Το κείμενο που ακολουθεί μνημονεύει μια από τις διάφορες παραδόσεις αναφορικά με τις τύχες του Πιλάτου και των Αρχιερέων Άννα και Καϊάφα, μετά την άδικη θανάτωση του Χριστού. Προέρχεται από χειρόγραφο της Ιεράς Μονής Ιβήρων, αντίγραφο του οποίου απόκειται στο Κελλί του Αγίου Γοβδελά του Πέρσου της αυτής Μονής, το οποίο αντέγραψε και εξέδωσε δίς ο Αγιορείτης (+) Ιερομόναχος Αβέρκιος το 1895 και 1896 στην Βάρνα.
Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, ο ηγεμών της Ιουδαίας Πόντιος Πιλάτος, έγραψε αναφορά κατά καθήκον στον Αυτοκράτορα της Ρώμης Τιβέριο, αναφορικά με τα γεγονότα που συνέβησαν με τον Κύριό μας Ιησού Χριστό.
Ο Τιβέριος, που είχε πληροφορηθεί τα πάμπολλα θαύματα του Κυρίου, την εκ νεκρών Ανάστασή του, και ότι πολλοί πίστευαν ότι είναι ο Θεός, ανέφερε τα σχετικά στην Ρωμαϊκή Σύγκλητο, και φοβέρισε με θάνατο τους κατηγόρους των χριστιανών.
Η απάντηση του Τιβέριου στον Πιλάτο, ήλθε με επιστολή επικριτική για την άδικη απόφασή του να καταδικάσει τον Χριστό, αλλά και την αποστολή του Επιτρόπου του Ραχαάβ μαζί με 2000 άνδρες, προκειμένου να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν στη Ρώμη, ομού μετά των Αρχιερέων Καϊάφα και Άννα.
Η αποστολή εκ της Ρώμης συνέλαβε τον Πιλάτο και τους Αρχιερείς, τους οποίους έδεσε με αλυσίδες. Σιδηροδέσμιοι απέπλευσαν για την Ρώμη.
Στην Κρήτη απέθανε ο Καϊάφας. Σταμάτησε το πλοίο και έθαψαν το παμμίαρο σώμα του Αρχιερέα, το οποίο εκβράστηκε εκ του τάφου, αφού δεν τον δέχονταν ούτε η γη. Επτά φορές τον έθαψαν, αλλά «η γης τον ανεξέρνα (απέβαλε) άλυωστο και μαύρο σαν τον Κάη, για το μεγάλο κακό πώκαμε, που καταδίκασε το Χριστό». Μαζεύτηκε τότε μέγα πλήθος και με κατάρες τον έθαψε κάτω από ένα τεράστιο σωρό πέτρες.
Αυτό ήταν το τέλος του Καϊάφα. Το μνήμα του σε ένα χωριό κοντά στο Ηράκλειο, σωζόταν μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα.
Η παράδοση αυτή είναι πολύ παλιά και την αναφέρουν αρκετοί περιηγητές (δεν επιβεβαιώνετε όμως ιστορικά).
Το πλοίο συνέχισε τη πορεία του και έφθασε στην Ρώμη. Ο Τιβέριος δεν θέλησε να τους εξετάσει. Έδωσε προσταγή και ο μεν Αρχιερέας Άννας τυλίχτηκε γυμνός με δέρμα βοδιού και αφέθηκε στον ήλιο μέσα στο καλοκαίρι. Από τη ζέστη, ξηράθηκε και έσφιξε το δέρμα το σώμα του με αποτέλεσμα να σκάσει και να εξέλθουν τα ενδότερα της κοιλίας του έξω και ούτως να γνωρίσει οικτρό θάνατο.
Για τον Πιλάτο διέταξε και τον έκλεισαν σε έναν πύργο αλυσοδεμένο, με σκοπό να τον φονεύσει ο ίδιος. Κάποια ημέρα είχε βγει για κυνήγι ο Τιβέριος, κοντά στον πύργο που κρατούνταν αιχμάλωτος ο Πιλάτος.
Ο τελευταίος το πληροφορήθηκε από τη φρουρά και έσπευσε σε μια οπή του τοίχου για να δει τον Καίσαρα. Τότε ένα ζαρκάδι πλησίασε το τοίχος του πύργου, περίπου στο ύψος της οπής από όπου παρακολουθούσε ο Πιλάτος.
Ο Καίσαρας Τιβέριος φοβούμενος ότι θα χάσει το θήραμα σημάδεψε ταχέως με το τόξο του και το βέλος εισήλθε δια της οπής του τοίχους του πύργου, και διαπέρασε τα μάτια του Πιλάτου, αφήνοντάς τον νεκρό.
Σύμφωνα με τον Ευσέβιο Καισαρείας (Εκκλησιαστική Ιστορία, τομ. Β΄, VII), o Πιλάτος εξορίστηκε στη Βιέννη της Γαλλίας, όπου και αυτοκτόνησε. Κατ΄ άλλη παράδοση ρίφθηκε στον Τίβερη ποταμό, το δε πτώμα του προκάλεσε πλημμύρες και καταστροφές.
Μια ακόμη δέχεται ότι γκρεμίστηκε από όρος που φέρει και σήμερα το όνομά του στην λίμνη Λουκέρνη της Ελβετίας. Ενώ άλλη ότι αποκεφαλίστηκε στα χρόνια του Τιβέριου.
Ο Μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος, στην Εκκλησιαστική του Ιστορία αναφέρει τα εξής : Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, ο ηγεμών της Ιουδαίας Πόντιος Πιλάτος, έγραψε αναφορά κατά καθήκον στον Αυτοκράτορα της Ρώμης Τιβέριο, αναφορικά με τα γεγονότα που συνέβησαν με τον Κύριό μας Ιησού Χριστό.
Ο Τιβέριος, που είχε πληροφορηθεί τα πάμπολλα θαύματα του Κυρίου, την εκ νεκρών Ανάστασή του, και ότι πολλοί πίστευαν ότι είναι Θεός, ανέφερε τα σχετικά στην Ρωμαϊκή Σύγκλητο, και φοβέρισε με θάνατο τους κατηγόρους των χριστιανών. Μετά την εκλογή των επτά διακόνων, επισυνέβη διωγμός στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων. Τότε, η Μαρία η Μαγδαληνή, μαζί με τη Μάρθα, τον Λάζαρο και τον Ιωσήφ από Αριμαθαίας, επισκέφθηκαν τον Τιβέριο στη Ρώμη (κατά τον Βαρώνιο στη Μασσαλία της Γαλλίας), στον οποίον διηγήθηκε τα συμβάντα με τις παρανομίες που διέπραξαν οι Εβραίοι στον Χριστό και διαμαρτυρήθηκε για την άδικη θανάτωσή του. Ο Τιβέριος εξοργίστηκε και διέταξε να φονευθούν οι Αρχιερείς (Καϊάφας –Άννας) και ο Πιλάτος.
Μόλις δε ανέλαβε ο Βιτέλλιος την ηγεμονία της περιοχής της Συρίας, αντικατέστησε τον Πιλάτο με τον Μάρκελλο, και τον έστειλε στη Ρώμη, προκειμένου να απολογηθεί στον Τιβέριο. Έκαμε δύο έτη να φτάσει στη Ρώμη, και εν τω μεταξύ είχε αποθάνει ο Τιβέριος, ο δε νέος βασιλεύς Γάϊος Καλιγούλας, τον εξόρισε στην Βιέννη, όπου υπέστη μεγάλες συμφορές και απελπισμένος, αυτοκτόνησε.
Ο Βιτέλλιος υποστηρίζει ότι την ίδια τύχη είχε και ο Καϊάφας, ο οποίος αυτοκτόνησε. Το ίδιο δέχεται και ο Κλήμης Ρώμης. Ο δε πεθερός του Καϊάφα, Άννας, είχε κι αυτός– Θεία δίκη – κακό θάνατο. (σσ. ΜΕΛΕΤΙΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΑΘΗΝΩΝ,ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΟΜΟΣ 1, εν Βιέννη της Αούστριας 1794, σσ. 119-126). Αξίζει να αναφέρουμε κλείνοντας το σημείωμα, ότι η σύζυγος του Πιλάτου, Πρόκλα, μετά τον φοβερό του θάνατο, μετανόησε, βαπτίστηκε χριστιανή, έζησε με πίστη και ευσέβεια και τελειώθηκε ειρηνικά. Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη της στις 27 του Οκτωβρίου.
Πηγή: Αβερκίου Ιερομονάχου Αγιορείτου, Ιστορία ακριβής περί των κατά την Σταύρωσιν και Ανάστασιν του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού τελεσθέντων, Συγγραφείσα το πρώτον υπό Ιουδαίου τινός Αινέα, συγχρόνου του Σωτήρος Μεταφρασθείσα δε εις την Λατινίδα γλώσσαν υπό Νικοδήμου τοπάρχου του εκ Ρώμης, Σώζεται εν τινι χειρογράφω εν τω Αγίω Όρει, Εν Βάρνη 1896, σσ. 60-63.