Η ιδέα του Ντόναλντ Τραμπ να ασκήσει την "μέγιστη πίεση" στο Ιράν, προκειμένου να το σύρει σε μία διαπραγμάτευση επί των ζητημάτων που δεν κάλυπτε η διεθνής συμφωνία του 2015 για πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, ήτοι τους βαλλιστικούς πυραύλους και την "περιφερειακή συμπεριφορά" της Ισλαμικής Δημοκρατίας (στήριξη στον Άσαντ, τη Χεζμπολλάχ, τους Χούθι της Υεμένης κτλ.) είχε ένα μειονέκτημα που φαίνεται πως ουδείς στη Ουάσιγκτον είχε εντοπίσει: ότι δηλαδή οι Ιρανοί ιθύνοντες θα μπορούσαν να απαντήσουν με το ίδιο ακριβώς νόμισμα.
Του Κώστα Ράπτη
Φαντάζει παράδοξο που μια μικρότερη και εν πολλοίς περικυκλωμένη χώρα υιοθετεί την τακτική της "μέγιστης πίεσης" απέναντι στην υπερδύναμη και τους περιφερειακούς της συμμάχους, όμως δεν πρόκειται παρά για λογική αντίδραση μπροστά στην εναλλακτική του αργού οικονομικού στραγγαλισμού.
Η απόφαση των ΗΠΑ να καταργήσουν τις εξαιρέσεις στις κυρώσεις έναντι όσων εισάγουν ιρανικό πετρέλαιο και η διεύρυνση των κυρώσεων με τη συμπερίληψη και των πετρελαιοειδών τερματίζει και για το Ιράν την περίοδο της "υπομονής”. Παράλληλα, η απαγόρευση της εξαγωγής των προϊόντων εμπλουτισμού ουρανίου καθιστά, υπό τύπον αυτοεκπληρούμενη προφητείας, την Τεχεράνη παραβάτη της διεθνούς συμφωνίας του 2015 για το πυρηνικό της πρόγραμμα.
Ήδη, σύμφωνα με τις πληροφορίες του έμπειρου δημοσιογράφου Elijah Magnier, ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν, αγιατολλάχ Αλί Χαμενεϊ έχει δώσει σε συσκέψεις με την πολιτική ηγεσία της χώρας το περίγραμμα μιας αντεπίθεσης με τέσσερα σκέλη.
Το πρώτο αφορά την απεξάρτηση μέσα στα επόμενα χρόνια της ιρανικής οικονομίας από τις εισαγωγές (οι οποίες ανέρχονταν σε 65,4 δισ. δολάρια το 2010 και σε 51,6 δισ. δολάρια το 2017), με την επιδίωξη σχετικής αυτάρκειας.
Το δεύτερο βήμα αφορά την συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η Ισλαμική Δημοκρατία δεν διαθέτει σταθερούς συμμάχους και οι οποίες συνεργασίες της είναι ad hoc, δίχως στρατηγικό βάθος.
Το τρίτο αναφέρεται στην ενίσχυση της εσωτερικής πολιτικής συνοχής, με την ενσωμάτωση όλων των πολιτικών παρατάξεων, συμπεριλαμβανομένων των Ιρανών μεταρρυθμιστών, οι οποίοι είδαν τον Τραμπ να διαψεύδει τις προσδοκίες τους για εξομάλυνση των σχέσεων Ιράν-Δύσης και τώρα υιοθετούν και οι ίδιοι την ρητορική των σκληροπυρηνικών.
Η τέταρτη σύσταση του αγιατολλάχ Χαμενεΐ έχει να κάνει με την διαφοροποίηση των ιρανικών εξαγωγών, ώστε να αναπτυχθούν οι σχέσεις, κυρίως με γειτονικά κράτη, και σε τομείς πέραν του πετρελαϊκού, ώστε να απαλυνθούν οι επιπτώσεις των αμερικανικών κυρώσεων.
Πρόκειται για μία γραμμή "συσπείρωσης” και "αντίστασης”, η οποία προϋποθέτει την εκτίμηση ότι οι ΗΠΑ δεν επιδιώκουν πραγματικά την πολεμική αναμέτρηση με το Ιράν ή την "αλλαγή καθεστώτος” στην Τεχεράνη, παρά επενδύουν στην ένταση κυρίως για να ενισχύσουν τους δεσμούς τους με τους περιφερειακούς τους συμμάχους – και βέβαια τις αμερικανικές εξαγωγές οπλισμού προς αυτούς.
Η ιδιόμορφη αυτή αυτοπεποίθηση προφανώς στηρίζεται σε τέσσερα δεδομένα: στο ότι ο οικονομικός πόλεμος των ΗΠΑ έναντι της Ισλαμικής Δημοκρατίας συρρικνώνει τα ιρανικά μεσοστρώματα που θα μπορούσαν ακριβώς να αποτελέσουν τον φορέα μίας πολιτικής ανατροπής, στο ότι η Ουάσιγκτον δεν μπορεί επί μακρόν να αντέξει την αντίφαση να εξωθεί το Ιράν στις αγκάλες ανταγωνιστών της όπως η Ρωσία και η Κίνα, στο ότι η όποια ανάφλεξη δεν μπορεί να μείνει περιορισμένη, παρά θα λάβει περιφερειακά χαρακτηριστικά, αλλά και στο ότι ήδη από το 2002 το Πεντάγωνο έχει καταλήξει στο συμπέρασμα, μέσω ασκήσεων επί χάρτου, ότι οποιαδήποτε πολεμική περιπέτεια με την Τεχεράνη έχει απαγορευτικό κόστος, λόγω των "ασύμμετρων τακτικών' στις οποίες δύνανται να καταφύγουν οι Φρουροί της Επανάστασης (λ.χ. επιθέσεις με φουσκωτά εναντίον πολεμικών σκαφών).
Είναι ένα ανοικτό ερώτημα αν τέτοιου είδους "ασύμμετρες τακτικές” έχουν ήδη αρχίσει να εφαρμόζονται με τις επιθέσεις εναντίον δεξαμενόπλοιων στον Κόλπο του Ομάν και με την κλιμάκωση των πληγμάτων των σιιτών ανταρτών Χούθι της Υεμένης εναντίον της Σαουδικής Αραβίας.
Ωστόσο, η σπουδή με την οποία η αμερικανική πλευρά κατηγορεί το Ιράν για αυτές τις ενέργειες διακρίνεται από μία προβλεψιμότητα που μειώνει την αξιοπιστία της. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Ευρωπαίοι (πλην Βρετανών) δηλώνουν απρόθυμοι να οδηγηθούν σε βιαστικά συμπεράσματα – άλλωστε αποτελούν ακριβώς αυτοί τον κύριο αποδέκτη των ιρανικών πιέσεων στην παρούσα φάση, προκειμένου να ενεργοποιήσουν το ειδικό όχημα πληρωμών INSTEX που θα τους επιτρέψει να τιμήσουν την υπογραφή τους στην διεθνή συμφωνία του 2015, διατηρώντας, παρά τις αμερικανικές κυρώσεις, τις συναλλαγές τους με την Ισλαμική Δημοκρατία.
Μολονότι τα γεγονότα στην περιοχή έχουν επιπτώσεις απολύτως πραγματικές (κινδυνεύοντας να καταστήσουν δυσθεώρητα τα ασφάλιστρα των δεξαμενόπλοιων στον Περσικό Κόλπο) οι σχετικές αμερικανικές κινήσεις είναι πρωτίστως επικοινωνιακές (δημοσιοποίηση βίντεο και φωτογραφιών κτλ.). Την ίδια ώρα, οι εναγκαλισμοί του Ιρανού προέδρου Ροχανί με τους Βλαντίμιρ Πούτιν και Σι Τζινπινγκ κατά την Σύνοδο Κορυφής του Οργανισμού της Σαγκάης αναιρούν την εικόνα του Ιράν ως "παρία” της διεθνούς σκηνής.
ΠΗΓΗ: capital.gr
Του Κώστα Ράπτη
Φαντάζει παράδοξο που μια μικρότερη και εν πολλοίς περικυκλωμένη χώρα υιοθετεί την τακτική της "μέγιστης πίεσης" απέναντι στην υπερδύναμη και τους περιφερειακούς της συμμάχους, όμως δεν πρόκειται παρά για λογική αντίδραση μπροστά στην εναλλακτική του αργού οικονομικού στραγγαλισμού.
Η απόφαση των ΗΠΑ να καταργήσουν τις εξαιρέσεις στις κυρώσεις έναντι όσων εισάγουν ιρανικό πετρέλαιο και η διεύρυνση των κυρώσεων με τη συμπερίληψη και των πετρελαιοειδών τερματίζει και για το Ιράν την περίοδο της "υπομονής”. Παράλληλα, η απαγόρευση της εξαγωγής των προϊόντων εμπλουτισμού ουρανίου καθιστά, υπό τύπον αυτοεκπληρούμενη προφητείας, την Τεχεράνη παραβάτη της διεθνούς συμφωνίας του 2015 για το πυρηνικό της πρόγραμμα.
Ήδη, σύμφωνα με τις πληροφορίες του έμπειρου δημοσιογράφου Elijah Magnier, ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν, αγιατολλάχ Αλί Χαμενεϊ έχει δώσει σε συσκέψεις με την πολιτική ηγεσία της χώρας το περίγραμμα μιας αντεπίθεσης με τέσσερα σκέλη.
Το πρώτο αφορά την απεξάρτηση μέσα στα επόμενα χρόνια της ιρανικής οικονομίας από τις εισαγωγές (οι οποίες ανέρχονταν σε 65,4 δισ. δολάρια το 2010 και σε 51,6 δισ. δολάρια το 2017), με την επιδίωξη σχετικής αυτάρκειας.
Το δεύτερο βήμα αφορά την συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η Ισλαμική Δημοκρατία δεν διαθέτει σταθερούς συμμάχους και οι οποίες συνεργασίες της είναι ad hoc, δίχως στρατηγικό βάθος.
Το τρίτο αναφέρεται στην ενίσχυση της εσωτερικής πολιτικής συνοχής, με την ενσωμάτωση όλων των πολιτικών παρατάξεων, συμπεριλαμβανομένων των Ιρανών μεταρρυθμιστών, οι οποίοι είδαν τον Τραμπ να διαψεύδει τις προσδοκίες τους για εξομάλυνση των σχέσεων Ιράν-Δύσης και τώρα υιοθετούν και οι ίδιοι την ρητορική των σκληροπυρηνικών.
Η τέταρτη σύσταση του αγιατολλάχ Χαμενεΐ έχει να κάνει με την διαφοροποίηση των ιρανικών εξαγωγών, ώστε να αναπτυχθούν οι σχέσεις, κυρίως με γειτονικά κράτη, και σε τομείς πέραν του πετρελαϊκού, ώστε να απαλυνθούν οι επιπτώσεις των αμερικανικών κυρώσεων.
Πρόκειται για μία γραμμή "συσπείρωσης” και "αντίστασης”, η οποία προϋποθέτει την εκτίμηση ότι οι ΗΠΑ δεν επιδιώκουν πραγματικά την πολεμική αναμέτρηση με το Ιράν ή την "αλλαγή καθεστώτος” στην Τεχεράνη, παρά επενδύουν στην ένταση κυρίως για να ενισχύσουν τους δεσμούς τους με τους περιφερειακούς τους συμμάχους – και βέβαια τις αμερικανικές εξαγωγές οπλισμού προς αυτούς.
Η ιδιόμορφη αυτή αυτοπεποίθηση προφανώς στηρίζεται σε τέσσερα δεδομένα: στο ότι ο οικονομικός πόλεμος των ΗΠΑ έναντι της Ισλαμικής Δημοκρατίας συρρικνώνει τα ιρανικά μεσοστρώματα που θα μπορούσαν ακριβώς να αποτελέσουν τον φορέα μίας πολιτικής ανατροπής, στο ότι η Ουάσιγκτον δεν μπορεί επί μακρόν να αντέξει την αντίφαση να εξωθεί το Ιράν στις αγκάλες ανταγωνιστών της όπως η Ρωσία και η Κίνα, στο ότι η όποια ανάφλεξη δεν μπορεί να μείνει περιορισμένη, παρά θα λάβει περιφερειακά χαρακτηριστικά, αλλά και στο ότι ήδη από το 2002 το Πεντάγωνο έχει καταλήξει στο συμπέρασμα, μέσω ασκήσεων επί χάρτου, ότι οποιαδήποτε πολεμική περιπέτεια με την Τεχεράνη έχει απαγορευτικό κόστος, λόγω των "ασύμμετρων τακτικών' στις οποίες δύνανται να καταφύγουν οι Φρουροί της Επανάστασης (λ.χ. επιθέσεις με φουσκωτά εναντίον πολεμικών σκαφών).
Είναι ένα ανοικτό ερώτημα αν τέτοιου είδους "ασύμμετρες τακτικές” έχουν ήδη αρχίσει να εφαρμόζονται με τις επιθέσεις εναντίον δεξαμενόπλοιων στον Κόλπο του Ομάν και με την κλιμάκωση των πληγμάτων των σιιτών ανταρτών Χούθι της Υεμένης εναντίον της Σαουδικής Αραβίας.
Ωστόσο, η σπουδή με την οποία η αμερικανική πλευρά κατηγορεί το Ιράν για αυτές τις ενέργειες διακρίνεται από μία προβλεψιμότητα που μειώνει την αξιοπιστία της. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Ευρωπαίοι (πλην Βρετανών) δηλώνουν απρόθυμοι να οδηγηθούν σε βιαστικά συμπεράσματα – άλλωστε αποτελούν ακριβώς αυτοί τον κύριο αποδέκτη των ιρανικών πιέσεων στην παρούσα φάση, προκειμένου να ενεργοποιήσουν το ειδικό όχημα πληρωμών INSTEX που θα τους επιτρέψει να τιμήσουν την υπογραφή τους στην διεθνή συμφωνία του 2015, διατηρώντας, παρά τις αμερικανικές κυρώσεις, τις συναλλαγές τους με την Ισλαμική Δημοκρατία.
Μολονότι τα γεγονότα στην περιοχή έχουν επιπτώσεις απολύτως πραγματικές (κινδυνεύοντας να καταστήσουν δυσθεώρητα τα ασφάλιστρα των δεξαμενόπλοιων στον Περσικό Κόλπο) οι σχετικές αμερικανικές κινήσεις είναι πρωτίστως επικοινωνιακές (δημοσιοποίηση βίντεο και φωτογραφιών κτλ.). Την ίδια ώρα, οι εναγκαλισμοί του Ιρανού προέδρου Ροχανί με τους Βλαντίμιρ Πούτιν και Σι Τζινπινγκ κατά την Σύνοδο Κορυφής του Οργανισμού της Σαγκάης αναιρούν την εικόνα του Ιράν ως "παρία” της διεθνούς σκηνής.
ΠΗΓΗ: capital.gr