Ἡ πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὴν 29η
Μαΐου τοῦ 1453 ἦταν τὸ ἀποκορύφωμα τῆς φθίνουσας δόξας τῆς Ρωμαϊκῆς
Αὐτοκρατορίας, τοῦ λεγομένου Βυζαντίου. Γύρω ἀπὸ τὰ αἴτια τῆς πτώσης
αὐτῆς ἐγράφησαν πολλά, τὰ ὁποῖα παρουσιάζουν τὴν κατάσταση στὴν ὁποία
βρισκόταν τότε ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία-Βυζάντιο, ἀφοῦ εἶχε χαθῆ ὅλη ἡ
Μικρὰ Ἀσία, ἡ Ἀνατολικὴ Θράκη καὶ εἶχε μείνει μόνον ἡ Κωνσταντινούπολη
καὶ τὰ περίχωρά της. Οἱ κατὰ καιροὺς ἐχθροὶ εἶχαν προξενήσει μεγάλη
ζημία, μὲ ἀποκορύφωμα καὶ τελειωτικὸ κτύπημα τὴν κατάληψη τῆς
Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Φράγκους, κατὰ τὴν Δ΄ Σταυροφορία τὴν 13η
Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1204. Ἡ μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια (1261) ἀνακατάληψή της
καὶ ἐλευθέρωσή της δὲν προσέφερε οὐσιαστικὰ πράγματα, διότι ἤδη ἡ Πόλη
εἶχε καταστραφῆ καὶ λεηλατηθῆ ὁλοσχερῶς.
Πέρα ἀπὸ τὰ πολιτικὰ καὶ κοινωνικὰ αἴτια ποὺ συνετέλεσαν στὴν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως πρέπει νὰ....
σημειωθοῦν ἰδιαιτέρως τὰ πνευματικὰ αἴτια στὰ ὁποῖα συνήθως δὲν δίνουμε μεγάλη σημασία.
Ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος, Ὅπως λέγει σὲ ἄλλα
κείμενά του, στὴν Κωνσταντινούπολη τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ζοῦσαν περίπου
70.000 κάτοικοι καὶ μάλιστα ὁ ἴδιος ἔκανε ἔκκληση στοὺς
Κωνσταντινουπολίτας, χωρὶς νὰ ὑπάρχη ἀνταπόκριση, νὰ συντελέσουν στὴν
ἀνοικοδόμηση τῶν τειχῶν της, ἐν ὄψει τοῦ μεγάλου κινδύνου. Ὅμως οἱ
κάτοικοι, ἰδιαιτέρως οἱ πλούσιοι,
ἀσχολούμενοι μὲ τὴν αὔξηση τῶν ἀτομικῶν τους ἐσόδων, ἀδιαφοροῦσαν, μὲ
ἀποτέλεσμα ἡ πόλη νὰ ὁμοιάζη, ὅπως λέγει, μὲ «σεσαθρωμένον» πλοῖον ποὺ
ἦταν ἕτοιμο νὰ βυθισθῆ.
Στὴν ἀρχὴ τοῦ λόγου του ὁ Ἰωσὴφ
Βρυέννιος ἐκφράζει τὴν ὀδύνη του, ἀφοῦ τὸ γένος περιστοιχίζεται ἀπὸ
δεινά, τὰ ὁποῖα, ὅπως λέγει, «δάκνει μου τὴν καρδίαν, συγχεῖ τὸν νοῦν
καὶ ὀδυνὰ τὴν ψυχήν». Κάνει λόγο γιὰ τὴν «ὁλόσωμον πληγὴν» καὶ τὴν
«νόσον καθολικήν». Τὸ γένος ἔχει περιπέσει σὲ ποικίλα πάθη καὶ ἁμαρτίες.
Ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ἔγιναν «ὑπερήφανοι, ἀλαζόνες, φιλάργυροι, φίλαυτοι,
ἀχάριστοι, ἀπειθεῖς, λιποτάκται, ἀνόσιοι, ἀμετανόητοι, ἀδιάλλακτοι».
Ἔγιναν οἱ ἄρχοντες κοινωνοὶ ἀνόμων, οἱ ὑπεύθυνοι ἅρπαγες, οἱ κριτὲς
δωρολῆπτες, οἱ μεσίτες ψευδεῖς, οἱ νεώτεροι ἀκόλαστοι, οἱ γηράσαντες
μεθυσμένοι, οἱ ἀστοὶ ἐμπαῖκτες, οἱ χωρικοὶ ἄλαλοι, «καὶ οἱ πάντες
ἀχρεῖοι». Συγχρόνως μὲ τὴν γενικὴ κατάπτωση τῶν ἀνθρώπων χάθηκε «εὐλαβὴς
ἀπὸ τῆς γῆς, ἐξέλιπε στοχαστής, οὒχ εὔρηται φρόνιμος». Αὐτὸς εἶναι ὁ
λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ἐπέπεσαν ἐκ δυσμῶν καὶ ἐξ ἀνατολῶν διάφοροι ἐχθροὶ
καὶ λυμαίνονται τὴν αὐτοκρατορία.
Πολλὲς φορὲς στὸ παρελθὸν ἡ βασιλεύουσα
πολιορκήθηκε ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ καὶ μάλιστα ὑπὸ δυσμενέστερες συνθῆκες, ἀλλὰ
πάντοτε ἡ Παναγία τὴν σκέπαζε καὶ τὴν βοηθούσεγιατι ὁ λαός, παρὰ τὴν
ἁμαρτωλότητά του, δὲν διαπραγματευόταν τὴν Πίστη του.
Ἔλεγε τὴ γνωστὴ ρήση: «καλύτερα τούρκικο φέσι παρὰ φράγκικη τιάρα»!
Ὅμως, στὶς 12 Δεκεμβρίου τοῦ 1452, μόλις
πέντε μῆνες πρὶν τὴν λωση καὶ δεκατρία ἔτη μετὰ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ
προδοτικοῦ ἑνωτικοῦ ὄρου τῆς Συνόδου τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, στὸ Ναὸ
τῆς Ἁγίας Σοφίας ἔγινε συλλείτουργο Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν στὸ ὁποῖο
μνημονεύτηκε ὁ Πάπας καὶ ὁ λατινόφρονας Πατριάρχης Γρηγόριος!
Τὸ ἀνίερο αὐτὸ συλλείτουργο ἔγινε γιὰ νὰ
ἐπικυρώσει, οὐσιαστικά, τὴν «Ἕνωση». Προτίμησαν οἱ πρόγονοί μας τὴ
συμμαχία τοῦ παναιρετικοῦ παπισμοῦ ἀπὸ τὴ συμμαχία τοῦ Θεοῦ, γιὰ αὐτὸ
καὶ ἡ «Πόλις ἑάλω». Ὁ γνωστὸς «Θρῆνος τῆς Πόλης» λέει: «Πάψετε τὸ
Χερουβικὸ κι ἂς χαμηλώσουν τ΄ἅγια, γιατί εἶναι θέλημα Θεοῦ ἡ Πόλη νὰ
τουρκέψει.»
«Τριακόσιους χρόνους μετὰ τὴν Ἀνάστασιν
τοῦ Χριστοῦ μας ἔστειλεν ὁ Θεὸς τὸν ἅγιον Κωνσταντῖνον καὶ ἐστερέωσε
βασίλειον χριστιανικὸν καὶ τὸ εἶχαν χριστιανοὶ τὸ βασίλειον 1150
χρόνους. Ὕστερα τὸ ἐσήκωσεν ὁ Θεὸς τὸ βασίλειον ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ
ἤφερε τὸν Τοῦρκο μέσα ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴν καὶ τοῦ τὸ ἔδωκε διὰ ἐδικόν μας
καλόν... Καὶ τί; Ἄξιος ἦτον ὁ Τοῦρκος νὰ ἔχη βασίλειον; Ἀλλὰ ὁ Θεὸς τοῦ
τὸ ἔδωκε διὰ τὸ καλόν μας. Καὶ διατὶ δὲν ἤφερεν ὁ Θεὸς ἄλλον βασιλέα,
ὁπού ἦτον τόσα ρηγάτα ἐδῶ κοντὰ νὰ τοὺς τὸ δώση, μόνον ἤφερε τόν Τοῦρκον
μέσαθε ἀπὸ τὴν Κόκκινην Μηλιὰ καὶ τοῦ τὸ ἐχάρισε; Διατὶ ἤξευρεν ὁ Θεός
πώς τὰ ἄλλα ρηγάτα μᾶς βλάπτουν εἰς τὴν Πίστιν, καὶ ὁ Τοῦρκος δὲν μᾶς
βλάπτει, ἄσπρα δώσ' τον καὶ καβαλλίκευσε τον ἀπὸ τὸ κεφάλι. Καὶ διὰ νὰ
μὴν κολασθοῦμεν τὸ ἔδωκε τοῦ Τούρκου καὶ τὸν ἔχει ὁ Θεὸς τὸν Τοῦρκον
ὡσὰν σκύλλον νὰ μᾶς φυλάη».
(Ἰωάννου Μενούνου, Κοσμᾶ Αἰτωλοὺ Διδαχές, ἐκδ. Τῆνος, Ἀθήνα 1999, Διδαχὴ ΕΑ, σελ. 269-270).
Αὐτὸς ὁ λόγος θὰ πρέπει νὰ μᾶς
συγκλονίσει καὶ νὰ μᾶς ἀφυπνίσει: Ὁ Θεὸς προτίμησε νὰ πέσει ὁ ἑλληνισμὸς
στὰ χέρια ἑνὸς τυραννικοῦ δυνάστη πού σκότωνε, βίαζε, ἔκλεβε, βασάνιζε
καὶ ἀτίμαζε τοὺς χριστιανούς, γιατί εἴδεμε τὴν παντογνωσία του ὅτι ἂν
ἔμενε ἐλεύθερος θὰ πάθαινε κάτι ἀπείρως χειρότερο: Θὰ ἔχανε τὴν ὀρθὴ
Πίστη του καὶ θὰ ἐκλατινιζόταν! Προτίμησε ὁ Θεὸς ἡ βαριὰ σκλαβιὰ τῶν
τεσσάρων αἰώνων ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ «ἐλευθερία» πού θὰ ἦταν, ὅμως,
πνευματικὴ δουλεία! (τί γὰρ ὠφεληθήσεται ἄνθρωπος ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον
κερδήση, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῆ, ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς
ψυχῆς αὐτοῦ; Ματθ. 16:26) Ὡς ἐκ τούτου, κατὰ τὸν Ἅγιο, ἡ Τουρκικὴ
σκλαβιὰ ἦταν εὐλογία Θεοῦ καὶ ὁ Τοῦρκος ἕνα «τσο-μπανόσκυλο» ποὺ μᾶς
φύλαξε ἀπὸ τὸν Πάπα!
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2016/05/12-1452.html