Κάντανος, Σέλινο, Παλαιόχωρα. Ούτε γραφτό σου να ’ταν φέτος. Χειμώνα-καλοκαίρι στα χάδια του Λιβυκού. Στριμωγμένος στη σκιά των βράχων στο Γυαλισκάρι, κυνηγημένος απ’ τον ήλιο γύρω απ’ το ένα και μοναδικό αρμυρίκι της αρχαίας Βιένας (ή Λίμνης Κριού). Να ψάχνεις τρόπους να δροσίζεσαι, να ξεδιψάς με το καλύτερο νερό στα Τεμένια, να κάνεις τεμενάδες στις νοστιμιές που σου ετοιμάζουν οι πιο καλές μαγείρισσες. Να μαδάς τα σταφύλια απ’ τις κρεβατίνες του Αζωγυρέ, να ετοιμάζεις κάποιον φίλο για τον χειμώνα.
«Υπερβάλλεις», έλεγες στους μυημένους. Να όμως που το παραδέχεσαι. Εχει μια ιδιαιτερότητα αυτός ο τόπος. Τη νιώθεις. Χωρίς να μπορείς να πεις με σιγουριά «τι». Κι εσύ και οι Βορειοευρωπαίοι που ρίζωσαν (σε βουνά θες; σε παραλίες;) χρόνια με τα χρόνια, έγιναν ντόπιοι με τον τρόπο τους, βρήκαν στην ταπεινή γωνιά της Κρήτης το δικό τους επίγειο παράδεισο.
Πόσοι άνθρωποι; αναρωτιέσαι. Που σαν να έχουν περισσότερες ανοχές από γεννησιμιού τους; Είναι ο Νότος; Που εξ ορισμού σε απελευθερώνει; Που το μόνο που χρειάζεται για να ξανανιώσεις είναι να τον κοιτάς;
Φτωχός τόπος ήταν πάντοτε. Ελαιοπαραγωγικός στο κύτταρό του. Ελαιώνες και λιόπανα κατρακυλούν στις πλαγιές, παγιδεύουν στα δίχτυα τους αρχαίες πόλεις και δύσβατα φαράγγια. Ο καρπός αφήνεται κι αυτός στην ησυχία του. Θα πέσει όταν νιώσει την ανάγκη.
Από παλιά ήταν έτσι. Κάθε οικογένεια σήκωνε δίπλα στα κτήματα έναν οικισμό και ως φόρο τιμής (για ευκολία;) έπαιρνε το όνομα του πάτερ φαμίλια. Κάθεσαι τώρα και μετράς. Μανωλιανά, Γρηγοριανά, Μαρουδιανά, Λαμπριανά, Παπαδιανά. Τρεις κι ο κούκος, που λένε, αλλά το χωριό, «χωριό» στον χάρτη! Οι ταμπέλες, αντί να ξεδιαλύνουν το μυστήριο, μπερδεύουν ακόμα περισσότερο. Ασε που τα μισά τα έχεις ήδη προσπεράσει και δεν το έχεις καταλάβει..
Πέρα από τα ανθρωπωνυμικά τοπωνύμια, πέρα από τον κυκεώνα οικισμών σε σχέση με την έκταση της περιοχής, η επαρχία Σελίνου έχει κάτι ακόμα που την καθιστά μοναδική. Που δεν το καταλαβαίνεις αν δεν το βιώσεις. Για παράδειγμα, πόσα βυζαντινά ξωκλήσια βάζεις με τον νου; 20; 50; 70; Σύμφωνα με τα βιβλία, σε όλη την επαρχία Σελίνου υπήρχαν περίπου 130 ναοί (13ου-16ου αι.) από τους συνολικά 249 του Νομού Χανίων. Ούτε έναν, ούτε δύο. 5-6 έχει το κάθε χωριό και είναι κατάγραφοι: στο εσωτερικό τους παρατηρείται η μεγαλύτερη συγκέντρωση τοιχογραφιών στην Ελλάδα.
Αμαρτίες και τάματα
Τι άλλο να κάνεις; Τρεις φορές τον σταυρό σου και ξεκινάς. Σέρνεις τα πόδια στα πλατανόφυλλα, σε χαλιά που υφαίνουν οι βελανιδιές και οι καστανιές σε κάθε τίναγμά τους. Σπρώχνεις πόρτες, ανάβεις καντήλια, ζητάς οδηγίες. Ψάχνεις εκκλησιές χαμένες στη μοναξιά τους, αναζητάς την ομορφιά, τη σεμνότητα, τα μνημεία ενός τόπου που δεν είχες φανταστεί.
Η ηρωική Κάντανος ορίζει τα βήματα. Η Κάντανος που κάηκε συθέμελα, πλήρωσε ακριβά τη λυσσαλέα της αντίσταση ενάντια στα στρατεύματα των ναζί. Τόσο μεγάλο πλήγμα δέχτηκαν που της άφησαν ενθύμιο. Τρεις πλακέτες, που διαβάζουν «ΕΔΩ ΥΠΗΡΧΕ Η ΚΑΝΤΑΝΟΣ: Κατεστράφη προς εξιλασμόν της δολοφονίας 25 Γερμανών στρατιωτικών».
Μετά την ισοπέδωση, τοποθετήθηκαν στις εισόδους της να θυμίζουν τα αντίποινα, τον διακαή πόθο των κατακτητών να μην ανοικοδομηθεί ποτέ. Πού να ’ξεραν οι δόλιοι για το κρητικό πείσμα; Είναι να μη σου σηκώνεται η τρίχα όταν περνάει μπροστά τους η παρέλαση; Η επέτειος του«ΟΧΙ» διανθίζεται με χειροκροτήματα, με απόλυτη σιγή από τους παρευρισκομένους.
Ως έδρα του δήμου είναι και το πέρασμα. Στον Βορρά, στον Νότο, στο Ανατολικό Σέλινο. Σοκάκια και τσιμεντόδρομοι ελίσσονται έως την Αγία Αικατερίνη, τον Αγιο Νικόλαο, τον Αϊ-Γιώργη, τον Μιχαήλ Αρχάγγελο. Σε πέτρινα τέμπλα, ασπρισμένους σοβάδες, σε θέσεις θέας στη λιόφυτη κοιλάδα από τις παρυφές του χωριού.
Γύρω της βουνά και κάμποι· φρουροί ακοίμητοι μιας ζωής που κυλάει πατροπαράδοτα. Οπως για τον Ηλία Μπερτάκη, που τυχαία πέτυχες στους Βαμβακάδες και ξάφνου βρέθηκες φορτωμένος με δυο σακούλες μήλα «οικολογικά». Μην πάει ο νους σου στα ψεκασμένα! «Με το μαμούνι, τα κανονικά», σου λέει και αναπολεί τα περπατήματα έως την Κάντανο, τα 7 χλμ. που έκαναν κάποτε όλα τα παιδιά για το σχολειό. Αλλαξαν οι καιροί. Για τον ίδιο και για όλους. Ευτυχώς ή δυστυχώς, όχι και τόσο στην Κρήτη.
Το Ανισαράκι μες στην απλότητά του φανερώνει μοναδικά αριστουργήματα. Τα μαρτύρια του Αγίου Γεωργίου, την Αγία Αννα με τους τοιχογραφημένους αφιερωτές, την Παναγία με την απεικόνιση της Δευτέρας Παρουσίας. Αλλο πάλι ετούτο. «Οι κολασμένοι». Οι τιμωρίες των αμαρτωλών που απ’ τους τοίχους των εκκλησιών βιώνουν την αιώνια κόλαση. Ο ψυχισμός του κρητικού λαού σύμφωνα με τη φαντασία των λαϊκών καλλιτεχνών τον 14ο και 15ο αι.
Οι παραστάσεις που εντοπίζονται απεικονίζουν τις κατά κόρον ασχολίες των απλών -και δύστυχων- ανθρώπων. Ακου τώρα αμαρτήματα: ο κλέφτης (μετάφραση: ο ζωοκλέφτης), ο παραβλακιστής (ο αγρότης που ενώ οργώνει, κλέβει μια αυλακιά από το διπλανό χωράφι), η παρακαθίστρα (που ενώ δεν δούλευε, διέτασσε τους πάντες), η ανυφαντού (που έπλεκε τα προικιά κάποιας εύπορης νύφης και -από ζήλια; από κούραση;- το έκανε με άκομψους χαρακτηρισμούς), ο μυλωνάς (που έκλεβε απ’ τα αλεστικά), η καταλαλούσα (αυτή που καταριέται τους άλλους), η αποστρέφουσα τα νήπια (που με κάθε τρόπο προσπαθεί να αποβάλει το αγέννητο παιδί της) και ούτω καθεξής.
Πάντως, για να φτάσεις στον Τραχινιάκο δεν σε σώζει καμία ταμπέλα. Απλώς παίρνεις τον δρόμο για τον Αϊ-Γιάννη και πέφτεις πάνω του. Κάπως έτσι συναντάς τον Αγιο Φώτη, την Παναγία… Θεϊκά συναπαντήματα. Κάθεσαι και ξεσκονίζεις τα τεφτέρια – σταματά ένας περαστικός. Ηταν να μη ρωτήσεις… «Τρεις κατέχεις εσύ; Εκατό έχουμε!». Σε επιπλήττει για την αμάθειά σου και σε στέλνει πίσω, στην ομορφότερη όλων, την πιο δυσεύρετη, το κόσμημα του οικισμού.
Η Αγία Παρασκευή αξίζει τόσα (κι άλλα τόσα) πήγαινε-έλα (άντε να καταλάβεις με την πρώτη, ποια είναι «η γούρνα αριστερά»). Τη βρίσκεις όμως. Σε ένα ξέφωτο, πνιγμένη στις καστανιές και στα πλατάνια, με τον ήλιο να εισβάλλει στα κλαδιά τους, να τη λούζει στο πιο αιθέριο φως. Κακά τα ψέματα. Εδώ δεν θα έφτανες με τίποτα. Κι όμως, έκανες τάμα να ξανάρθεις. Ορη στο Λιβυκό
Από την αρχαία Υρτακίνα ελάχιστα έχουν απομείνει, μα λίγο σε νοιάζει. Σου φτάνει η θέα στα Λευκά όρη, στο απέραντο γαλάζιο της Σούγιας, στην Παλαιόχωρα, η πράσινη όαση που αγγίζει το Ροδοβάνι. Στα Ελληνιστικά Χρόνια η οχυρή θέση στον λόφο Καστρί -πάνω απ’ τα Τεμένια- μαζί με τη Λισό, την Ελυρο, την Ποικιλασσό και την Τάρρα συνιστούσαν την Ομοσπονδία των Ορείων· τις ισχυρές μεσόγειες δυνάμεις που καθόριζαν την εξωτερική πολιτική του νησιού. Τα υψώματα τώρα μένουν μόνο. Οι αγκαραθιές και τα γαϊδουράγκαθα. Και οι διαβάτες. Που στο κατέβασμα προσκυνούν έναν από τους παλαιότερους ναούς της Κρήτης, τον (13ου αι.) Σωτήρα Χριστό.
Ακάθεκτος συνεχίζεις έως τη Μάζα, όταν σε καταπίνει η θεϊκή μυρωδιά της ρακής. Και απλώς, απλούστατα (ετσά γίνεται στην Κρήτη) σε ένα χωριό που θα διέσχιζες χωρίς δεύτερη σκέψη, βρίσκεις πως μπορείς να κάτσεις για ώρες… Δεν φταίει κανείς άλλος. Το καζάνι του Γιάννη Γιακουμάκη, τα σμιξίματα που δίνουν και παίρνουν, ολοκληρωτικά εσύ. Ε, λίγο και η ρακί-λουκούμι που σε ποτίζει (όχι ό,τι κι ό,τι – από μοσχάτο Σπίνας, αρωματική), λίγο τα… «βουτήματα» κάστανο- μήλο, λίγο οι μπριζόλες που σιγοκαίονται… Δεν θέλει πολύ να σε τραβούν να φύγεις και να θες να βγάλεις ρίζες, να μείνεις ξεχασμένος εκεί.
Αισίως πάντως φτάνεις στο Ροδοβάνι. Στο μπαλκόνι της Σούγιας. Στην Ελυρο της αρχαιότητας. Περπατάςγια να ξεχάσεις τον καημό σου, στα σωθικά του παλιού μύλου στριφογυρίζεις στα σύννεφα, ρουφάς ενέργεια από τον ήλιο του Λιβυκού. Κι από το σχολείο, κατηφορίζεις στο μονοπάτι για τις ρωμαϊκές δεξαμενές και το υδραγωγείο, τα καμουφλαρισμένα σπαράγματα που συνυπάρχουν με τα χώματα και τις γέρικες ελιές.
Το σύγχρονο ζει με το παλιό. Αναπνέει μαζί του. Το ίδιο πάνω-κάτω ισχύει και στα Καμάρια. Το μικροσκοπικό χωριό που συναντάς μετά 4 χλμ. απότομων στροφών. Η Μαριγώ Γιακουμάκη και ο γιος της Μιχάλης -μία από τις τρεις οικογένειες που κρέμονται στο χείλος του φαραγγιού της Σούγιας- είναι απ’ τους λίγους που γνωρίζουν την ύπαρξη της «Πυραμίδας του Σελίνου» (οι ίδιοι την ονομάζουν «Φουρνάκια», μα πρόκειται για έναν μοναδικής κατασκευής τάφο Ελληνιστικών Χρόνων).
Το 3 μ. λαξευμένο σε βράχο κωνικό μνημείο είναι πλήρως ενσωματωμένο με το περιβάλλον και απόλυτα… αόρατο απ’ τον δρόμο. Ξυστά περνάς και δεν τον παίρνεις είδηση. Κι άμα σε φωτίσει ο Θεός να τον βρεις, η κατάβαση δεν είναι παίξε-γέλασε. Αξίζει όμως κάθε αγκομαχητό, κάθε κατρακύλα.
Πιο εύκολα τα πράγματα για τους εξερευνητές στο φαράγγι της Αγίας Ειρήνης. Το 7 χλμ. Πέρασμα (χαρακτηρισμένο και ως καταφύγιο Aγριας Ζωής) είναι από τα διασημότερα και ομορφότερα τσι Κρήτης. Το ίδιο μπορείς να πεις για τον οικισμό στην είσοδό του. Για τις καστανιές που στρώνουν τον δρόμο, σκαρφαλώνουν στις πλαγιές. Για το πλατανοσκέπαστο γεφύρι και την εκκλησιά που αναστηλώνεται. Πού, όμως, χρόνος για περπάτημα; Ο ήλιος δεν χασομερά. Σβέλτα πίσω! Να τον πετύχεις στην καλύτερη θέση, ολοταχώς προς Αζωγυρέ!
Πράματα και θάματα αναδύονται γύρω απ’ το χωριό των 25 κατοίκων. Την πρώτη φορά στέκεις στα ολοφάνερα. Στη μετέωρη Μονή των 99 Πατέρων που έχτισαν οι φωτισμένοι ασκητές ερχόμενοι απ’ την Αίγυπτο (πέρασαν στην Κύπρο, μετανάστευσαν στην Αττάλεια, ξώμειναν στη Γαύδο και κατέληξαν εκεί).
Τη δεύτερη βουτάς στα έγκατα της γης στο σπήλαιο Ζουρέ. Την άλλη ανακαλύπτεις το μονοπάτι για τους Ανύδρους, το γεφύρι, τον καταρράκτη και την κρυστάλλινη λίμνη, όλα πνιγμένα στη βλάστηση. Υστερα γνωρίζεις τον Προκόπη, τον «πρόεδρο», τον έναν άνθρωπο που συναντάς να βολταρίζει στα στενά ανεξαρτήτως ώρας.
Τα λες και με τον Ευτύχη Κουκουτσάκη, τον οικοδεσπότη σου στο καφενείο-ορμητήριο «Αλφα». Εφοδιάζεσαι τον χάρτη του, μαθαίνεις για τους χίπηδες και το «river cafe» που αγαπήθηκε όσο τίποτα άλλο, ανεβαίνεις στον Σταυρό, γεύεσαι στο πιάτο όλη τη «μύτη» της Παλαιόχωρας. Ωσπου ανακαλύπτεις τις εγκλείστρες.
Τα ουράνια σκαλιά τους να αγγίζουν τα ασκηταριά των αγίων πατέρων· απ’ την καρδιά των βράχων να συλλογιέσαι τα ιερά και όσια. Να κλαις και να οδύρεσαι για όσα άφησες πίσω. Για το γεφύρι που δεν βρήκες ποτέ στο Κακοδίκι, για την αρχαία Κάντανο που ερημώνει στους λόφους του χωριού Κάδρος, για το Κοντοκυνήγι και τη φοβερή μάχη που άφησε παρακαταθήκη τις ιστορίες με τα «σαϊτούρια».
Αλήθεια, ήξερες για τους πολεμιστές που ακόμα και σήμερα, 2.500 χρόνια μετά, μόλις πέσει το σκοτάδι συνεχίζουν με τις σαΐτες τους τον αέναο πόλεμο; Γιατί; Για τα καστανομάμουνα; Τον… αόρατο εχθρό των καστανιών που σου λένε να προσέχεις, γιατί θα φαγουρίζεσαι όλη μέρα; Ολη μέρα και όλη νύχτα στα δάση, κάτι σε έπιασε μόλις τα άκουσες. Πιστεύεις στην ύπαρξή τους ή όχι… Πες αλήθεια. Το ’ξερες;
http://www.thetravelbook.gr
http://www.zarpanews.gr
http://thesecretrealtruth.blogspot.com