Μέσα από τα τραγικά γεγονότα και τις
καταστάσεις, που διαδραματίστηκαν κατά την διάρκεια της καταστροφικής πυρκαγιάς,
στο ναό της Παναγίας των Παρισίων, μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η αυτοθυσία του
ιερέα Ζαν-Μαρκ Φουρνιέ. Ο υπόψη ιερέας, αψήφησε τον κίνδυνο από τις τεράστιες
φλόγες, και κυριολεκτικά όρμησε μέσα στο ναό, για να σώσει όσα ιερά κειμήλια
μπορούσε. Μεταξύ των διασωθέντων κειμηλίων ήταν και ο Ακάνθινος Στέφανος του
Χριστού. Εννοείται ότι το συγκεκριμένο γεγονός έκανε τον γύρο του διαδικτύου
(και όχι μόνο), και σε πολλά άρθρα έγινε και ιδιαίτερη μνεία για το πως βρέθηκε
το Ακάνθινο Στεφάνι στη Γαλλία. Δυστυχώς σε κάποιες ελληνικές ιστοσελίδες,
γράφτηκε, ότι το Ιερό αυτό κειμήλιο, πουλήθηκε στον βασιλιά της Γαλλίας
Λουδοβίκο Θ΄ από τους Βυζαντινούς/Ρωμηούς, ή απλά ότι προέρχεται από το
Βυζάντιο/Ρωμανία.
Η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική, σαφώς
και ουδέποτε πουλήθηκε ιερό κειμήλιο από τους Βυζαντινούς/Ρωμηούς, αντιθέτως σε
πολλές περιπτώσεις κειμήλια και λείψανα της Ορθοδοξίας, μεταφερόταν στην
Κωνσταντινούπολη από άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας που είχαν καταληφθεί από
εχθρούς, για να διασωθούν. Αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών ήταν να
αποθησαυριστούν πάρα πολλά και σημαντικά κειμήλια, λείψανα, έργα τέχνης κλπ
στην Βασιλεύουσα.
Για το πως ο Ακάνθινος Στέφανος του
Κυρίου βρέθηκε στη Γαλλία, και με ποιο τρόπο, θα γράψουμε παρακάτω, με σκοπό να
αποκαταστήσουμε την αλήθεια, έτσι ώστε να μην υπάρχει η εντύπωση ότι οι
Βυζαντινοί/Ρωμηοί πρόγονοί μας, υπήρξαν πωλητές ιερών κειμηλίων. Θα πρέπει
επίσης να επισημάνουμε ότι στην όλη διαδικασία ενεπλάκη και ο Διδυμοτειχίτης
άγιος και αυτοκράτορας Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης.
Μεταφερόμαστε λοιπόν στις αρχές του 13ου
αιώνα, και πιο συγκεκριμένα στο 1204. Στις 13 Απριλίου αυτού του έτους, οι
Φραγκολατίνοι σταυροφόροι της Δ΄ σταυροφορίας, εκμεταλλευόμενοι τις δυναστικές
έριδες του αυτοκρατορικού οίκου των Αγγέλων, παρέκκλιναν από την πορεία τους
(προς τους Αγίους Τόπους) και κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη. Ο ιστορικός της
εποχής Νικήτας Χωνιάτης ως αυτόπτης μάρτυρας, περιέγραψε όλα τα γεγονότα της
άλωσης του 1204, και ιδιαιτέρως τις σφαγές, τις καταστροφές και τις λεηλασίες
που προέβησαν οι ¨χριστιανοί της Δύσης¨ κατά των κατοίκων και των πολύτιμων
κειμηλίων της Κωνσταντινούπολης.
Οι σταυροφόροι δεν έμειναν μόνο στην
Κωνσταντινούπολη, αλλά κατέλαβαν και πολλές άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας. Η
αντίδραση των Ελλήνων ήταν άμεση, καθώς δημιούργησαν τρεις εστίες αντίστασης :
την αυτοκρατορία της Νίκαιας (Μικρά Ασία), την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας
(Πόντος) και το Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Διαβαίνοντας στα μέσα της τρίτης
δεκαετίας του 13 αιώνα, αυτοκράτορας της Νίκαιας ήταν ο Ιωάννης Βατάτζης. Το
κράτος των Φράγκων στην Κωνσταντινούπολη, λόγω της συνεχούς πίεσης που δεχόταν
από την αυτοκρατορία της Νίκαιας, αλλά και από άλλους εξωγενείς και ενδογενείς
παράγοντες, περιήλθε σε δεινή οικονομική αλλά και στρατιωτική κατάσταση. Η
προετοιμασία από τον πάπα μιας σταυροφορίας που σκοπό είχε να τους βοηθήσει
απέτυχε (λόγω των επιτυχημένων διπλωματικών χειρισμών του Ιωάννη Βατάτζη), με
αποτέλεσμα οι Φραγκολατίνοι ηγέτες να βρεθούν σε αδιέξοδο. Έτσι κατέληξαν να
είναι απομονωμένοι δίχως πολύ στρατό, και σε οικτρή οικονομική κατάσταση, με
αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να πληρώσουν μισθοφόρους και κρατικούς υπαλλήλους.
Η λύση που βρήκαν για να ξεφύγουν από
το οικονομικό αδιέξοδο, ήταν να πουλήσουν τον ¨Ακάνθινο Στέφανο¨, το στεφάνι
δηλαδή που περιπαικτικά τοποθέτησαν οι Ρωμαίοι στη Κεφαλή του Χριστού, όταν Τον
σταύρωσαν. Το ιερό κειμήλιο, αγόρασε αρχικά ο Βενετσιάνος έμπορος Νικολό
Κουϊρίνο. Μόλις όμως έμαθε αυτό το γεγονός ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος Θ΄,
έστειλε ανθρώπους του στη Πόλη και το αγόρασε. Ο Ιωάννης Βατάτζης μαθαίνοντας
πως το στεφάνι αγοράστηκε από τον Λουδοβίκο, και ότι η αποστολή του επιστρέφει
στη Γαλλία μέσω θαλάσσης, πρόσταξε τον ναύαρχο του να περιπολεί στον
Ελλήσποντο, και μόλις αντιληφθεί το Γαλλικό πλοίο να το σταματήσει και να πάρει
το ιερό κειμήλιο του Χριστιανισμού. Δεν πρόλαβε όμως καθώς το Γαλλικό πλοίο
είχε αναχωρήσει για τη Δύση νωρίτερα.
Η
ιστορία σχετικά με τη μεταφορά του Ακάνθινου Στεφάνου στο Παρίσι, γράφτηκε από
τον αρχιεπίσκοπο του Σενς, Γκωτιέ ντε Κορνού, το 1239 ή το 1240. Από το βιβλίο
του Ντόναλντ Μ. Νίκολ ¨Βυζάντιο και Βενετία¨ παραθέτουμε ένα απόσπασμα σχετικά
με τη μεταφορά του Ακάνθινου Στεφάνου στο Παρίσι : «Χωρίς καθυστέρηση ο
Λουδοβίκος έστειλε δύο Δομινικανούς στην Κωνσταντινούπολη με βασιλικό
αγγελιαφόρο, ο οποίος απένειμε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στους βαρόνους της
Λατινικής αυτοκρατορίας. Μόλις έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, έμαθαν ότι το
λείψανο είχε ήδη ενεχυριαστεί και θα μεταφερόταν με πλοίο στη Βενετία.
Κανόνισαν όμως να επιβιβαστούν και οι ίδιοι στο πλοίο και να κάνουν το ταξίδι
μαζί με το λείψανο. Απέπλευσαν τα Χριστούγεννα του 1238. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης
Βατάτζης, πληροφορήθηκε τα σχέδια τους από τους κατασκόπους του στην
Κωνσταντινούπολη, και προσπάθησε να αιχμαλωτίσει το πλοίο με το πολύτιμο φορτίο
του στα ανοιχτά. Έφτασαν όμως ασφαλείς στη Βενετία και ο Στέφανος τοποθετήθηκε
στο θησαυρό του Αγίου Μάρκου. Ένας από τους δύο Δομινικανούς τάχθηκε φρουρός
του, ενώ ο άλλος έσπευσε πίσω στη Γαλλία να ανακοινώσει στο βασιλιά Λουδοβίκο
τα ευχάριστα νέα. Αυτός αμέσως έστειλε πρεσβευτές στη Βενετία με τα χρήματα,
για να αποδεσμεύσει το ιερό λείψανο. Μερικοί Γάλλοι έμποροι οι οποίοι βρισκόταν
εκεί για δουλειές, προμήθευσαν το απαραίτητο συνάλλαγμα. Ο ιερός Ακάνθινος
Στέφανος, πάντα κλεισμένος στη Θήκη του, μεταφέρθηκε θριαμβευτικά στο Παρίσι,
όπου, στον κατάλληλο χρόνο, ο Άγιος Λουδοβίκος έχτισε τη Σαιν Σαπέλ για να το
στεγάσει. Οι Βενετοί λυπήθηκαν που έχασαν ένα τόσο επικερδές προσκύνημα και
αξιοθέατο. Θα ήταν ασφαλώς μια μοναδική προσθήκη στην ξακουστή συλλογή των
λειψάνων τους, δεν μπορούσαν όμως να αθετήσουν το λόγο τους. Ίσως ο Νικολό Κουϊρίνο
βγήκε χαμένος από τη συναλλαγή, εφόσον η μόνη αναφερόμενη πληρωμή σε εκείνον
από το Λουδοβίκο Θ΄ αντιστοιχεί στο ποσό των 10.000 υπέρπυρων. Δηλαδή, η
πληρωμή του ήταν μικρότερη από το αρχικό δάνειο τουλάχιστον κατά 3.000
υπέρπυρα. Καμία από τις ενδιαφερόμενες πλευρές δεν συλλογίστηκε ότι ο Ακάνθινος
Στέφανος ανήκε στη Βυζαντινή Εκκλησία και στο λαό της Κωνσταντινούπολης».
Από
το απόσπασμα αυτό βλέπουμε τη νοοτροπία των Δυτικών σχετικά με τα ιερά κειμήλια
της Ορθοδοξίας. Ο Ντόναλντ Μ. Νίκολ εύστοχα παρατηρεί πως κανείς από τους
¨διαγωνιζομένους¨ δεν συλλογίστηκε πως το ιερό αυτό κειμήλιο ανήκει στην
Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο Ιωάννης Βατάτζης όμως, (ο οποίος όπως φαίνεται από το
απόσπασμα είχε οργανώσει καλά την κατασκοπία μέσα στην Κωνσταντινούπολη), με το
που έμαθε για την μεταφορά του Στεφάνου μέσω θαλάσσης, κινήθηκε άμεσα,
προσπαθώντας να περισώσει το ιερό κειμήλιο χωρίς δυστυχώς να προλάβει τις
εξελίξεις.
Και δυστυχώς, σήμερα οι νεοέλληνες φτάσαμε στο σημείο, να γράφουμε
ελαφρά την καρδία, ότι οι Βυζαντινοί/Ρωμήοι πρόγονοί μας, ήταν πωλητές ιερών
κειμηλίων, αλλοίμονο !