Δε χρειάζεται ενδεχομένως να παρακολουθεί κανείς τα ΜΜΕ για να σχηματίσει δική του άποψη σχετικά με τα όσα διαδραματίζονται στην πατρίδα μας και την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει.
του Στρατή Μαζίδη
Μια βόλτα είναι αρκετή για να δεις ανθρώπους με τρύπια παπούτσια και φθαρμένα παντελόνια που όμως προσποιούνται ότι δεν το έχουν αντιληφθεί.
Για να δεις πρόσωπα κομμένα από τα βάσανα και την έλλειψη ελπίδας. Άλλωστε εμπόδια πάντα έφερνε η ζωή, υπήρχε όμως η προσμονή της επόμενης ημέρας. Για να παρατηρήσεις ανθρώπους που χθες είχαν δουλειά και σήμερα κοιμούνται στους δρόμους. Για να προβληματιστείς με τα καταστήματα και τις οικογενειακές επιχειρήσεις δεκαετιών που κλείνουν αφήνοντας κόσμο στο δρόμο. Για να περάσεις μέσα από το κέντρο της Αθήνας και να δεις τα νέα παιδιά να ψάχνουν παρηγοριά σε ψεύτικες ουσίες ως συνέπεια των ψεύτικων ελπίδων που κάποτε δόθηκαν στους γονείς τους.
Ο λαός φέρει δυστυχώς ακέραια την ευθύνη για το κατάντημά του και τη διαιώνιση της χούντας. Ποιος πιστεύει ότι το 1974 έπεσε η χούντα; Πλέον κανείς. Τα πρόσωπα μόνο άλλαξαν. Τα δε τανκς τα διαδέχθηκαν 5000αρα δεξιά κι αριστερά. Και τώρα η χούντα που ανέλαβε μετά το 1974 αποκαλύπτει το πραγματικό της πρόσωπο. Δημεύει περιουσίες, αρπάζει καταθέσεις, πετάει στο δρόμο, διαλύει την παιδεία, καταργεί την υγεία, οδηγεί σε αυτοκτονίες και μαζική μετανάστευση. Ο λαός ταΐστηκε, παραμυθιάστηκε και απόκαμε στον ύπνο ώστε ενώ μεσολάβησαν από το 1977 ως σήμερα 14 (!) εκλογικές αναμετρήσεις, συντηρούσε όλο αυτό το μόρφωμα που απλά άλλαζε χρώμα κατα καιρούς.
Πάρα ταύτα δεν του άξιζε αυτή η κατάληξη. Αυτή η κατάντια. Γιατί είναι κατάντια όταν δεν ανάβεις τη λάμπα και αρκείσαι στο φως της τηλεόρασης ή να μαζεύεις τα πατημένα πορτοκάλια της λαϊκής όταν έχουν φύγει όλοι.
Δεν του άξιζε να βρεθεί στο δρόμο. Να του κόβουν το ρεύμα. Να ζητά εργασία και να σωριάζεται από την ασιτία ή να ειδοποιείται πως το παιδί του έχασε τις αισθήσεις του γιατί δύο ημέρες τώρα έχει βάλει στο στόμα του μονάχα λίγο γάλα.
Δεν του άξιζε να χάσει τα παιδιά του που φεύγουν έξω ρίχνοντας μαύρη πέτρα.
Δεν του άξιζε να εξευτελίζεται διεθνώς.
Του άξιζε φυσικά να βάλει μυαλό.
Έχει μια ιστορία να πάρει η ευχή που χάνεται στα βάθη των αιώνων. Αρχαίοι φιλόσοφοι, κορυφαίοι στρατηλάτες, ένδοξοι αυτοκράτορες, άνθρωποι του πνεύματος ξεπήδησαν μέσα από αυτό το έθνος. Πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσει ο κατήφορος. Πρέπει κάποια στιγμή έστω και αργά να ανέβουμε προς τα πάνω. Για αυτό λοιπόν:
Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ και μυρσίνη εσύ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου
μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου