Μαθήματα φιλοπατρίας προς τους
σημερινούς πολιτικούς. Γιατί χάθηκε ο τάφος του Νικηταρά; Ο ηρωικός
«Τουρκοφάγος» σήμερα δεν έχει καν μνήμα.
-Απολαμβάνω την ελεύθερη πατρίδα μου! Απάντησε περήφανα ο ήρωας.
-Μα εδώ την απολαμβάνετε καθισμένος στο δρόμο;
-Η πατρίδα μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά αλλά εγώ έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πώς περνάει ο κόσμος. αντέτεινε ο περήφανος Νικηταράς.
Είδε και απόειδε ο ξένος και γύρισε να φύγει χαιρετώντας ευγενικά. Φεύγοντας όμως, άφησε να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες ώστε να μην προσβάλει τον πάμφτωχο στρατηγό.
Ο Νικηταράς άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί το ψηλάφισε και φώναξε στο ξένο.
-Σου έπεσε το πουγκί σου. Πάρτο για να μην το βρει κανείς και το χάσεις!
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1841 ο Νικηταράς επέστρεψε στο φτωχικό του σπίτι στον Πειραιά. Ωστόσο, το δράμα του δεν είχε κορυφωθεί ακόμα.
Η επιστροφή του προκάλεσε τέτοια συναισθηματική φόρτιση στη μικρότερή του κόρη, ώστε αυτή έχασε τα λογικά της. Η νέα δυστυχία του έδωσε τη «χαριστική βολή».
Η κακή του ψυχολογική κατάσταση επιδείνωσε ακόμη περισσότερο την υγεία του. Σιγά-σιγά άρχισε να χάνει την όρασή του και λίγο πριν πεθάνει τυφλώθηκε τελείως.
Τα ξημερώματα της 25ης Σεπτεμβρίου 1849 ο «Τουρκοφάγος» απεβίωσε.
Αρχικά ετάφη δίπλα στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Ωστόσο, φαίνεται πως ο θάνατος της γυναίκας και των παιδιών του και η έλλειψη στενών συγγενών και άμεσων απογόνων στάθηκε αφορμή να μην ενδιαφερθεί κανένας και έκτοτε αγνοείται ο τάφος.
Τη στιγμή που χώρες με σαφώς μικρότερη στρατιωτική ιστορία απ’ αυτή της Ελλάδας «χτενίζουν» τα πέρατα της οικουμένης για να ανακαλύψουν οστά στρατιωτών τους, να τα επαναφέρουν στην πατρίδα και να τα ενταφιάσουν με τις πρέπουσες τιμές, η χώρα μας αγνοεί την τύχη των οστών των πολεμιστών εκείνων που χάρη στην προσωπική του θυσία της επέτρεψαν να συνεχίσει την ιστορική της πορεία.
Βασίλειος Ζιώζιας
Συνταγματάρχης ε.α.
πηγή
Σαν σήμερα την 25ην Σεπτ 1849, πριν
166χρόνια, φεύγει από την ζωή ο Ήρωας του της Ελληνικής Επαναστάσεως,
Νικηταράς ο Τουρκοφάγος, ο άνθρωπος που πολλές φορές διακρίθηκε για τον
Ηρωισμό του πολεμώντας υπέρ Πίστεως και Πατρίδος.
Παρών σε όλα σχεδόν τα πεδία των μαχών της Επανάστασης έλαβε το προσωνύμιο «Τουρκοφάγος».
Δεν δέχθηκε καμία αμοιβή για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα. Τελικά πέθανε τυφλός και πάμπτωχος
ακολουθώντας τη σκληρή μοίρα των περισσότερων αγωνιστών εκείνης της
περιόδου. Τον Δεκέμβριο του 1839 φυλακίσθηκε με την κατηγορία της
συνομωσίας κατά του θρόνου.
Οι άθλιες συνθήκες κράτησης προκάλεσαν
ανεπανόρθωτες βλάβες στην υγεία του. Η υπερβολική υγρασία στο κελί, η
απαγόρευση κάθε επικοινωνίας, οι καθημερινοί ξυλοδαρμοί από τους
δεσμοφύλακες και η πεισματώδης άρνηση του Βαυαρού γιατρού να δώσει άδεια
μεταφοράς του σε νοσοκομείο, «κατάφεραν» να τον κλονίσουν όσο καμιά
μάχη εναντίον των Τούρκων.
Η δίκη του έλαβε χώρα τον Ιούλιο του
1840. Το δικαστήριο τον αθώωσε, αλλά ο Όθωνας διέταξε τον εγκλεισμό του
στις φυλακές της Αίγινας. Τελικά έπειτα από 14 μήνες του απένειμε χάρη.
Και όμως το 1835 η ζωή του Νικηταρά
είναι κοινωνική και ενδιαφέρουσα. Εκκαλείτο σε τελετές και δεξιώσεις,
ακόμα και στα ανάκτορα και στο σπίτι του Ιωσήφ Λουδοβίκου Κόμης του
Άρμανσπεργκ (.Ο Ιωσήφ Λουδοβίκος ήταν Βαυαρός πολιτικός και πρόεδρος
του συμβουλίου της Αντιβασιλείας,
που ορίστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις
να συνοδεύσει τον μέλλοντα Βασιλέα Όθωνα στην Ελλάδα και να ασκήσει εξ ονόματός του την εξουσία μέχρι την ενηλικίωσή του).
Στη συνέχεια όμως ο Νικηταράς περιέπεσε σε δυσμένεια, επειδή υποστήριζε το αντιπολιτευόμενο Ρωσικό Κόμμα.
Το 1839 συνελήφθη με την άδικη κατηγορία
της συνομωσίας ως μέλος της «Φιλορθόδοξης Εταιρείας» που στρεφόταν
εναντίον του Όθωνα. Τον εμφάνισαν μάλιστα σαν στρατιωτικό αρχηγό της
οργάνωσης αυτής, που είχε ως στόχους την απελευθέρωση των υπόδουλων
περιοχών και την στήριξη της ορθόδοξης πίστης. Φυλακίστηκε στο Παλαμήδι,
και στη συνέχεια δικάστηκε, στις 11 Ιουλίου 1840, αλλά λόγω έλλειψης
στοιχείων αθωώθηκε.
Όμως η αθωωτική απόφαση προκάλεσε την
οργή της κυβέρνησης η οποία με την προσυπογραφή του Όθωνα τον φυλάκισε
στην Αίγινα. Από τότε άρχισε το μαρτύριό του. Κάθε μέρα οι Βαυαροί τον
έβγαζαν στο δρόμο και τον χτυπούσαν με μπαστούνια και τον περιγελούσαν
μπρος στα μάτια των Ελλήνων που έρχονταν να δουν τον ήρωά τους.
Ανάμεσα στους θεατές ήταν και η δεύτερη
κόρη του η οποία δεν άντεξε να βλέπει τον πατέρα της σε αυτή την
κατάσταση και τρελάθηκε, ενώ αυτός αρρώστησε με ζάχαρο το οποίο του
κατέστρεψε τα μάτια.
Λόγω των ταλαιπωριών και φυλακίσεων η υγεία του είχε κλονισθεί σοβαρά. Σε μια δίκη του είχε προσαχθεί καθιστός από αδυναμία.
Περήφανος ως το τέλος
Η φτώχεια του σχεδόν τυφλού πλέον
στρατηγού ήταν τόση, ώστε δεν είχε χρήματα ούτε για να αγοράσει ψωμί για
την άρρωστη γυναίκα του- εκείνος μπορούσε να αντέξει την πείνα
περισσότερο.
Το χειρότερο ήταν πως τον είχαν
ξεχάσει όλοι. Ακόμα κι στρατηγός Μακρυγιάννης που πριν τον είχε
βοηθήσει. Η περιπέτεια του ήρωα έφθασε στα αυτιά πρέσβη Μεγάλης Δύναμης,
ο οποίος ενημέρωσε σχετικά την κυβέρνησή του, για τον ήρωα που έγινε
ζητιάνος στα προαύλια των εκκλησιών, με έγκριση του κράτους, που του
επέτρεπε να ζητιανεύει μια φορά την εβδομάδα, κάθε Παρασκευή κοντά στην
εκκλησιά της Ευαγγελίστριας του Πειραιά,(καθόσον ήταν πολλοί οι
ζητιάνοι).
Έτσι κάποια στιγμή απεσταλμένος της
πρεσβείας βρέθηκε στη θέση που ζητιάνευε ο στρατηγός. Μόλις ο Νικηταράς
τον αντιλήφθηκε ποιος ήταν, μάζεψε αμέσως το απλωμένο του χέρι!
-Τι κάνετε στρατηγέ μου; Ρώτησε ο απεσταλμένος.-Απολαμβάνω την ελεύθερη πατρίδα μου! Απάντησε περήφανα ο ήρωας.
-Μα εδώ την απολαμβάνετε καθισμένος στο δρόμο;
-Η πατρίδα μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά αλλά εγώ έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πώς περνάει ο κόσμος. αντέτεινε ο περήφανος Νικηταράς.
Είδε και απόειδε ο ξένος και γύρισε να φύγει χαιρετώντας ευγενικά. Φεύγοντας όμως, άφησε να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες ώστε να μην προσβάλει τον πάμφτωχο στρατηγό.
Ο Νικηταράς άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί το ψηλάφισε και φώναξε στο ξένο.
-Σου έπεσε το πουγκί σου. Πάρτο για να μην το βρει κανείς και το χάσεις!
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1841 ο Νικηταράς επέστρεψε στο φτωχικό του σπίτι στον Πειραιά. Ωστόσο, το δράμα του δεν είχε κορυφωθεί ακόμα.
Η επιστροφή του προκάλεσε τέτοια συναισθηματική φόρτιση στη μικρότερή του κόρη, ώστε αυτή έχασε τα λογικά της. Η νέα δυστυχία του έδωσε τη «χαριστική βολή».
Η κακή του ψυχολογική κατάσταση επιδείνωσε ακόμη περισσότερο την υγεία του. Σιγά-σιγά άρχισε να χάνει την όρασή του και λίγο πριν πεθάνει τυφλώθηκε τελείως.
Τα ξημερώματα της 25ης Σεπτεμβρίου 1849 ο «Τουρκοφάγος» απεβίωσε.
Αρχικά ετάφη δίπλα στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Ωστόσο, φαίνεται πως ο θάνατος της γυναίκας και των παιδιών του και η έλλειψη στενών συγγενών και άμεσων απογόνων στάθηκε αφορμή να μην ενδιαφερθεί κανένας και έκτοτε αγνοείται ο τάφος.
Τη στιγμή που χώρες με σαφώς μικρότερη στρατιωτική ιστορία απ’ αυτή της Ελλάδας «χτενίζουν» τα πέρατα της οικουμένης για να ανακαλύψουν οστά στρατιωτών τους, να τα επαναφέρουν στην πατρίδα και να τα ενταφιάσουν με τις πρέπουσες τιμές, η χώρα μας αγνοεί την τύχη των οστών των πολεμιστών εκείνων που χάρη στην προσωπική του θυσία της επέτρεψαν να συνεχίσει την ιστορική της πορεία.
Βασίλειος Ζιώζιας
Συνταγματάρχης ε.α.
πηγή