (έμειναν εκεί ως το 1920). Αργότερα, η περιοχή του Αυλώνα δόθηκε πάλι στην Ιταλία, στην οποία δόθηκε και η επικυριαρχία της Αλβανίας, με αντάλλαγμα να μπει στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ (26 Απριλίου 1915).
Το τέλος του 1ου ΠΠ, δεν ξεκαθάρισε την κατάσταση προς όφελος των Βορειοηπειρωτών, καθόρισε όμως τα οριστικά σύνορα, όπως αυτά ισχύουν μέχρι σήμερα, με την Βόρεια Ήπειρο στην Αλβανία και την Νότια στην Ελλάδα.
Fotis Sarantopoulos