Η Ραδεγούνδη γεννήθηκε στην Ερφούρτη γύρω στο 520, κόρη του Βερθάριου, ο οποίος ήταν ένας από τους τρεις βασιλιάδες της γερμανικής γης της Θουριγγίας. Ο θείος της Ερμενεφρέδος, σφετερίστηκε το βασίλειο του Βερθάριου και τον σκότωσε σε μια μάχη. Έπειτα πήρε την Ραδεγούνδη στο σπίτι του. Μετά σε συνεργασία με τον Φράγκο Βασιλιά Θεουδέρικο, ο Ερμενεφρέδος νίκησε και τον άλλο αδερφό του (Baderic). Ωστόσο, έχοντας συντρίψει τους αδελφούς του, απέκτησε τον έλεγχο της Θουριγγίας. Έπειτα αρνήθηκε τη συμφωνία του με τον Θεουδέρικο για να μοιραστεί μαζί του την κυριαρχία.
Το 531, ο Θεουδέρικος επέστρεψε στη Θουριγγία με τον αδελφό του Κλοταίρο (Clotaire I). Μαζί νίκησαν τον Ερμενεφρέδο και κατέκτησαν το βασίλειό του. Ο Κλοταίρος τότε ανάμεσα στα λάφυρά του πήρε και την Ραδεγούνδη της οποίας ανέλαβε την προστασία, φέρνοντάς την στη Σουασόν που ήταν το παλάτι του. Κατόπιν την έστειλε στη βασιλική έπαυλη του Ατίς στο Βερμαντουά στην Πικαρδία (βορειοδυτική Γαλλία) για να ολοκληρώσει τις σπουδές της μέχρι να ενηλικιωθεί. Απέκτησε σημαντική μόρφωση για την εποχή της και υψηλή φιλολογική παιδεία, μέχρι το 540 που την κάλεσε πίσω ο Κλοταίρος για να την νυμφευθεί αφού είχε χηρέψει μετά από αρκετούς γάμους.. Η Ραδεγούνδη η οποία από μικρή ήθελε να αφιερωθεί στον Θεό, υπέκυψε στο θέλημα του Θεού και διήγε πλέον μέσα στο παλάτι ασκητική ζωή, ώστε να λένε στον Βασιλιά ότι δεν παντρεύτηκε βασίλισσα αλλά καλόγρια. Ήταν δε διαβόητη για την ομορφιά της, αλλά έγινε περισσότερο γνωστή για την αγαθή και φιλεύσπλαχνη καρδιά της και τις πολλές ελεημοσύνες της.
Ο αδελφός της Ραδεγούνδης ήταν ο τελευταίος άντρας της βασιλικής οικογένειας της Θουριγγίας. Ο Κλοταίρος, καταστέλλοντας ένα στασιαστικό κίνημα εναντίον του, τον δολοφόνησε το 555 στην Θουριγγία. Η Ραδεγούνδη βρήκε τότε την ευκαιρία, να εγκαταλείψει το παλάτι μετά από αυτό και ζήτησε την προστασία της Εκκλησίας. Κατάφερε να πείσει τον επίσκοπο της Noυαγιόν, Άγιο Μεδάρδο να την κείρει μοναχή, ο οποίος τελικά την χειροτόνησε διακόνισσα. Αφού πέρασε πολλές περιπέτειες από τον πρώην σύζυγό της ο οποίος συνέχισε να την διεκδικεί, ίδρυσε κατόπιν το μοναστήρι του Τιμίου Σταυρού στο Πικτάβιο (σημερινό Poitiers) γύρω στο 560. Οι αδιάκοπες προσευχές της και η συνεχής νηστεία της, της χάρισαν την περιπόθητη ελευθερία της και την ίδρυση της μονής από τον ίδιο τον σύζυγό της. Εκεί σε ιδιαίτερο εξωτερικό χώρο είχε και την φροντίδα των ασθενών και των λεπρών. Δεν έτρωγε τίποτα παρά μόνο τα όσπρια και τα πράσινα λαχανικά: ούτε φρούτα ούτε ψάρια ούτε αυγά. Απέφυγε την ηγουμενεία και εγκατέστησε ηγουμένη την Αγνή, η οποία ήταν αφοσιωμένη φίλη της από παλιά, με τα ίδια ιδανικά. Εισήγαγε στο μοναστήρι τον Κανόνα για τις Παρθένους του Αγίου Καισαρίου της Αρελάτης. Έτσι οι μοναχές έπρεπε να είναι σε θέση να διαβάζουν και να γράφουν και να αφιερώνουν αρκετές ώρες της ημέρας στην ανάγνωση των γραφών και την αντιγραφή χειρογράφων, καθώς και σε παραδοσιακά διακονήματα όπως η ύφανση και το κέντημα. Αυτός ο κανόνας τηρούσε σε αυστηρό εγκλεισμό τις παρθένους, σε σημείο που οι μοναχές του Τιμίου Σταυρού δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν αργότερα την κηδεία της Ραδεγούνδης.
Ζώντας μια άκρως ασκητική βιωτή με μεγάλη ταπείνωση και υπηρετώντας στις πλέον ευτελείς εργασίες του κοινοβίου, απέκτησε το χάρισμα των ιαμάτων. Εκτός από τις θεραπείες των σωματικών ασθενειών ήταν και παράδειγμα οσιότητας για τις διακόσιες μοναχές που συναθροίστηκαν στο μοναστήρι της. Η φήμη της ξεπέρασε τα τείχη της μονής και της πόλης και προκάλεσε τον φθόνο του τοπικού επισκόπου Μαροβίου.
Η μονή της φημιζόταν για το τεμάχιο του Τιμίου Σταυρού που έλαβε η Ραδεγούνδη από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουστίνο τον Β '. Παρόλο που ο επίσκοπος Μαρόβιος αρνήθηκε να το εγκαταστήσει στο μοναστήρι, κατόπιν αιτήματος της Ραδεγούνδης, ο βασιλιάς Σιγιβέρτος έστειλε τον Ευφρόνιο επίσκοπο της Τουρώνης στο Πικτάβιο (Πουατιέ), για να πραγματοποιήσει και να εορτάσει την εγκατάσταση του κειμηλίου στην Μονή του Τιμίου Σταυρού. Ο Βενάντιος Φορτουνάτος συνέθεσε μια σειρά από ύμνους, για την περίσταση, που θεωρούνται από τους σημαντικότερους χριστιανικούς ύμνους που γράφτηκαν ποτέ (λατινικά) για την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού.
Μετά από μια ζωή πολλών θλίψεων από την παιδική ακόμη ηλικία και πλήρη αγώνων πνευματικών και αγαθών έργων, η Ραδεγούνδη κοιμήθηκε στις 13 Αυγούστου του 587. Λίγες μέρες πριν, είχε δεί σε όραση τα κάλλη του Παραδείσου και άκουσε κάποιον να την καλεί να τα απολαύσει. Το πρόσωπό της έλαμψε και φάνηκε πάνω του μια υπερκόσμια ομορφιά ώστε ο άγιος Γρηγόριος Τουρώνης που την κήδεψε, να ομολογεί ότι τα κρίνα και τα ρόδα με τα οποία είχαν στολίσει το σκήνωμά της οι μοναχές που την θρηνούσαν απαρηγόρητα, ωχριούσαν μπροστά στο κάλλος της μορφής της.
Ετάφη έξω από τα τείχη της μονής από τον άγιο και πάνω από τον τάφο της χτίστηκε λίγο αργότερα μεγαλοπρεπής ναός λόγω των πολλών της θαυμάτων.
π. Γεώργιος Αθανασάκης
http://ahdoni.blogspot.com/2018/12/6.html