«Μετά από μια “συγκρατημένα επιτυχή” συνδιάσκεψη για το Κυπριακό στη Γενεύη, όπως μας διαβεβαίωσε η ηγεσία Ελλάδας και Κύπρου, το όλο ζήτημα παραπέμφθηκε στα “τεχνικά κλιμάκια”. Θα μου πείτε, τι μας ενδιαφέρει εμάς; Η Κύπρος κείται μακράν, έλεγε ο “εθνάρχης” Καραμανλής την εποχή που ο τουρκικός Αττίλας αλώνιζε στην Κύπρο με τις πλάτες του ΝΑΤΟ, αλλά και της δικής του κυβέρνησης.
Από τότε ο ελληνικός λαός έπρεπε να πειστεί ότι η Κύπρος δεν τον αφορά άμεσα. Άλλο Ελλάδα κι άλλο Κύπρος. Άλλο οι Έλληνες κι άλλο οι Κύπριοι. Άλλωστε οι μεγάλοι προστάτες μας, οι Βρετανοί, το είχαν εξιχνιάσει το όλο θέμα από πολύ νωρίς. Οι Κύπριοι μπορεί να είναι ελληνόφωνοι και Ορθόδοξοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, αλλά “ανθρωπολογικώς” δεν είναι Έλληνες. Έτσι είχε αποφανθεί η αποικιοκρατική τους “επιστήμη” κι αυτό δίδασκαν στα μαθητόπουλα της Κύπρου.
“Ο πληθυσμός της νήσου Κύπρος είναι Κύπριοι διαφορετικής φυλής [απ’ ό,τι οι Έλληνες],” διαβεβαίωναν οι εκπρόσωποι της βρετανικής αποικιοκρατίας τη Βουλή των Κοινοτήτων στις 15 Νοεμβρίου 1920. Λίγα χρόνια αργότερα επέβαλαν το πρώτο αποικιακό Σύνταγμα του 1925 στην Κύπρο που για πρώτη φορά επίσημα διαχώριζε τις δυο κοινότητες.
Βλέπετε, οι Κύπριοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν πείστηκαν ποτέ ότι είναι διαφορετικής ράτσας από τους Έλληνες και συνέχισαν να διεκδικούν την Ένωση. Κι έτσι οι Βρετανοί επινόησαν τις δυο κοινότητες και φρόντισαν να δημιουργήσουν σε κάθε ευκαιρία και με κάθε τρόπο τριβές αναμεταξύ τους, ώστε να δικαιολογούν την δική τους αποικιακή κυριαρχία στο νησί.
Για να κατοχυρωθεί αυτός ο αποικιοκρατικός θεσμός των δυο κοινοτήτων και για να παγιωθεί η ρατσιστική διαίρεση των Κυπρίων, τόσο αναμεταξύ τους, όσο και με την Ελλάδα, έπρεπε το νησί να υποστεί τα πάνδεινα. Έπρεπε να παραδοθεί στο έλεος της αποικιοκρατικής διπλωματίας των μεγάλων δυνάμεων, με τη συνηγορία και των ελληνικών κυβερνήσεων, σε μια εποχή που το διεθνές δίκαιο κατοχύρωνε το δικαίωμα των λαών υπό αποικιακή κατοχή στην ελεύθερη αυτοδιάθεση.
Κι όταν χρειάστηκε η φυλετική, ρατσιστική διαίρεση των δυο κοινοτήτων να αποκτήσει και εδαφική υπόσταση, τότε έβαλαν την ελληνική χούντα να ανοίξει την πόρτα στην τουρκική εισβολή του Αττίλα. Το αποτέλεσμα; Σχεδόν 40% του εδάφους της Κύπρου υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή. Πάνω από 200 χιλιάδες πρόσφυγες και πάνω 1.600 αγνοούμενοι έως και σήμερα.
Οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης ακολούθησαν την πεπατημένη που ο Γεώργιος Φιλάρετος, αυτός ο πρόδρομος της αβασίλευτης δημοκρατίας στην Ελλάδα, είχε εύστοχα από τα τέλη του 19ου αιώνα ονομάσει “ξενοκρατία”. Αποδέχθηκαν ως τετελεσμένο την τουρκική εισβολή και κατοχή. Αποκήρυξαν το δικαίωμα του Κυπριακού λαού στην εθνική αυτοδιάθεση, που εκφραζόταν ιστορικά με το σύνθημα της Ένωσης. Και αντιμετώπισαν το όλο Κυπριακό πρωτίστως ως πρόβλημα διμερές των δυο κοινοτήτων.
Ο ελληνικός λαός έπρεπε να μάθει ότι το κυπριακό είναι βάρος για την Ελλάδα. Άλλο Ελλάδα, άλλο Κύπρος, ή όπως ήταν και παραμένει το επίσημο δόγμα: η Λευκωσία αποφασίζει, η Αθήνα συμπαρίσταται. Άλλωστε ένα από τα πιο ειδεχθή δείγματα της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας, ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος, όταν βρέθηκε στο υπουργείο εφοπλιστών στη δεκαετία του 1980, το είχε ξεκαθαρίσει με τη γνωστή χυδαιότητα που τον διέκρινε: “Αρκετά πληρώσαμε στην Κύπρο από την εποχή του Παπανδρέου του γέρου. Και ακόμα πληρώνουμε. Εμείς δεν οφείλουμε τίποτα στην Κύπρο. Για ότι έπαθε η Κύπρος, δεν φταίει η Ελλάδα… Και για να ακούγεται η Κύπρος πρέπει να σβήσουμε εμείς;” (2/2/1988)
Ήταν η εποχή του Νταβός, του mea culpa και του μνημονίου Παπούλια-Γιλμάζ της Βάρκιζας. Με βάση όλα αυτά και στο όνομα του Κυπριακού, η Τουρκία αφού πέτυχε να απαλειφθεί η έννοια του σεβασμού των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, που αφορά τον Εναέριο χώρο, την Αιγιαλίτιδα Ζώνη και την Υφαλοκρηπίδα. Πέτυχε την κατοχύρωση του δικαιώματος διεξαγωγής δικών της στρατιωτικών ασκήσεων και επιχειρήσεων “έρευνας και διάσωσης” στον διεθνή εναέριο και θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου χωρίς, να προσδιορίζονται τα όρια αυτού του χώρου, αφού η Τουρκία αρνήθηκε οποιαδήποτε σαφή δέσμευση για την αναγνώριση των ελληνικών συνόρων στο Αιγαίο.
Ο Γιλμάζ, μετά την επιστροφή του στην Άγκυρα αναφώνησε θριαμβευτικά: “Επιτέλους, βάλαμε νομικώς πόδι στο Αιγαίο”. Με τις συμφωνίες αυτές και στο όνομα του Κυπριακού, άνοιξε ο δρόμος για τα Ίμια, το γκριζάρισμα 3.000 και πλέον νησίδων και την κυριαρχία του τουρκικού πολεμικού ναυτικού στο Αιγαίο υπό το πρόσχημα στρατιωτικών ασκήσεων.
Έτσι ανατράπηκε ακόμη και σε επιχειρησιακό επίπεδο το δόγμα που ίσχυε από την εποχή των Βαλκανικών πολέμων, δηλαδή από την εποχή του ναυάρχου Κουντουριώτη: ο αποκλεισμός του πολεμικού ναυτικού της Τουρκίας στα στενά. Τώρα με τις ευλογίες των επίσημων κυβερνήσεων της χώρας, αλλά και του ΝΑΤΟ, το πολεμικό ναυτικό της Τουρκίας μπορεί να διεξάγει ευρύτατες στρατιωτικές ασκήσεις στο Αιγαίο για το πώς θα καταλάβει και θα ανακαταλάβει τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου έως και τις Κυκλάδες.
Στις 17/1/1989 ο αντιστράτηγος ε.α. Ανδρέας Σιαπκαράς και παλιός ιερολοχίτης με παρρησία και πατριωτισμό που είναι εξαιρετικά σπάνιος στους εν ενεργεία και εν αποστρατεία ανώτατους αξιωματικούς των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, διότι έχουν εμποτιστεί μέχρι το μεδούλι στον κομματικό πατριωτισμό, βγήκε δημοσίως και κατήγγειλε τη σοβαρότητα των παραχωρήσεων: “Αν η Ελλάς δεν αντιδράσει σθεναρώς υπεραμυνομένη της ακεραιότητάς της, τότε σημαίνει ότι Κυβέρνηση και Βουλή παραδίδουν την Ελλάδα στην Τουρκία.” Και χαρακτήρισε την όλη συμφωνία ως πολιτική Anschluss, δηλαδή προσάρτησης του Αιγαίου και της Κύπρου από την Τουρκία.
Οι εξελίξεις επιβεβαίωσαν με τον χειρότερο τρόπο τις προβλέψεις του Σιαπκαρά. Ο ενδοτισμός οδήγησε Ελλάδα και Κύπρο στα χειρότερα. Η Ελλάδα επίσημα πλέον τελεί υπό καθεστώς κατοχής. Δεν ασκεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα ούτε καν στα σύνορά της. Επιχειρησιακά το Αιγαίο έχει παραδοθεί στο ΝΑΤΟ, στο τουρκικό πολεμικό ναυτικό για ασκήσεις και στην ΕΕ για τη διαχείριση των προσφύγων.
Από την άλλη οι ηγεσίες Ελλάδας και Κύπρου έχουν παντελώς ξεχάσει τα περί τουρκικής εισβολής και κατοχής. Έχουν ξεχάσει το προσφυγικό και τους αγνοούμενους. Κι έχουν αποδεχθεί μια πρωτοφανή για τα χρονικά ρατσιστική διαίρεση του πληθυσμού της Κύπρου με βάση την δια του αίματος συγγένεια ή καταγωγή, αλλά και το θρήσκευμα.
Στο όνομα της ομοσπονδίας πρέπει να αποδεχθούμε ότι μια χώρα σαν την Τουρκία, όποτε θεωρεί ότι κινδυνεύει μια δική της φυλετική μειονότητα σε γειτονικό κράτος, τότε είναι απολύτως νόμιμο να διεκδικεί κυριαρχικά δικαιώματα γι’ αυτήν τη μειονότητα. Κι αν το γειτονικό κράτος αρνείται να τα αποδεχθεί, τότε εξ ορισμού αυτό σημαίνει καταπίεση της φυλετικής μειονότητας που δικαιολογεί απειλή πολέμου, ή και στρατιωτική επέμβαση.
Αυτό έχει αποδεχθεί η πολιτική ηγεσία Ελλάδας και Κύπρου ως προϋπόθεση για τη διαδικασία διασκέψεων όπως αυτή της Γενεύης. Κι όχι μόνο αυτό. Έχει αποδεχθεί και το αποικιοκρατικής έμπνευσης φυλετικό-ρατσιστικό διαχωρισμό του νησιού σε δυο κοινότητες. Με άλλα λόγια καταδικάζουν τους Κυπρίους να επιλέγουν εκπροσώπηση με βάση την εθνοφυλετική καταγωγή και το θρήσκευμα.
Μπορεί να φανταστεί κανείς τι πρόκειται να συμβεί σε πογκρόμ και διακρίσεις όσων άτυχων κατοικήσουν σε μια από τις δυο θεσμοποιημένες κοινότητες; Κάθε κοινότητα αναγκαστικά θα επιβάλλει νόμους διαχωρισμού με βάση τους οποίους ο αλλοεθνής που κατοικεί στην κοινότητα να μην έχει τα ίδια πολιτικά δικαιώματα. Κι αυτό ισοδυναμεί με καθεστώς απαρτχάιντ. Όπως, άλλωστε, το βλέπουμε να λειτουργεί άψογα στην πρώτη δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία που αποφασίστηκε μεταπολεμικά: την Παλαιστίνη.
Αλλά τι μας ενδιαφέρει. Η Κύπρος κείται μακράν!»
Από τον Δημήτρη Καζάκη, γενικό γραμματέα του ΕΠΑΜ
www.nikosxeiladakis.gr