ΓΕΡΩΝ ΕΦΡΑΙΜ ΣΚΗΤΗ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ
Αμετανοησία ἀκόμη καὶ εἰς τὸν ῞Αδη.
Ἦτο κάποιος ὑποτακτικός, ὁ ὁποῖος ἐκολάσθη διὰ μεγάλες παρακοὲς καὶ ἦρθε ὁ γέροντάς του σὲ κατάστασιν ἐκστάσεως καὶ ἁρπαγῆς τοῦ νοὸς καὶ περιοδεύσας εἰς τὸν οὐρανόν, δὲν εὑρῆκε τὸν μαθητήν του.
Ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ πάῃ καὶ εἰς τὸν ῞Αδη. Καὶ
ἐπῆγε καὶ τὸν βλέπει εἰς μίαν κόλασιν. Ἦτο μέχρι τὸν
λαιμὸ βουτηγμένος εἰς πῦρ καὶ θεῖον, νοητὸν βεβαίως,
συμβολικόν.
Καὶ λέγει:
- Τέκνον, ἐδῶ σὲ ἔφερεν ἡ παρακοή σου;
. Ναί, ρέ, ἀπαντᾶ ἐκεῖνος, καὶ τί σημασία ἔχει αὐτό;
Στο κάτω κάτω, πατάω πάνω σὲ ἐπίσκοπο ...
Δηλαδή, ἐνῷ ὁ ἐπίσκοπος ἦτο βυθισμένος πολὺ πιὸ
κάτω, αὐτὸς ἦτο δυθισμένος εἰς τὸ πῦρ, ἀλλὰ πατοῦσε
ἐπί ὤμων ἐπισκόπου.
-Ω, τέκνον, τέκνον, λέγει ὁ γέροντας, ὁ ψυχοπατέρας, καὶ εἰς τὸν ῾Αδη δὲν μετενόησες; Οὔτε ἐδῶ ἐταπεινώθης; Καὶ τώρα ποὺ εὑρίσκεσαι ἐδῶ, δὲν ἐταπεινώθης;
Τί σημασία ἔχει ἐάν πατᾷς σὲ ὤμους ἐπισκόπου;
Σὰν νὰ λέμε καὶ τί ἔκαμε ὁ ἐπίσκοπος; Δι᾽ ὅ,τι ἔκαμε
μήπως δὲν ἐπληρώθηκε; Μήπως ἀδικήθηκε ὁ ἐπίσκοπος; Μήπως ἀδίκησε ὁ Χριστὸς κανέναν;
Ὅπως βλέπομε, ὅλοι παίρνουν τὸν μισθόν των, ἂς λέγουν οἱ ἄλλοι. Ἐκεῖνοι οὔτε θὰ μᾶς σώσουν, οὔτε θὰ μᾶς
κολάσουν. Ὁ Χριστὸς θὰ μᾶς σώσῃ καὶ ἐὰν δὲν προσέξωμε, θὰ κολασθῶμε. Δὲν κολάζει ὁ Χριστός. Μόνο σώζει.
Ἀλλά, ἐὰν δὲν προσέξωμε, ἐπειδὴ ὁ Κριτὴς δὲν χαρίζει
κάστανα, θὰ λάβωμε τὴν θέσιν μας. Ξεκαθαρισμένα τὰ
πράγματα. Καὶ οὕτως, λοιπόν, εἴμεθα ὅλοι ἀναπαυμένοι
ὅτι δὲν ἀδικεῖται κανείς. Ὁ Χριστὸς ψάχνει εὐκαιρία
ἀπὸ κάπου νὰ γαντζωθῇ, διὰ νὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπο.