Μηχανάκια κάνουν μανούβρες μέσα στην κίνηση της πόλης προσπαθώντας να φτάσουν γρήγορα στον προορισμό τους.
Τα λεωφορεία της πόλης γεμάτα κόσμο. Άνθρωποι διαφόρων ηλικιών που δουλεύουν, που ψάχνουν για δουλειά, που πάνε για ψώνια, για καφέ, για σπουδές...
Και ο ήχος της πόλης συνθέτεται από κορναρίσματα, εξατμίσεις, ομιλίες ανθρώπων που συζητούν μεταξύ τους, από κινητά που χτυπούν σε ήχους περίεργους και επίμονους.
Το φανάρι είναι κόκκινο.
Το παράθυρο του αυτοκινήτου ενός νεαρού είναι ανοιχτό. Απολαμβάνει αυτήν την αρμονική βαβούρα της πόλης του. Το ραδιόφωνό του παίζει απαλά. Ακούει βυζαντινούς ψαλμούς. Λόγια που υμνούν τον Κύριο, που ζητούν έλεος, που δοξολογούν. Είναι και ο ίδιος ψάλτης σε ναό της πόλης.
Το φανάρι είναι κόκκινο.
Έρχεται δίπλα του ένα ταξί. Το παράθυρό του ανοιχτό. Δεν υπάρχει επιβάτης, μόνο ο ταξιτζής. Μεσήλικας. Πιάνει το τιμόνι απαλά. Το ένα του χέρι σαν να δείχνει προς τον ουρανό.
Τα μάτια του κοιτούν ψηλά. Όχι, δεν κοιτά το φανάρι.Το στόμα του κινείται. Κάτι λέει. Όχι δεν μιλά στο κινητό.Προσπαθεί ο νεαρός ν’αφουγκραστεί τα λόγια του.
Το φανάρι γίνεται πράσινο. Κορνάρουν οι από πίσω του.Πρέπει να φύγει.
Μα το επόμενο φανάρι τους ξαναβρίσκει δίπλα δίπλα.
Με ανοιχτά παράθυρα να αναπνέουν τον ίδιο αέρα, να ακούν τους ίδιους ήχους.
Μα τί λέει αυτός ο ταξιτζής;
Τα μάτια του προσπαθούν να ακούσουν τα λόγια του. Κλείνει βιαστικά το ραδιόφωνο που έπαιζε τους ψαλμούς.
Τώρα μπορεί να τον ακούσει καθαρά.
Ο ταξιτζής με φωνή χωρίς ντροπή λέγει την ευχή. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό».
Ξανά και ξανά. Κάποιες φορές την λέγει μεγαλόφωνα, κάποιες σιγανά.
Το φανάρι γίνεται πράσινο. Φεύγουν. Μα και πάλι δίπλα στο επόμενο.
Ο ταξιτζής έχει χαθεί στην ευχή. Δεν κοιτά αριστερά ή δεξιά. Δεν ψάχνει πελάτες.
Το μόνο που κάνει είναι να λέγει την ευχή.Ένα μικρό κομποσχοίνι ξεπροβάλει στο χέρι του.
Και είναι σαν να έφυγε μέσα από την πόλη κι ας βρίσκεται στο κέντρο της.
Ο νεαρός τον παρατηρεί άφωνος, άπνους, σαν να βλέπει κάποιον ασκητή που η έρημος τον ξέβρασε στην πόλη.Τα παράθυρά τους ανοιχτά. Ακούς την ευχή να λέγεται καθαρά.
Ένα μηχανάκι πλευρίζει το ταξί. Το κράνος του αναβάτη δεν είναι εμπόδιο για να ακούσει και αυτός την προσευχή. Γυρνά και τον βλέπει. Τον κοιτά επίμονα.
Σαν να κοιτάς έναν τρελό μέσα στην τρέλα του. Ο μηχανόβιος σαν να τον κοροϊδεύει. Τον βρίζει και φεύγει.
Εκείνος κοιτά μόνο μπροστά. Κλείνει τα μάτια του. Ακούει τα πάντα, μα δεν τα ακούει.
Περιμένει το κορνάρισμα των αυτοκινήτων για ν’ ανοίξει τα βλέφαρά του. «Κύριε ελέησόν με...».
Το φανάρι ανάβει πράσινο.Τα αυτοκίνητα κορνάρουν.Το ταξί παραμένει ακίνητο.
Σαν παρεκκλήσι που δεν μετακινείται παρα μόνο μετακινεί τους προσκυνητές του στον ουρανό.
Και ο νεαρός δίπλα του και αυτός.Δεν φεύγει εάν δεν φύγει το ταξί.Οι δυο τους στο κέντρο της πόλης.Ο ένας να προσεύχεται αδιάλειπτα.Ο άλλος να γίνεται κοινωνός της Χάρης που δέχεται ο πρώτος, μόνο με την όραση του θεάματος.
Τα μάτια του ταξιτζή ανοίγουν. Βάζει πρώτη ταχύτητα μα πριν πατήσει το γκάζι γυρίζει το κεφάλι του προς τον νεαρό που τον κοιτά συγκινημένος.
Τα μάτια τους επιτέλους συναντιούνται.Τα παράθυρά τους ανοιχτά.Οι καρδιές τους ανοιχτές.
Μέσα στην βουή της πόλης.
Μέσα στις βρισιές για την καθυστέρηση, τα κορναρίσματα των βιαστικών, τις εξατμίσεις των μηχανών, τον ήχο των κινητών, τους χλευασμούς των διπλανών· σταματά να λέγει την ευχή.
Σταμάτησε για να πει κάτι στον νεαρό πριν τον χάσει για πάντα.
«Σ’ευχαριστώ που ήσουν μαζί μου, έστω γι’ αυτά τα φανάρια...».
Του χαμογελά σαν να τον αγκαλιάζει.Το γκάζι πατήθηκε. Ο δρόμος πλέον είναι χωρίς κίνηση.
Το ταξί χάθηκε.Ο νεαρός όμως έμεινε εκεί.
Το φανάρι ξανακοκκίνησε.
Πλέον είναι μόνος του. Με ανοιχτό παράθυρο.
Δίπλα του ήρθε ένα άλλο αυτοκίνητο. Δύο κοπέλες ακούν δυνατά λαϊκή μουσική. Τις είδε. Τον είδαν. Μα καμία κοινωνία. Γύρισε το βλέμμα του μπροστά. Έκλεισε τα μάτια του.
Μα τί άνθρωποι υπάρχουν; αναρωτήθηκε.
Άνθρωποι του μεροκάματου που προσεύχονται ως ασκητές. Άνθρωποι των πόλεων που ζούνε ως ερημίτες.
Άνθρωποι καθημερινοί που ζούνε υπερκόσμιες καταστάσεις μέσα στο ταξί τους, μέσα στο μαγαζί τους, στην εργασία τους, στο σπίτι τους...
Πλέον η πόλη στα μάτια του πήρε άλλη μορφή.
Πλέον μοιάζει σαν ένα κρησφύγετο αγίων, σαν μια πνευματική παλαίστρα.
Πλέον αναπνέει άλλον αέρα. Είναι γεμάτο οξυγόνο Θείο.
«Κύριε, ελέησόν με τον αμαρτωλό», άρχισε να λέγει και αυτός.
Και το φανάρι έγινε πράσινο...
αρχιμ.Παύλος Παπαδόπουλος
[Στηρίζεται σε πραγματικό γεγονός που μου διηγήθηκαν σήμερα το πρωί].