Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*
Όταν ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός ανέτρεψε το Νικηφόρο Γ’ Βοτανειάτη το 1081 και στέφθηκε αυτοκράτορας, ξεκίνησε ένα γρήγορο πρόγραμμα αναδιοργάνωσης του στρατού. Η κάποτε ακαταμάχητη βυζαντινή πολεμική μηχανή βρισκόταν εν πληρει αποσυνθέσει και το σύστημα των θεματικών στρατιών, που τις στελέχωναν αγρότες-οπλίτες, είχε καταρρεύσει εξ αιτίας των αδηφάγων μεγαλοκτημόνων. Οι συνεχείς ήττες και οι εμφύλιοι πόλεμοι είχαν αποδεκατίσει τόσο τα επαρχιακά στρατεύματα, όσο και τα αυτοκρατορικά τάγματα. Προσλαμβάνονταν μισθοφόροι, οι οποίοι και απείθαρχοι ήταν και δεν πολεμούσαν με προθυμία και με κάθε ευκαιρία παρεκτρέπονταν σε εγκλήματα. Η απώλεια των Μικρασιατικών εδαφών στέρησε μεγάλα λιβάδια και εκτροφεία πολεμικών αλόγων υψηλής ποιότητας. Επιπλέον η οριστική κατάκτηση των ανατολικών επαρχιών σήμανε την καταστροφή των πολύ αποτελεσματικών σωμάτων της Αρμενίας, που είχαν προσφέρει πολλά στον πόλεμο εναντίον των Αράβων εισβολέων παλιότερα. Η κατάσταση που επικρατούσε όταν ο Αλέξιος έλαβε το αυτοκρατορικό αξίωμα δε διέφερε πολύ από αυτή στο στρατό του Ρωμανού Διογένη το 1071, όπως την περιγράφει ο Κεδρηνός:
Οι περίφημοι στρατιώτες των Ρωμαίων, που είχαν υποτάξει Ανατολή και Δύση, δεν είναι τώρα παρά λίγοι άνδρες, τσακισμένοι από τη φτώχεια και το άγχος και άοπλοι. Αντί για σπαθιά και άλλα στρατιωτικά όπλα…κρατούσαν κυνηγετικά δόρατα και δρεπάνια…και τους έλειπαν τα άλογα και άλλα στρατιωτικά εφόδια… Ήταν δειλοί και φυγόμαχοι και φαίνονταν ανίκανοι για οποιαδήποτε γενναία πράξη. Ακόμα και τα λάβαρα μιλούσαν σιωπηλά: ήταν καταθλιπτικά, σε άθλια κατάσταση, μαυρισμένα σαν τον πυκνό καπνό, και με λίγους και φτωχούς άνδρες από πίσω τους. Όσοι είδαν αυτό το θέαμα έπεσαν σε κατάθλιψη καθώς αναλογιζόταν πόσο χαμηλά είχαν ξεπέσει οι στρατοί των Ρωμαίων.
Κεδρηνός, ΙΙ, 668-9
Ένας άλλος μονάρχης θα είχε παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια. Όμως ο Αλέξιος ήταν νέος, δραστήριος και είχε σκληραγωγηθεί μέσα από πολλές μάχες και εκστρατείες. Ο στρατός που συγκέντρωσε με χίλιες δυσκολίες για να αντιμετωπίσει τους Νορμανδούς καταστράφηκε στο Δυρράχιο και υπέστη επιπλέον απώλειες από τους Πετσενέγκους. Όταν πια το 1091 κίνησε να τους νικήσει τελειωτικά, είχε στη διάθεση του μονάχα 500 πολεμιστές! Συμπλήρωσε λοιπόν το στρατό του με Κουμάνους συμμάχους, ξένους μισθοφόρους και με τους ιδιωτικούς στρατούς φίλων και συγγενών αριστοκρατών, που έσπευσαν στο πλευρό του. Με το πέρασμα του χρόνου βέβαια, την αναδιοργάνωση και την ίδρυση της πρόνοιας, μπόρεσε να παρατάξει αξιόμαχες δυνάμεις. Το στρατό αυτό οργάνωσαν, τελειοποίησαν και οδήγησαν σε θριάμβους οι απόγονοι του, Ιωάννης και Μανουήλ. Διεξήγαγαν νικηφόρους πολέμους, αφήνοντας άφωνη μια Οικουμένη που μέχρι πριν λίγα χρόνια έβλεπε το Βυζάντιο στο χείλος της αβύσσου. Ο Βυζαντινός στρατός, με την επιμελημένη οργάνωση, την προσεκτική εκπαίδευση, τον κατάλληλο εξοπλισμό και την υψηλή πειθαρχία που το διακατείχε, μαχόμενος υπέρ πίστεως και πατρίδος, για την ελευθερία της Ρωμανίας (Βυζαντίου) και για τη δόξα του αυτοκράτορα, αποτέλεσε σκληρό αντίπαλο για κάθε επίβουλη δύναμη για εκατοντάδες χρόνια, και η εποχή των Κομνηνών δεν αποτέλεσε εξαίρεση.
Ηγεσία και Ιεραρχία
Φυσικά, υπέρτατος διοικητής του συνόλου των στρατιωτικών και ναυτικών δυνάμεων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ήταν ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Οι Κομνηνοί δεν έστελναν μονάχα άλλους στρατηγούς να πολεμήσουν για λογαριασμό τους, αλλά πολύ συχνά εκστράτευαν οι ίδιοι, και όταν το έπρατταν δεν παρακολουθούσαν τη μάχη από την ασφάλεια των μετόπισθεν, αλλά ορμούσαν μέσα στην εχθρική παράταξη επικεφαλής του επίλεκτου ιππικού τους και πολεμούσαν με κίνδυνο της ζωής τους δίπλα στους στρατιώτες τους, πράγμα που τους έκανε πολύ αγαπητούς.
Κάτω από τον αυτοκράτορα βρισκόταν ο μέγας δομέστικος, ένα είδος αρχιστράτηγου. Από αυτή τη θέση ο Αλέξιος αναρριχήθηκε στο θρόνο. Σαν αρχιστράτηγος, αλλά με πιο περιορισμένη εξουσία, ήταν και ο πρωτοστάτορας, ενώ το στόλο διηύθυνε ο μέγας δούκας.
Τα θέματα εξακολουθούσαν να υπάρχουν, αλλά η διαίρεση τους σε πολλά μικρότερα σε συνδυασμό με την απαξίωση του θεσμού του καλλιεργητή-στρατιώτη οδήγησε στην υποβάθμιση τους. Όπως και παλαιότερα, στρατιωτικός διοικητής του θέματος και πολιτικός κυβερνήτης της περιοχής ευθύνης του ήταν ο στρατηγός, που διέθετε δικά του, επαρχιακά στρατεύματα, ανεξάρτητα από τα Βασιλικά αλλάγια, δηλαδή τον επαγγελματικό, τακτικό στρατό του αυτοκράτορα. Κατώτεροι από τους στρατηγούς ήταν οι δούκες και οι κατεπάνω, που επίσης διοικούσαν μικρότερες επαρχίες. Σημαντικά φρούρια και οχυρωμένες πολιτείες βρίσκονταν υπό τη διοίκηση ενός καστροφύλακα.
Τάγματα του Βυζαντινού στρατού
Σε επίπεδο μονάδων, η νέα εποχή έφερε την κατάργηση ή τον παραμερισμό αρχαίων στρατιωτικών σωμάτων, όπως οι Σχολές, οι Εξκουβίτορες και οι Αθάνατοι. Επιβίωσε η Εταιρεία και η πασίγνωστη φρουρά των Βαράγγων μισθοφόρων, που στελεχωνόταν από Άγγλους, Σκανδιναβούς και Ρώσους πολεμιστές και αναλάμβανε την ασφάλεια του ίδιου του αυτοκράτορα. Οι Βαράγγοι ήταν πολύ αποτελεσματικοί και επίφοβοι, κατά κανόνα μεγαλόσωμοι και έφεραν τεράστια τσεκούρια και μεγάλες ασπίδες. Μετά τον πόλεμο με τους Νορμανδούς ο Αλέξιος ίδρυσε το τάγμα των Αρχοντόπουλων από 2.000 γιους αξιωματικών πεσόντων στη μάχη, το οποίο παρομοίαζε με τον ιερό λόχο των αρχαίων. Όμως οι Αρχοντόπουλοι εξολοθρεύτηκαν από τους Πετσενέγκους, όταν συγκρούστηκαν σε θρακικά εδάφη. Φρουροί του αυτοκράτορα και συνοδοί του στις μάχες ήταν οι επίλεκτοι κατάφρακτοι του τάγματος των Οικείων. Ήταν οι καλύτεροι πολεμιστές του Βυζαντίου, εκπαιδευμένοι σκληρά και οπλισμένοι με ό,τι καλύτερο είχε να επιδείξει η στρατιωτική τεχνολογία της εποχής. Στους Οικείους συχνά υπηρετούσαν συγγενείς του αυτοκράτορα, ευγενείς με τους ακόλουθους τους κ.α. Άλλο επίλεκτο σώμα σωματοφυλακής ήταν οι Βεστιαρίτες, που συν τοις άλλοις φρουρούσαν τα θησαυροφυλάκια του κράτους.
Τα Βασιλικά αλλάγια απαρτίζονταν από διάφορες μονάδες και τάγματα. Την πλειοψηφία διατηρούσαν φυσικά οι Ρωμιοί-Έλληνες, αλλά και άλλοι λαοί πολεμούσαν υπό τη βυζαντινή σημαία. Οι Βαρδαριώτες για παράδειγμα ήταν εκβυζαντινισμένοι Ούγγροι που είχαν αποικίσει την κοιλάδα του Αξιού (Βαρδάρη), και καλούνταν υπό τα όπλα όποτε χρειαζόταν. Το Λατινικόν ήταν σώμα στο οποίο υπηρετούσαν Φράγκοι ιππότες. Τις περισσότερες φορές δεν επρόκειτο για μισθοφόρους αλλά για ανθρώπους μόνιμα εγκατεστημένους σε βυζαντινά εδάφη, συχνά εξελληνισμένους, οι οποίοι όμως διατηρούσαν την πολεμική τέχνη των προγόνων τους και αποδείχτηκαν πολύτιμοι στις μάχες. Στο τάγμα των Τουρκόπουλων στελεχωνόταν από χριστιανούς Σελτζούκους, συχνά αναμεμιγμένους με ελληνικούς πληθυσμούς. Το Σκυθικό τάγμα απαρτιζόταν από ιπποτοξότες Ούζους, Πετσενέγκους και Κουμάνους. Ικανοί ιππείς ήταν οι Αλανοί, λαός του Καυκάσου, που όχι σπάνια προσλαμβάνονταν για να υποστηρίξουν κάποια εκστρατεία. Επιπλέον οι Σέρβοι και οι Φράγκοι των Σταυροφορικών Κρατών έστελναν συχνά βοήθεια στο βασιλικό στρατο.
Το μεγαλύτερο κομμάτι των Βασιλικών αλλαγίων ήταν τα εντόπια (βυζαντινά ελληνικά) τάγματα, πεζοί, τοξότες και ιππείς από τις επαρχίες της Μικράς Ασίας, της Θεσσαλίας, της Θράκης και της Μακεδονίας. Ο Μανουήλ προσπάθησε να αναζωογονήσει το θεσμό των στρατιωτικών κτημάτων, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Επικεντρώθηκε λοιπόν στην απόδοση προνοιών. Άλλωστε ένα σημαντικό κομμάτι του στρατού αποτελούσαν οι προνοιάριοι, οι αριστοκράτες και οι υποτακτικοί τους. Τα στρατεύματα αυτά δεν ήταν εφάμιλλα σε ποιότητα με τα βυζαντινά και συμμαχικά τάγματα του τακτικού στρατού, αλλά ήταν γενικά ικανοποιητικά για ανάγκες φρούρησης και εκστρατείας. Ο Μανουήλ όμως υπερέβαλε με τις πρόνοιες και αντίθετα με τον πατέρα και τον παππού του, που ήταν πολύ φειδωλοί στην παραχώρηση τους, απένειμε πάρα πολλές και συχνά σε ανθρώπους τελείως απόλεμους, απλά για να τους δείξει την εύνοια του για κάποια υπηρεσία. Μάλιστα αρκετοί Λατίνοι έγιναν προνοιάριοι, πράγμα που δυσαρέστησε πολύ το βυζαντινό λαό.
Οι Βυζαντινοί πολεμιστές
Οι ξένοι, οι σύμμαχοι και οι μισθοφόροι είχαν οργάνωση και εξάρτυση κάθε τύπου, όμως ο εξοπλισμός και η οργάνωση των βυζαντινών στρατευμάτων ήταν αρκετά τυποποιημένη. Οι πληροφορίες που έχουμε σήμερα για τον οπλισμό τους προέρχονται από ιστορικές καταγραφές και εικονογραφημένα χειρόγραφα, αλλά και από αγιογραφίες στρατιωτικών αγίων.
Τον πυρήνα φυσικά του στρατεύματος αποτελούσαν οι πεζικάριοι, που πλειοψηφούσαν αριθμητικά έναντι άλλων σωμάτων. Οι σκουτάτοι (από το scutum, ασπίδα στα λατινικά) ή οπλίτες (από το όπλον, ασπίδα στα αρχαία ελληνικά) ήταν το βαρύ πεζικό, απευθείας απόγονοι των ρωμαϊκών λεγεώνων και των ελληνικών φαλαγγών. Ήταν βαριά οπλισμένοι, με μεγάλες αμυγδαλόσχημες ασπίδες, θώρακα (κλιβάνιον) φτιαγμένο από χαλύβδινες φολίδες ή πλακίδια, αλυσιδωτά πουκάμισα, περικνημίδες (ποδόψελλα), περιβραχιόνια (χειρόψελλα) και χαλύβδινα κράνη (κασίδες). Όπλα τους ήταν το δόρυ (κοντάριον) και το βαρύ ξίφος. Το δόρυ τη χρησιμοποιούσαν μόνο όταν αμύνονταν ενάντια σε έφοδο εχθρικού ιππικού. Σε άλλες περιπτώσεις, ξεκινούσαν πρώτοι την επίθεση (τουλάχιστον όταν ήταν ισοδύναμοι ή περισσότεροι από τον εχθρό), έριχναν τα δόρατα τους στις εχθρικές γραμμές και έπειτα έκαναν έφοδο με τα σπαθιά, όπως ακριβώς και οι λεγεωνάριοι χίλια χρόνια νωρίτερα. Οι σκουτάτοι διακρίνονταν για την πειθαρχία τους και για τις ικανότητες τους στη μάχη.
Πελταστές στην αρχαιότητα ήταν αθωράκιστοι ακροβολιστές, που κρατούσαν ελαφριά ακόντια και μικρή δερμάτινη ασπίδα, την πέλτη (εξ ου και το όνομα τους). Στο Βυζάντιο όμως λειτουργούσαν ως σώματα εφόδου, με θωράκιση και καλύτερο οπλισμό. Ήταν πολύ αποτελεσματικοί, και τα στιβαρά τους ακόντια τους επέτρεπαν να πολεμούν και εκ του συστάδην. Στο Δυρράχιο το 1081 σταμάτησαν την τρομερή επίθεση των Νορμανδών ιπποτών, επιτρέποντας στον αυτοκρατορικό στρατό να ξεφύγει.
Τέλος, οι ψιλοί, όπως και στην αρχαία Ελλάδα, ήταν ελαφροί, ευέλικτοι και συνήθως αθωράκιστοι τοξότες, ακοντιστές και σφενδονιστές. Πέρα από το επιθετικά τους όπλα, δηλαδή τη σφενδόνη, το ακόντιο και το τόξο (δοξάριον) μπορεί να κουβαλούσαν ένα μικρό τσεκούρι (τζικούριον) ή μαχαίρι για αυτοάμυνα. Συνήθως τάσσονταν μπροστά από το λοιπό στράτευμα για να παρενοχλήσουν τον αντίπαλο, ή σε άμυνα στέκονταν πίσω από το πεζικό και σάρωναν με τοξεύματα και βλήματα τους επιτιθέμενους για να ανακόψουν την ορμή τους. Όταν δέχονταν επίθεση ιπποτών, οι τοξότες σκότωναν τα άλογα τους, και έτσι οι βαριά θωρακισμένοι Φράγκοι έμεναν βραδυκίνητοι και ευάλωτοι απέναντι στους πιο ευέλικτους Βυζαντινούς. Ήταν μια έξυπνη τακτική, που χάρισε πολλές νίκες στην αυτοκρατορία. Οι πεζοί τοξότες του Βυζαντίου ήταν επίφοβοι αντίπαλοι ακόμη και για τους ασιάτες ιπποτοξότες, επειδή τα τόξα τους είχαν πιο μεγάλη εμβέλεια.
Να σημειωθεί πως το βυζαντινό πεζικό είχε στη διάθεση του το υγρό πυρ, το μυστικό όπλο της αυτοκρατορίας. Με υγρό πυρ γέμιζαν πήλινες και γυάλινες σφαίρες τις οποίες άναβαν και έριχναν στον εχθρό, εφευρίσκοντας έτσι τις πρώτες χειροβομβίδες. Μια ακόμη τρομακτική εφεύρεση, το φλογοβόλο, βρισκόταν σε χρήση. Τα σιφώνια που έριχναν το υγρό πυρ στους εχθρούς τα χειρίζονταν ειδικά εκπαιδευμένοι στρατιώτες.
Όπως όλοι οι μεγάλοι στρατοί, έτσι και ο βυζαντινός φρόντιζε με μεγάλη σπουδή για πολιορκητικές μηχανές. Οι μεσαιωνικές πόλεις προστατεύονταν από παχιά τείχη, πύργους, προμαχώνες, τάφρους και εμπόδια, απαιτούντο λοιπόν πολλά και ικανά μηχανήματα για να τις εκπορθήσουν. Το μηχανικό κατασκεύαζε κριούς για να ρίξουν τις πύλες, πολιορκητικούς πύργους (ελεπόλεις) για να αναρριχηθεί το πεζικό στα τείχη, μεγάλες μηχανικές βαλλίστρες που έριχναν τεράστιες λόγχες στον εχθρό, και καταπέλτες που σφυροκοπούσαν τα τείχη και τα κτήρια της πόλης. Ο μεγάλος καταπέλτης με αντίβαρο, το θρυλικό τρεμπουσέτο που κυριάρχησε στην πολιορκητική τεχνική όλης της Ευρώπης για τέσσερις αιώνες, εφευρέθηκα από τους Βυζαντινούς την εποχή των Κομνηνών. Ο Αλέξιος Κομνηνός είχε σχεδιάσει τα μηχανήματα που πολιόρκησαν τη Νίκαια το 1097, ενώ ο γιος του Ιωάννης είχε χειριστεί προσωπικά καταπέλτες σε μάχη.
Βέβαια, το πιο σπουδαίο πολεμικό σώμα του Βυζαντίου ήταν το ιππικό, και μάλιστα το βαρύ. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, στο βυζαντινό στρατό υπηρετούσε πλήθος Λατίνων ιπποτών, αλλά οι γηγενείς κατάφρακτοι ιππείς ήταν πάντα το καμάρι της αυτοκρατορίας. Όμως σχεδόν αμέσως φάνηκε πόσο ανεπαρκείς ήταν απέναντι στους ιππότες. Το 1081 στο Δυρράχιο απέτυχαν παταγωδώς να σταματήσουν τη θυελλώδη επίθεση των Νορμανδών, υφιστάμενοι δεινή ήττα. Μπορεί οι Βυζαντινοί να μάχονταν καλά, αλλά η τακτική τους ανήκε σε άλλη εποχή. Οι κατάφρακτοι έκαναν έφοδο σε μέση ταχύτητα για να μη διαταράσσεται η συνοχή της φάλαγγας. Τέτοιου είδους τεχνικές ήταν αρκετές ενάντια στο μουσουλμανικό ιππικό, αλλά οι ιππότες είχαν μάθει να επιτίθενται σε πλήρη ταχύτητα και να σαρώνουν ό,τι βρουν μπροστά τους. Για χρόνια οι ιππότες προκαλούσαν τρόμο και κατάπληξη στους Βυζαντινούς. Φήμες έλεγαν πως ένας από αυτούς μπορούσε να καταβάλλει 20 κατάφρακτους, ενώ η Άννα Κομνηνή έγραφε πως η έφοδος ενός ιππότη μπορούσε να τρυπήσει τα τείχη της Βαβυλώνας. Το πρόβλημα ήταν μεγάλο και έπρεπε να επιλυθεί. Ο Αλέξιος σε μάχες που ακολούθησαν χρησιμοποίησε τεχνάσματα, για παράδειγμα τη διασπορά καρφιών στο πεδίο για να τραυματιστούν τα άλογα ή την παράταξη ελαφρών αμαξών τις οποίες έσπρωχναν πεζοί, ώστε να επιβραδυνθεί η έφοδος των ιπποτών, που ταυτόχρονα υφίσταντο βροχή από βέλη. Μόλις λοιπόν έχαναν την ορμή τους, δέχονταν την αντεπίθεση των καταφράκτων που αναλάμβαναν να τους τρέψουν σε φυγή. Όμως τέτοια ημίμετρα δεν είχαν πάντοτε επιτυχία, και οι φοβεροί ιππότες πολλές φορές νίκησαν τους Βυζαντινούς.
Η στροφή του Μανουήλ Α’ προς τη Δύση συνοδεύτηκε και από πρακτικές αλλαγές, όπως η εισαγωγή του προηγμένου οπλισμού των ιπποτών στους κατάφρακτους. Οι νέοι κατάφρακτοι ιππείς του Μανουήλ, με την άριστη εκπαίδευση, τις εξεζητημένες τακτικές τους, τη σιδερένια τους πειθαρχία και το νέο τους εξοπλισμό (ασπίδες και σέλες νέου τύπου, σπιρούνια, μακριές λόγχες, καλύτερη θωράκιση) θα αποτελούσαν έναν αξιόμαχο αντίπαλο για κάθε ευρωπαϊκό στρατό, προσαρμοσμένο στις ανάγκες της εποχής.
Χαρακτηριστικό δείγμα της μεταρρύθμισης που γνώρισε την περίοδο αυτή το βυζαντινό ιππικό αποτελεί το ανάγλυφο του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου στην αρχή του άρθρου, που φιλοτεχνήθηκε την εποχή των Κομνηνών. Αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά, θα δει πως ο δρακοντοκτόνος άγιος ιππεύει με τεντωμένα τα πόδια στηριζόμενος στον αναβολέα και όχι στη σέλα, ενώ η άκρη του πέλματος του κλίνει προς τα κάτω. Αυτή η μέθοδος ιππασίας, που προσέδιδε στον αναβάτη μεγαλύτερη σταθερότητα, εισήχθη από τη Δύση. Αυτό μπορεί να πιστοποιηθεί και με σύγκριση του αναγλύφου με φράγκικες μικρογραφίες της περιόδου, όπου οι πολεμιστές ιππεύουν με τον ίδιο τρόπο.
Οι κατάφρακτοι σε γενικές γραμμές φορούσαν βαριά θωράκιση υψηλής ποιότητας από την κορυφή έως τα πόδια. Αλλά και τα άλογα τους συχνά ήταν προστατευμένα με καλύμματα από πλάκες μετάλλου, ενώ στο μέτωπο φορούσαν μεταλλική προσωπίδα. Όπλα των καταφράκτων ήταν η μακριά ιππική λόγχη και το ξίφος. Συχνά έφεραν κυρτό ξίφος, επηρεασμένοι από τους μουσουλμάνους. Όμως το πιο επίφοβο όπλο τους ήταν το σιδερένιο ρόπαλο, το απελατίκιον, που μπορούσε να καταφέρει βαριά πλήγματα στον αντίπαλο και να τσακίσει το κεφάλι του μαζί με το κράνος.
Το ελαφρύ ιππικό αποτελείτο γενικά από ιπποτοξότες και ιπποακοντιστές. Ήταν ταχύ και ευέλικτο, και απαραίτητο σε κάθε μάχη κατά νομαδικών λαών, που επίσης παρέτασσαν πολλούς έμπειρους ιπποτοξότες. Υπήρχαν τμήματα τέτοιου ιππικού απαρτιζόμενα από Βυζαντινούς, που συχνά έφεραν καλή θωράκιση και συνόδευαν στη μάχη τους κατάφρακτους, αλλά οι περισσότεροι ιπποτοξότες ήταν ξένοι: Τούρκοι, Βαρδαριώτες, Αλανοί, Ούζοι, Κουμάνοι και Πετσενέγκοι. Οι ιπποτοξότες της ευρασιατικής στέπας, αν και φαινομενικά λιγότερο ισχυροί από τους κατάφρακτους και τους ιππότες, μπορούσαν να γίνουν πολύ επικίνδυνοι. Ήταν καταπληκτικοί ιππείς, άριστοι στο σημάδι, ολιγαρκείς, σκληραγωγημένοι και αεικίνητοι. Αν κατάφερναν να παρασύρουν τον αντίπαλο σε άτακτη και ασύντακτη καταδίωξη, μπορούσαν εύκολα να τον παγιδεύσουν, να το σαρώσουν με βέλη και να αντεπιτεθούν καταστρέφοντας τον. Οι δαιμόνιοι αυτοί καβαλάρηδες έδωσαν αρκετές νίκες στους Βυζαντινούς, αλλά πολλές φορές οι στρατοί της αυτοκρατορίας υπέστησαν δραματικές ήττες από τους ιπποτοξότες άλλων χωρών. Στο ελαφρύ ιππικό ανήκαν και οι προκουρσάτορες, που έφεραν λόγχη αλλά αντίθετα με τους κατάφρακτους η θωράκιση τους ήταν πολύ πιο ελαφριά. Συνόδευαν τους ιπποτοξότες και είχαν αποστολή να παρενοχλούν τον αντίπαλο, ώστε όταν ξεκινούσε η ξέφρενη επέλαση των καταφράκτων, εκείνος να είναι αποδυναμωμένος.
Όπως ήταν φυσικό, το βυζαντινό στράτευμα ακολουθούσε το βοηθητικό σώμα, το τούλδον. Το αποτελούσαν μηχανικοί και τεχνίτες που έστηναν το στρατόπεδο, έσκαβαν χαρακώματα και κατασκεύαζαν πολεμικές μηχανές, γιατροί, νοσοκόμοι και τραυματιοφορείς που περιποιούντο τους τραυματίες και τους αρρώστους, ιερείς που λειτουργούσαν και ανύψωναν το ηθικό των πολεμιστών, ιπποκόμοι, πεταλωτήδες, σιδηρουργοί, ξυλουργοί, μάγειρες, κατάσκοποι, υπηρέτες και ημιονηγοί. Στο τούλδον ανήκαν επίσης και τα υποζύγια, άλογα και μουλάρια, που μετέφεραν τρόφιμα, εφόδια και όπλα.
Η αυτοκρατορία απέναντι στον πόλεμο
Πρέπει φυσικά να επισημανθεί πως ο πόλεμος ήταν το έσχατο μέσο στο οποίο κατέφευγε η αυτοκρατορία για την επιβολή ή υπεράσπιση των συμφερόντων της. Οι Βυζαντινοί ήταν από τους πρώτους λαούς που μελέτησε και εξάσκησε συστηματικά τη διπλωματία σαν επιστήμη και σα θεμελιώδη παράμετρο της πολιτικής τους. Περιτριγυρισμένη από σμήνη εχθρών που καιροφυλακτούσαν, η Βυζαντινή αυτοκρατορία έπρεπε να τηρεί λεπτές ισορροπίες, να συνάπτει συμμαχίες, να κάνει μυστικές διαπραγματεύσεις, να δωροδοκεί και προσεταιρίζεται όποιον ήταν χρήσιμος. Στην Κωνσταντινούπολη έδρευε ένα ευρύ δίκτυο συμβούλων, διπλωματών, υπευθύνων για την υποδοχή ξένων πρεσβειών (λογοθέσιο του δρόμου), κατασκόπων και ιεραποστόλων. Κάθε αυτοκράτορας γνώριζε πως αν βασιζόταν μόνο στην ωμή ένοπλη βία, το κράτος δε θα μπορούσε να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες και τους πολυμετώπους πολεμικούς αγώνες. Η έξυπνη, πολυεπίπεδη και καλά σχεδιασμένη εξωτερική πολιτική ήταν κάτι που ξεχώριζε το Βυζάντιο από τα περισσότερα κράτη της εποχής του, ως αναγκαία προϋπόθεση για την επιβίωση μιας εξελιγμένης (για τα μέτρα του Ύστερου Μεσαίωνα) κοινωνίας και ενός μεγάλου κράτους σε ένα εχθρικό και επικίνδυνο διεθνές περιβάλλον.
*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.gr)