Ούτοι οι Άγιοι εμαρτύρησαν κατά τους χρόνους Ιουλιανού του παραβάτου εν έτει τξα’ [361], εις την πόλιν Άγκυραν. Ήτον δε Χριστιανοί από τους προγόνους των. Και ο μεν Αντώνιος εβάλθη εις την φυλακήν, ο δε Μελάσιππος και η Κασίνα, κρεμασθέντες, κατεξεσχίσθησαν και με το πυρ κατεφλέχθησαν. Έπειτα του μεν Αγίου Μελασίππου, έκοψαν τους πόδας από τα γόνατα, της δε Αγίας Κασίνης, έκοψαν τα βυζία. Τον δε Αντώνιον κρεμάσαντες, κατεξέσχισαν, επειδή αυτός έπτυσε μεν εις το πρόσωπον του Ιουλιανού, εμακάρισε δε τους εδικούς του γονείς, τον Άγιον λέγω Μελάσιππον, και την Αγίαν Κασίναν, οίτινες κρεμάμενοι επάνω εις το βασανιστήριον ξύλον, παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού.
Έπειτα ετρύπησαν με περόνην τους αστραγάλους του αυτού Αντωνίου, και εκρέμασαν από τους πόδας του πέτρας βαρείας. Ύστερον καθίζουσιν αυτόν επάνω εις θρόνον σιδηρούν και πεπυρωμένον. Ξυρίζουσι την κεφαλήν του και κρεμώσιν από τον λαιμόν του μίαν πέτραν και έτζι περιτριγυρίζουσιν αυτόν εις την πόλιν δια όνειδος και εντροπήν. Είτα πάλιν κρεμώσιν αυτόν και καταξεσχίζουσι. Μετά ταύτα στέλλουσι τον Άγιον εις τον δούκα Αγριππίνον, ο οποίος έβαλεν αυτόν μέσα εις φούρνον αναμμένον και ύστερα τον έρριψεν εις τα θηρία δια να τον φάγουν.
Επειδή δε από όλα αυτά εφυλάχθη ο Άγιος αβλαβής δια της θείας χάριτος, δια τούτο ετράβιξεν εις την πίστιν του Χριστού τεσσαράκοντα παιδία, τα οποία ευθύς απεκεφάλισαν οι υπηρέται του βασιλέως. Μετά ταύτα άπλωσαν τον Άγιον επάνω εις κρεββάτι πυρωμένον και τον έδειραν με ραβδία. Είτα κόψαντες τας χείρας του, τον έβαλον εις την κάμινον. Αβλαβής δε φυλαχθείς, εκ του θαύματος τούτου πολλούς ετράβιξεν εις την πίστιν του Χριστού. Και τελευταίον απετμήθη την κεφαλήν, και έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον.