Της Βασιλικής Ράλλη - Ιούνιος του 1959 στη Θερμή της Λέσβου (03/06/2016)
Ο θείος μου Κωνσταντίνος Μαραγκός είχε πεθάνει, προ ετών. Άρχισε όμως να παρουσιάζεται στον ύπνο της μητέρας μου καί να της υπενθυμίζει το τάξιμό της.
Τον ονειρεύτηκα κι εγώ, καθώς κι’ ένας συγχωριανός μας, ο Κώστας Σιδεράς. Καί στους δυο μας για το τάξιμο της μητέρας μου εμίλησε. Την τρίτη φορά που τον ονειρεύτηκε η μητέρα μου ήταν πολύ αυστηρός καί της είπε επιτακτικά:…
-Αγγελική, ήρθε η ώρα να κάνεις το τάξιμο σου. Να χτιστεί το εκκλησάκι της Παναγίας. Μην καθυστερείτε καθόλου.
Η μητέρα μου ξύπνησε φοβισμένη από το αυστηρό ύφος του θείου μου. Το πρωί μας διηγήθηκε το όνειρο της. Ο Άγγελος (σύζυγος της Βασιλικής Ράλλη) το άκουσε με συγκίνηση καί δέχτηκε με χαρά καί προθυμία να χτίσει το εκκλησάκι της Παναγίας, στη μνήμη του πατέρα μου καί του θείου μου. Την ίδια μέρα, χωρίς χρονοτριβή, κατέβηκε στη Μυτιλήνη, πήγε στη Μητρόπολη καί πήρε τη σχετική άδεια από τον μητροπολίτη Ιάκωβο Κλεομβρότου, Το μόνο που μας προβλημάτιζε ήταν το ζήτημα του νερού. Ένα νερό, πού έτρεχε εκεί κοντά από έναν πήλινο σωλήνα, είχε στερέψει προ ετών. Θα έπρεπε για το χτίσιμο να κουβαλούν οι εργάτες νερό από το χωριό κι από ένα κοντινό πηγάδι. Ποια όμως ήταν η έκπληξή μας, όταν ήρθε ένα πρωί στο σπίτι μας ο επιστάτης των κτημάτων μας Δούκας Τσολάκης καί μας είπε πως το νερό που ήταν χρόνια στερεμένο είχε αρχίσει να τρέχει!…
-Δούκα, είσαι στα καλά σου; του “πε ο Άγγελος, Το καλοκαίρι στερεύουν τα νερά πού τρέχουν κι αυτό, πού έχει χρόνια να τρέξει, άνοιξε τώρα καί τρέχει;
-Ανέβα κυρ-Άγγελε, στις Καρυές καί θα το δεις, απάντησε ο Δούκας.
Την ίδια στιγμή πήγε στις Καρυές ο Άγγελος. Καί σαν είδε το νερό να τρέχει μπόλικο, σταυροκοπήθηκε καί είπε:
-Μεγάλο καί δοξασμένο το όνομά σου, Παναγία μου, πού έκανες αυτό το θαύμα, για να μας διευκολύνεις!…
Η εύρεση του τάφου του αγίου Ραφαήλ
Τέλος Ιουνίου 1959
Οι εργασίες για το χτίσιμο της εκκλησιάς άρχισαν. Ο Άγγελος είχε στείλει τον επιστάτη μας Δούκα Τσολάκη με τους εργάτες Νίκο Ποδάρα, Γιάννη Χριστοδούλου καί Γεώργιο Καπετάνιο να ισοπεδώσουν αρχικώς το χώρο, να τον καθαρίσουν από τις πέτρες καί ν’ ανοίξουν τα θεμέλια. Καθαρίζοντας το χώρο, που ήταν ακριβώς μέσα στο ερημοκλήσι, ο Δούκας Τσολάκης πρόσεξε μια καρφωτή πέτρα που προχωρούσε βαθιά στο χώμα. Προσπαθώντας να τη βγάλει, είδε ότι προχωρούσε σε μεγάλο βάθος κι ήταν κάθετη, σαν να είχε τοποθετηθεί σκόπιμα σαν σημάδι. Από περιέργεια συνέχισε το σκάψιμο σ’ αυτό το σημείο, κάνοντας τη σκέψη ότι κάποιος θα είχε κρύψει εκεί χρήματα.
Η πέτρα ακουμπούσε πάνω σε μια σπασμένη κολονίτσα, που κι αυτή φαινόταν σαν να είχε τοποθετηθεί σκόπιμα. Προχωρώντας το σκάψιμο ακόμα πιο βαθιά, είδε ότι η κολονίτσα σταματούσε πάνω στην πλάκα ενός τάφου. Ανασηκώνοντας την πλάκα, φάνηκε ένας ανθρώπινος σκελετός, ξαπλωμένος σ’ ένα στενό μνήμα, με μικρές στενόμακρες πέτρες τοποθετημένες στα πλάγιά του. Το κεφάλι του νεκρού απείχε ως τριάντα πόντους από το σώμα κι έλειπε τελείως η κάτω σιαγόνα. Στό μέρος της σιαγόνας υπήρχε ένα κεραμίδι βυζαντινής εποχής με τρεις σταυρούς χαραγμένους πάνω του. Είχε τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του, καί κάτω από το κεφάλι ήταν τοποθετημένη μια στρογγυλή μαύρη πέτρα, σαν προσκέφαλο. Πλάι στην πέτρα καί λίγο κάτω απ’ αυτή υπήρχε ένα μπρούντζινο κλειδί. Για μια στιγμή ο Δούκας σάστισε. Του “κανε εντύπωση καί μια γλυκιά μυρουδιά πού σκορπίστηκε τριγύρω. «Περίεργο, σκέφτηκε. Κανείς από τους εργάτες δεν έχει κολόνια επάνω του… κι όμως μοσχοβόλησε ο τόπος!…». Του φαινόταν αδιανόητο πώς ήταν δυνατόν αυτή η μυρουδιά να ξεχύνεται από το μνημείο.
Μετά έβαλε το φτυάρι μέσα στον τάφο προσπαθώντας να βγάλει τα οστά. Κανένα όμως απ’ αυτά δεν έμπαινε μέσα στο φτυάρι. Νευρίασε ο Δούκας. Τη στιγμή όμως αυτή ανέβηκε στις Καρυές το οχτάχρονο αγοράκι του, ο Δημητράκης, για να του πάγει το φαγητό. Τότε, πιάνοντάς το από τα χέρια ο πατέρας του το κατέβασε με προσοχή μέσα στο μνήμα. Το παιδί έπιανε λίγα-λίγα τα οστά με τα χεράκια του καί του τα “δινε. Ο Δούκας τα τοποθέτησε προσωρινά στη ρίζα μιας ελιάς. Τον τάφο δεν τον χάλασε.
Το σκάψιμο για το ισοπέδωμα του χώρου συνεχίστηκε. Σκάβοντας για τα θεμέλια βρέθηκαν μερικά σπασμένα μάρμαρα, με σκαλιστούς σταυρούς επάνω τους, κι ένα κιονόκρανο… Το χτίσιμο της εκκλησίας άρχισε με τεχνίτη τον Γιάννη Κεμερλή. Όταν μάθαμε ότι μέσα στο ξωκλησάκι των Καρυών βρέθηκαν λείψανα χριστιανού νεκρού, ανεβήκαμε μαζί με τη μητέρα μου να τα ιδούμε. Ήταν ακόμα αποθεμένα στη ρίζα της ελιάς. Τα λιβανίσαμε με συγκίνηση καί είπαμε στον Δούκα να τα προσέξει, ώσπου να τα πλύνουμε καί να τα τοποθετήσουμε σε κιβώτιο.
-Εμείς, του είπαμε, πατέρα δεν θάψαμε ούτε εικοσιοχτώ σφαγμένους συγγενείς μας, που τα άταφα κορμιά τους στη Μικρά Ασία τα σπάραξαν τ’ αγρίμια. Θα πλύνουμε μ” ευλάβεια τα κοκαλάκια αυτού του άγνωστου χριστιανού νεκρού, που ποιος ξέρει γιατί βρέθηκε θαμμένος μέσα στο τούρκικο κτήμα, θα τα τοποθετήσουμε σε κασονάκι καί θα τα κατεβάσουμε στο κοιμητήρι του χωριού μας. Δυστυχώς, την ίδια μέρα ανέβηκε στίς Καρυές να προσκυνήσει την Παναγία μια ντόπια Θερμιώτισσα, η Μυρσίνη Ψάνη, με τον εγγονό της Μιχάλη Λαμπρινό. Καθώς δε η Μυρσίνη συνομιλούσε με τον Δούκα, το παιδί, θέλοντας να παίξει, άρπαξε μια πέτρα καί την πέταξε πάνω στο κρανίο του νεκρού, με αποτέλεσμα να το σπάσει. Θυμωμένος ο Δούκας, γιατί φοβήθηκε μην τον μαλώσουμε, έβαλε τα οστά μέσα σ’ ένα σακί από τσιμέντο καί τ’ απόθεσε στη ρίζα ενός διχαλωτού δέντρου. Την ώρα που ετοιμαζόταν να σχολάσει, νευριασμένος καθώς ήταν ακόμα, άρπαξε το σακί βλασφημώντας να το κρεμάσει στο δέντρο για περισσότερη σιγουριά.
Το σακί όμως ήταν ασήκωτο. Στην αρχή του φάνηκε ότι το χέρι του είχε πιαστεί από τη σκαπάνη καί δοκίμασε να το σηκώσει με το άλλο του το χέρι, συνεχίζοντας τις βλαστήμιες. Μα πάλι το σακί δεν κινήθηκε από τη θέση του, σαν να ήταν καρφωμένο στο χώμα. Σάστισε ο Δούκας… του φάνηκε ανεξήγητο αυτό που του συνέβαινε… καί τότε σκέφτηκε: «Δίκαιος, ως φαίνεται, θα ήταν αυτός ο άνθρωπος, κι εγώ βλασφημώ καί δεν μπορώ να σηκώσω τα κόκαλά του». Κάθισε συλλογισμένος στη ρίζα του δέντρου, κάπνισε ένα τσιγάρο απορροφημένος από τις σκέψεις του καί σταυροκοπήθηκε, έπειτα από εικοσιέξι περίπου χρόνια που είχε να κάνει το σταυρό του. Αμέσως σήκωσε το σακί ανάλαφρο…
Κάτι παρόμοιο συνέβη καί σε κάποιον άλλον από τους εργάτες μας, τον Λεωνίδα Σιδερά. Όταν ακόμα το σακί βρισκόταν στη ρίζα του δέντρου, ο Λεωνίδας θέλοντας να το παραμερίσει το κλότσησε με το πόδι του. Την ίδια στιγμή όμως ένιωσε το πόδι του να μουδιάζει ολόκληρο κι άκουσε ολοκάθαρα μέσα από το σακί έναν ανθρώπινο στεναγμό. Φοβήθηκε πολύ… κάθισε στη ρίζα του δέντρου χλωμός σαν το κερί. Μη θέλοντας όμως να πει τίποτε στους άλλους εργάτες, για να μην τον κοροϊδεύουν, προσποιήθηκε τον άρρωστο καί κατέβηκε κουτσαίνοντας από τις Καρυές. Διηγήθηκε μόνο στη γυναίκα του αυτό που του συνέβη λέγοντας :
-Κυριακή δεν ξαναπηγαίνω να δουλέψω στην εκκλησιά που χτίζει ο Ράλλης. Ο τόπος αυτός πράγματι είναι στοιχειωμένος.
Το βράδυ, όταν κοιμήθηκε, είδε το εξής όνειρο: Ένας καλόγηρος του χτύπησε την πόρτα καί του ζήτησε ψωμί. Ο Λεωνίδας προθυμοποιήθηκε να του δώσει, από το λίγο που είχε. Τότε ο καλόγηρος του είπε:
-Δεν θέλω, Λεωνίδα. Κράτησε το να το φάνε τα παιδιά σου, καί το ψωμί εύχομαι να μη σου λείψει ποτέ.
-Ποιος είσαι, πάτερ; Από που έρχεσαι; Από το Άγιον Όρος; ρώτησε ο Λεωνίδας.
-Όχι, από τις Καρυές έρχομαι… είμαι εκείνος πού κλότσησες χτες τα κόκαλά του. Είμαι άγιος, κι αυτό που έκανες να μην το ξανακάνεις…
Ο Λεωνίδας είπε το όνειρο που είδε μόνο στη γυναίκα του καί τη συμβούλεψε να μην πει σε κανέναν τίποτα. Αλλά καί στις Καρυές δεν ξανανέβηκε να εργασθεί… Φοβήθηκε…
Εκτός από τον Λεωνίδα Σιδερά καί τον Δούκα Τσολάκη, κι από τους άλλους εργάτες κάτι είχε να διηγηθεί ο καθένας. Πότε είχαν ακούσει κουδουνάκια θυμιατού, πότε οσμή θυμιάματος, πότε κρότους υπόκωφους καί βήματα χωρίς να βλέπουν κανέναν, πότε στεναγμούς. Μια μέρα μάλιστα ο χτίστης Γιάννης Κεμερλής είπε στον Άγγελο:
-Κυρ – Άγγελε, ώσπου να τελειώσουμε αυτή την εκκλησία, κάτι θα πάθουμε. Έχουμε σαστίσει μ” αυτά που συμβαίνουν εκεί πάνω. Τί μυστήριο κρύβει άραγε αυτός ο τόπος;…
Ενώ χτιζόταν ακόμα το εκκλησάκι, μια Κυριακή πρωί ο Δούκας Τσολάκης ανέβηκε μόνος του στις Καρυές, γιά να κυνηγήσει μια αλεπού που του είχε φάγει την κατσίκα του. Κάθισε για λίγο έξω από το εκκλησάκι, να ξεκουραστεί καί να καπνίσει ένα τσιγάρο. Ξαφνικά είδε να έρχεται προς το μέρος του ένας αξιωματικός, που τον έβλεπε κατάματα χωρίς να μιλά. Ο Δούκας τον καλημέρισε πρώτος, μα δεν πήρε απάντηση. «Κουφός θα είναι», σκέφτηκε καί τον ξανακαλημέρισε.
Πάλι δεν του απάντησε. Μόνο που τη στιγμή αυτή τον είχε πλησιάσει καί τον κοίταζε κατάματα με βλέμμα πολύ αυστηρό. Ο Δούκας τρομοκρατήθηκε καί με τη σκέψη πως ίσως ο αξιωματικός αυτός είχε σκοπό να του κάνει κακό, άρπαξε το τουφέκι στο χέρι του για ν’ αμυνθεί. Απότομα όμως ο αξιωματικός χάθηκε σαν αγέρας από μπροστά του. Πανικόβλητος τότε το “βαλε στα πόδια, καί για λίγα λεπτά πήρε το δρόμο προς το χωριό τρέχοντας. Σαν έφτασε στο σπίτι του, διηγήθηκε στη γυναίκα του αυτό πού του είχε συμβεί, συμβουλεύοντας την να μην το πει σε κανέναν, για να μην τον περιπαίζουν.
«Πράγματι, της είπε, ο τόπος αυτός έχει φαντάσματα…». Τον Θεό όμως εξακολουθούσε να μην τον πιστεύει.
Τα οστά του άγνωστου αυτού νεκρού, που βρέθηκε μέσα στο ξωκλησάκι, τα πλύναμε εγώ με τη μητέρα μου καί τη Μαρία Τσολάκη. Τα στεγνώσαμε σε καθαρό τραπεζομάντηλο καί τα τοποθετήσαμε σε μικρό κιβώτιο. Φωνάξαμε καί τον ιερέα της Θερμής Ευθύμιο Τσόλο να διαβάσει τρισάγιο. Εκείνος μας συμβούλεψε να μην τα κατεβάσουμε στο κοιμητήρι του χωριού, αλλά να μείνουν μέσα στο ιερό της εκκλησιάς που χτίζαμε, μια και βρέθηκαν μέσα σ’ αυτή.
Την ίδια νύχτα, μετά το πλύσιμο των οστών, είδα εγώ το εξής όνειρο:
Ένας καλόγηρος στεκόταν μπροστά μου καί μου έλεγε χαμογελαστός:
-Μ’ έβγαλες μέσα από τις λάσπες. Βασιλική, καί να “ξερες ποιος είμαι!…
Αυτά τα λόγια τα επανέλαβε δυο-τρεις φορές. Δεν πρόλαβα να τον ρωτήσω ποιος ήταν, γιατί ξύπνησα. Όταν το πρωί είπα το όνειρό μου στους δικούς μου, κανείς δεν μπόρεσε να μου δώσει μια εξήγηση. «Ποιόν καλόγηρο έβγαλα μέσα από τη λάσπη;», σκεφτόμουν —καί δεν μπορούσα ούτε εγώ να το εξηγήσω. Γι’ αυτό πέρασε απαρατήρητο.
Ήταν το πρώτο δεκαπενθήμερο του μηνός Ιουλίου του 1959…
Νέο ενύπνιο της Βασιλικής Ράλλη
Σαν να βρέθηκα στις Καρυές. Το μέρος όμως αυτό ήταν τελείως διαφορετικό. Δεν υπήρχαν λιόδεντρα, κι αντί για την εκκλησιά που χτίζαμε, υπήρχε μια άλλη μεγαλύτερη, μισογκρεμισμένη καί μαυρισμένη από πυρκαγιά. Στο προαύλιό της υπήρχε μια σειρά από χαμηλά κελιά. Ενώ στεκόμουν έκπληκτη νομίζοντας ότι είχα χάσει το δρόμο και κάπου αλλού βρισκόμουν, είδα από την πόρτα ενός κελιού να βγαίνουν τρεις κληρικοί. Οι δύο ήταν υψηλού αναστήματος κι ο άλλος μικρόσωμος. Ο μικρόσωμος κι ο ένας υψηλός με χαιρέτησαν χαμογελαστοί με μια κίνηση μόνο του κεφαλιού καί μπήκαν μέσα στη μισογκρεμισμένη εκκλησιά. Ο άλλος με πλησίασε, έσκυψε πάνω από ένα σωρό ερειπίων κι έψαχνε ανάμεσα στις γκρεμισμένες πέτρες, σαν κάτι να ζητούσε… καί το βρήκε!… Τον βλέπω ν’ ανασύρει το ακάνθινο στεφάνι του Χριστού, να μου το δείχνει καί να μου λέγει με βουρκωμένο βλέμμα:
-Βασιλική, να το μυστήριο που ζητάς να μάθεις. Αυτός ο τόπος είναι τόπος μαρτυρίου!… αν θέλεις να δεις καί περισσότερα, πήγαινε μέσα στην εκκλησιά.
Τη στιγμή αυτή χάθηκε από μπροστά μου, κι έμεινε στα χέρια μου το ακάνθινο στεφάνι… Σαστισμένη καί συγκινημένη προχώρησα με προσοχή ανάμεσα στα ερείπια καί μπήκα μέσα στην γκρεμισμένη εκκλησιά. Η εικόνα που αντίκρισα μ’ έκανε ν’ ανατριχιάσω… Σωρός από γκρεμισμένες πέτρες, σπασμένα μάρμαρα, καρβουνιασμένα σανίδια… Θυμάμαι μόνο πως, σε όσους τοίχους σώζονταν, υπήρχαν αγιογραφίες. Αριστερά είδα την εικόνα του Γενεσίου της Θεοτόκου. Δεξιά μια εικόνα της αγίας Παρασκευής σε ροζ απόχρωση. Πλάι σ’ αυτήν ήταν μια πλάκα μαρμάρινη με πολλά γράμματα. Άρχισα να διαβάζω με λαχτάρα. Διέκρινα πως η εκκλησία αυτή είχε χτιστεί το 1433 υπό Μελπομένης. Πιο κάτω, ανάμεσα σε άλλες λέξεις, που δεν κατάλαβα, διάβασα καί μια λέξη Πρεβαντόριον…
Ως το τέλος Αυγούστου το εκκλησάκι είχε τελειώσει. Είχε γίνει ακόμα καί το τέμπλο. Διαμορφώθηκε καί το προαύλιο σε ωραία πλατεία. Η πρώτη λειτουργία ορίστηκε να γίνει στίς 8 Σεπτεμβρίου, που ήταν η εορτή του Γενεσίου της Θεοτόκου…
Θαύμα ιάσεως της Βασιλικής Ράλλη
…Ονειρεύτηκα έναν καλόγηρο υψηλού αναστήματος με ασκητική μορφή. Μπήκε στο δωμάτιό μου, πλησίασε στο κρεβάτι μου με αργά βήματα, στάθηκε για μια στιγμή κοιτάζοντάς με μ’ ένα καλοσυνάτο θλιμμένο βλέμμα κι έπειτα ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου, σαν να “θελε να με ξυπνήσει, λέγοντας:
-Βασιλική, μην κλαις. Εμένα μ’ έσφαξαν για τον Χριστό, ας σε μάλωσαν κι εσένα για μένα… θα τους αποδείξω πως έχουν άδικο… Που πονάς, παιδί μου;
-Στο στομάχι μου, πάτερ, του απάντησα, υποφέρω πολύ.
Τότε άπλωσε το χέρι του στο στομάχι μου καί το σταύρωσε τρεις φορές λέγοντας:
-Εις το όνομα του Πατρός καί του Υιού καί του Αγίου Πνεύματος.
– Ποιος είσαι, πάτερ; τον ρώτησα.
— Σέ ποια οστά γονάτισες μπροστά τους κι έκλαψες; Δικά μου είναι… είμαι άγιος, Βασιλική… Είσαι καλά• προχώρει, μη δειλιάζεις, κι εγώ θα μεσιτεύω στον Κύριο για σένα…
…Έτρεξα στο εκκλησάκι των Καρυών, για να ευχαριστήσω τον ευεργέτη μου άγιο. Φίλησα τα ιερά του λείψανα, βρέχοντάς τα αυτή τη φορά με δάκρυα ευγνωμοσύνης, και τον παρακάλεσα να μου πει τ’ όνομά του.
– Ποιος είσαι, γλυκέ μου άγιε; έλεγα και ξανάλεγα, σαν να τον έβλεπα ζωντανό μπροστά μου και του μιλούσα. Πες μας τ’ όνομά σου, να το δοξάσουμε.
Εκείνη τη στιγμή μέσα από το κασονάκι με τα οστά ακούστηκαν τρεις ελαφροί χτύποι, σαν να σάλευαν τα οστά… μα δεν φοβήθηκα. Μάλλον χάρηκα και συγκινήθηκα, γιατί με τους χτύπους αυτούς είχε τη γνώμη ότι μου φανέρωσε την παρουσία του. Την άλλη νύχτα τον ξαναονειρεύτηκα. Η ίδια ασκητική μορφή, το ίδιο θλιμμένο, καλοσυνάτο χαμόγελο. Με κοίταξε κατάματα και μου είπε:
– Βασιλική, είμαι ο οσιομάρτυς Ραφαήλ… Οι Τούρκοι μ’ έσφαξαν, αφού πρώτα με βασάνισαν σαν τον Χριστό. Τα οστά που βρήκατε είναι δικά μου. Είμαι άγιος και θα κάνω πολλά θαύματα.
Ξύπνησα πολύ συγκινημένη. Ήταν τρεις η ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Έγραψα αμέσως το όνομα Ραφαήλ, για να μην το ξεχάσω…
Εν συνεχεία η Μαρία Τσολάκη βλέπει την Παναγία που της λέγει: «…την εικόνα μου… Εδώ την έχει κρύψει με τα χέρια του ο πάτερ Ραφαήλ, ο καλόγηρος που ζούσε στο μοναστήρι μου καί τον έσφαξαν οι Τούρκοι. Να πάτε στους Πύργους καί να πείτε στον παπα-Παχώμιο να “ρθεί να λειτουργήσει το εκκλησάκι μου καί να μνημονεύσει τα οστά που είναι μέσα στο κασονάκι με το όνομα Ραφαήλ, γιατί αυτό είναι τ’ όνομά του».
Η συγκίνησή μας τη στιγμή αυτή είναι αδύνατον να περιγραφεί. Δοξάσαμε τον Θεό, που την ίδια νύχτα αποκάλυψε σε δυο άτομα το όνομα του άγνωστου ως τότε αγίου, για να μην υπάρχει αμφιβολία ότι λεγόταν Ραφαήλ…
Όραμα του Κώστα Τσολάκη
«Είχα πάγει στο εκκλησάκι των Καρυών να προσκυνήσω. Πήγα μάλιστα καί μια εικόνα των Ταξιαρχών, που την είχα τάξει. Πλάι στο τέμπλο είδα καί το κασονάκι με τα κόκαλα που βρέθηκαν εκεί πάνω. Για μια στιγμή μου φάνηκε πως μέσα από το κασονάκι άκουσα ελαφρά χτυπήματα. Σκέφτηκα πως ίσως με γελούσαν τ’ αφτιά μου. Γονάτισα όμως καί ασπάσθηκα το κασονάκι λέγοντας: «Άραγε ποιος να ήσουν; Πώς σε λέγανε;» Κατέβηκα στο χωριό χωρίς να βγει από το μυαλό μου αυτή η ιδέα. Το βράδυ, όταν πλάγιασα για να κοιμηθώ, πρίν με πάρει καλά ο ύπνος, άκουσα μια φωνή δυνατή, αντρική, σαν να ερχόταν από μακριά, που έλεγε: «Κώστα!… Κώστα!… Το όνομά μου είναι Ραφαήλ!… Ραφαήλ!…». Άνοιξα τα μάτια μου καί σηκώθηκα καθιστός. Ρώτησα τη γυναίκα μου αν τ’ άκουσε κι εκείνη, Αλλά δεν είχε ακούσει τίποτα, κι άρχισε να γελά καί να με κοροϊδεύει»…
Ήταν λοιπόν τρία τα άτομα, στα οποία την ίδια νύχτα ο άγιος Ραφαήλ αποκάλυψε τ” όνομά του. Το τέταρτο ήταν ο πατήρ Παχώμιος. Όπως ο ίδιος μας διηγήθηκε μετά τη λειτουργία που έκανε στο εκκλησάκι, των Καρυών, αυτή τη μέρα, την αυγή, ονειρεύτηκε τον άγιο Ραφαήλ… μάλιστα, καθώς είπε, βρισκόταν «μεταξύ ύπνου καί ξύπνου», γιατί, αν καί με κλειστά τα μάτια, άκουγε τα βήματα των ανθρώπων που περνούσαν έξω από το κελί του. Στην αρχή ο άγιος Ραφαήλ του παρουσιάστηκε με τη μορφή του Ιερέα της Θερμής, αλλά αμέσως άλλαξε μορφή κι αφού τον εβεβαίωσε ότι το όνομά του ήταν Ραφαήλ, συμπλήρωσε: «Εξ Ιθάκης».
-Θα παραγγείλω την εικόνα σου στο Άγιον Όρος, άγιέ μου, είπε ο πατήρ Παχώμιος.
-Καί την ακολουθία μου μαζί, πρόσθεσε ο άγιος Ραφαήλ.
Ό πατήρ Παχώμιος, πολύ συγκινημένος, μνημόνευσε τα ιερά λείψανα του αγίου με το όνομα Ραφαήλ…
Αυτό το διάστημα άρχισαν να ονειρεύονται, καί οι αδελφές Δουργούνα, Μυρσίνη. Μαρία καί Ευαγγελία. Προσφυγοπούλες κι αυτές, από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, θύματα κι αυτές της Μικρασιατικής καταστροφής, ευσεβέστατες, αγκάλιασαν με θερμή πίστη καί αφοσίωση την ιερή υπόθεση των Καρυών καί αξιώθηκαν να ιδούν πολλά ενύπνια καί οράματα…
Ένα από τα σημαντικότερα όνειρα ήταν της Μαρίας Δουργούνα που ονειρεύτηκε έναν μεγαλόσωμο κληρικό, που της είπε:
-Είμαι ο άγιος Ραφαήλ από την Ιθάκη καί ήρθα εδώ το 1454. Τον πατέρα μου τον έλεγαν Διονύσιο καί τη μητέρα μου Μαρία, ήταν πολύ καλή χριστιανή.
Και σ’ ένα δεύτερο όνειρό της ονειρεύτηκε ότι βρισκόταν μέσα στο νεόχτιστο εκκλησάκι των Καρυών. Ξαφνικά παρουσιάστηκε μπροστά της ένα κοριτσάκι ξανθό καί όμορφο σαν αγγελούδι. Κρατούσε στο χέρι του ένα κλωνάρι ανθισμένης μυγδαλιάς καί γονατίζοντας μπροστά στο κασονάκι με τα οστά του αγίου Ραφαήλ άρχισε να το στολίζει.
-Ποια είσαι, καλέ; ρώτησε η Μαρία.
-Κι εγώ εδώ μένω, της απάντησε.
Σ’ ένα από τα ενύπνιά του, ο Νίκος Φύκιας είδε τον άγιο που του είπε: «Είμαι ο άγιος Ραφαήλ από την Ιθάκη. Ήρθα εδώ το 1454. Οι Τούρκοι μ’ έσφαξαν έπειτα από σκληρά μαρτύρια…».
Τα όνειρα συνεχίζονταν. Το ιστορικό του ιερού λόφου των Καρυών είχε αρχίσει ν’ αποκαλύπτεται σταδιακά και με συνέχεια. Το όνειρο του ενός συμπλήρωνε ή βεβαίωνε το όνειρο του άλλου…
http://archangelosmichail.gr/san-simera-vrethike-o-tafos-ke-ta-iera-lipsana-tou-agiou-rafail
Ο θείος μου Κωνσταντίνος Μαραγκός είχε πεθάνει, προ ετών. Άρχισε όμως να παρουσιάζεται στον ύπνο της μητέρας μου καί να της υπενθυμίζει το τάξιμό της.
Τον ονειρεύτηκα κι εγώ, καθώς κι’ ένας συγχωριανός μας, ο Κώστας Σιδεράς. Καί στους δυο μας για το τάξιμο της μητέρας μου εμίλησε. Την τρίτη φορά που τον ονειρεύτηκε η μητέρα μου ήταν πολύ αυστηρός καί της είπε επιτακτικά:…
-Αγγελική, ήρθε η ώρα να κάνεις το τάξιμο σου. Να χτιστεί το εκκλησάκι της Παναγίας. Μην καθυστερείτε καθόλου.
Η μητέρα μου ξύπνησε φοβισμένη από το αυστηρό ύφος του θείου μου. Το πρωί μας διηγήθηκε το όνειρο της. Ο Άγγελος (σύζυγος της Βασιλικής Ράλλη) το άκουσε με συγκίνηση καί δέχτηκε με χαρά καί προθυμία να χτίσει το εκκλησάκι της Παναγίας, στη μνήμη του πατέρα μου καί του θείου μου. Την ίδια μέρα, χωρίς χρονοτριβή, κατέβηκε στη Μυτιλήνη, πήγε στη Μητρόπολη καί πήρε τη σχετική άδεια από τον μητροπολίτη Ιάκωβο Κλεομβρότου, Το μόνο που μας προβλημάτιζε ήταν το ζήτημα του νερού. Ένα νερό, πού έτρεχε εκεί κοντά από έναν πήλινο σωλήνα, είχε στερέψει προ ετών. Θα έπρεπε για το χτίσιμο να κουβαλούν οι εργάτες νερό από το χωριό κι από ένα κοντινό πηγάδι. Ποια όμως ήταν η έκπληξή μας, όταν ήρθε ένα πρωί στο σπίτι μας ο επιστάτης των κτημάτων μας Δούκας Τσολάκης καί μας είπε πως το νερό που ήταν χρόνια στερεμένο είχε αρχίσει να τρέχει!…
-Δούκα, είσαι στα καλά σου; του “πε ο Άγγελος, Το καλοκαίρι στερεύουν τα νερά πού τρέχουν κι αυτό, πού έχει χρόνια να τρέξει, άνοιξε τώρα καί τρέχει;
-Ανέβα κυρ-Άγγελε, στις Καρυές καί θα το δεις, απάντησε ο Δούκας.
Την ίδια στιγμή πήγε στις Καρυές ο Άγγελος. Καί σαν είδε το νερό να τρέχει μπόλικο, σταυροκοπήθηκε καί είπε:
-Μεγάλο καί δοξασμένο το όνομά σου, Παναγία μου, πού έκανες αυτό το θαύμα, για να μας διευκολύνεις!…
Η εύρεση του τάφου του αγίου Ραφαήλ
Τέλος Ιουνίου 1959
Οι εργασίες για το χτίσιμο της εκκλησιάς άρχισαν. Ο Άγγελος είχε στείλει τον επιστάτη μας Δούκα Τσολάκη με τους εργάτες Νίκο Ποδάρα, Γιάννη Χριστοδούλου καί Γεώργιο Καπετάνιο να ισοπεδώσουν αρχικώς το χώρο, να τον καθαρίσουν από τις πέτρες καί ν’ ανοίξουν τα θεμέλια. Καθαρίζοντας το χώρο, που ήταν ακριβώς μέσα στο ερημοκλήσι, ο Δούκας Τσολάκης πρόσεξε μια καρφωτή πέτρα που προχωρούσε βαθιά στο χώμα. Προσπαθώντας να τη βγάλει, είδε ότι προχωρούσε σε μεγάλο βάθος κι ήταν κάθετη, σαν να είχε τοποθετηθεί σκόπιμα σαν σημάδι. Από περιέργεια συνέχισε το σκάψιμο σ’ αυτό το σημείο, κάνοντας τη σκέψη ότι κάποιος θα είχε κρύψει εκεί χρήματα.
Η πέτρα ακουμπούσε πάνω σε μια σπασμένη κολονίτσα, που κι αυτή φαινόταν σαν να είχε τοποθετηθεί σκόπιμα. Προχωρώντας το σκάψιμο ακόμα πιο βαθιά, είδε ότι η κολονίτσα σταματούσε πάνω στην πλάκα ενός τάφου. Ανασηκώνοντας την πλάκα, φάνηκε ένας ανθρώπινος σκελετός, ξαπλωμένος σ’ ένα στενό μνήμα, με μικρές στενόμακρες πέτρες τοποθετημένες στα πλάγιά του. Το κεφάλι του νεκρού απείχε ως τριάντα πόντους από το σώμα κι έλειπε τελείως η κάτω σιαγόνα. Στό μέρος της σιαγόνας υπήρχε ένα κεραμίδι βυζαντινής εποχής με τρεις σταυρούς χαραγμένους πάνω του. Είχε τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του, καί κάτω από το κεφάλι ήταν τοποθετημένη μια στρογγυλή μαύρη πέτρα, σαν προσκέφαλο. Πλάι στην πέτρα καί λίγο κάτω απ’ αυτή υπήρχε ένα μπρούντζινο κλειδί. Για μια στιγμή ο Δούκας σάστισε. Του “κανε εντύπωση καί μια γλυκιά μυρουδιά πού σκορπίστηκε τριγύρω. «Περίεργο, σκέφτηκε. Κανείς από τους εργάτες δεν έχει κολόνια επάνω του… κι όμως μοσχοβόλησε ο τόπος!…». Του φαινόταν αδιανόητο πώς ήταν δυνατόν αυτή η μυρουδιά να ξεχύνεται από το μνημείο.
Μετά έβαλε το φτυάρι μέσα στον τάφο προσπαθώντας να βγάλει τα οστά. Κανένα όμως απ’ αυτά δεν έμπαινε μέσα στο φτυάρι. Νευρίασε ο Δούκας. Τη στιγμή όμως αυτή ανέβηκε στις Καρυές το οχτάχρονο αγοράκι του, ο Δημητράκης, για να του πάγει το φαγητό. Τότε, πιάνοντάς το από τα χέρια ο πατέρας του το κατέβασε με προσοχή μέσα στο μνήμα. Το παιδί έπιανε λίγα-λίγα τα οστά με τα χεράκια του καί του τα “δινε. Ο Δούκας τα τοποθέτησε προσωρινά στη ρίζα μιας ελιάς. Τον τάφο δεν τον χάλασε.
Το σκάψιμο για το ισοπέδωμα του χώρου συνεχίστηκε. Σκάβοντας για τα θεμέλια βρέθηκαν μερικά σπασμένα μάρμαρα, με σκαλιστούς σταυρούς επάνω τους, κι ένα κιονόκρανο… Το χτίσιμο της εκκλησίας άρχισε με τεχνίτη τον Γιάννη Κεμερλή. Όταν μάθαμε ότι μέσα στο ξωκλησάκι των Καρυών βρέθηκαν λείψανα χριστιανού νεκρού, ανεβήκαμε μαζί με τη μητέρα μου να τα ιδούμε. Ήταν ακόμα αποθεμένα στη ρίζα της ελιάς. Τα λιβανίσαμε με συγκίνηση καί είπαμε στον Δούκα να τα προσέξει, ώσπου να τα πλύνουμε καί να τα τοποθετήσουμε σε κιβώτιο.
-Εμείς, του είπαμε, πατέρα δεν θάψαμε ούτε εικοσιοχτώ σφαγμένους συγγενείς μας, που τα άταφα κορμιά τους στη Μικρά Ασία τα σπάραξαν τ’ αγρίμια. Θα πλύνουμε μ” ευλάβεια τα κοκαλάκια αυτού του άγνωστου χριστιανού νεκρού, που ποιος ξέρει γιατί βρέθηκε θαμμένος μέσα στο τούρκικο κτήμα, θα τα τοποθετήσουμε σε κασονάκι καί θα τα κατεβάσουμε στο κοιμητήρι του χωριού μας. Δυστυχώς, την ίδια μέρα ανέβηκε στίς Καρυές να προσκυνήσει την Παναγία μια ντόπια Θερμιώτισσα, η Μυρσίνη Ψάνη, με τον εγγονό της Μιχάλη Λαμπρινό. Καθώς δε η Μυρσίνη συνομιλούσε με τον Δούκα, το παιδί, θέλοντας να παίξει, άρπαξε μια πέτρα καί την πέταξε πάνω στο κρανίο του νεκρού, με αποτέλεσμα να το σπάσει. Θυμωμένος ο Δούκας, γιατί φοβήθηκε μην τον μαλώσουμε, έβαλε τα οστά μέσα σ’ ένα σακί από τσιμέντο καί τ’ απόθεσε στη ρίζα ενός διχαλωτού δέντρου. Την ώρα που ετοιμαζόταν να σχολάσει, νευριασμένος καθώς ήταν ακόμα, άρπαξε το σακί βλασφημώντας να το κρεμάσει στο δέντρο για περισσότερη σιγουριά.
Το σακί όμως ήταν ασήκωτο. Στην αρχή του φάνηκε ότι το χέρι του είχε πιαστεί από τη σκαπάνη καί δοκίμασε να το σηκώσει με το άλλο του το χέρι, συνεχίζοντας τις βλαστήμιες. Μα πάλι το σακί δεν κινήθηκε από τη θέση του, σαν να ήταν καρφωμένο στο χώμα. Σάστισε ο Δούκας… του φάνηκε ανεξήγητο αυτό που του συνέβαινε… καί τότε σκέφτηκε: «Δίκαιος, ως φαίνεται, θα ήταν αυτός ο άνθρωπος, κι εγώ βλασφημώ καί δεν μπορώ να σηκώσω τα κόκαλά του». Κάθισε συλλογισμένος στη ρίζα του δέντρου, κάπνισε ένα τσιγάρο απορροφημένος από τις σκέψεις του καί σταυροκοπήθηκε, έπειτα από εικοσιέξι περίπου χρόνια που είχε να κάνει το σταυρό του. Αμέσως σήκωσε το σακί ανάλαφρο…
Κάτι παρόμοιο συνέβη καί σε κάποιον άλλον από τους εργάτες μας, τον Λεωνίδα Σιδερά. Όταν ακόμα το σακί βρισκόταν στη ρίζα του δέντρου, ο Λεωνίδας θέλοντας να το παραμερίσει το κλότσησε με το πόδι του. Την ίδια στιγμή όμως ένιωσε το πόδι του να μουδιάζει ολόκληρο κι άκουσε ολοκάθαρα μέσα από το σακί έναν ανθρώπινο στεναγμό. Φοβήθηκε πολύ… κάθισε στη ρίζα του δέντρου χλωμός σαν το κερί. Μη θέλοντας όμως να πει τίποτε στους άλλους εργάτες, για να μην τον κοροϊδεύουν, προσποιήθηκε τον άρρωστο καί κατέβηκε κουτσαίνοντας από τις Καρυές. Διηγήθηκε μόνο στη γυναίκα του αυτό που του συνέβη λέγοντας :
-Κυριακή δεν ξαναπηγαίνω να δουλέψω στην εκκλησιά που χτίζει ο Ράλλης. Ο τόπος αυτός πράγματι είναι στοιχειωμένος.
Το βράδυ, όταν κοιμήθηκε, είδε το εξής όνειρο: Ένας καλόγηρος του χτύπησε την πόρτα καί του ζήτησε ψωμί. Ο Λεωνίδας προθυμοποιήθηκε να του δώσει, από το λίγο που είχε. Τότε ο καλόγηρος του είπε:
-Δεν θέλω, Λεωνίδα. Κράτησε το να το φάνε τα παιδιά σου, καί το ψωμί εύχομαι να μη σου λείψει ποτέ.
-Ποιος είσαι, πάτερ; Από που έρχεσαι; Από το Άγιον Όρος; ρώτησε ο Λεωνίδας.
-Όχι, από τις Καρυές έρχομαι… είμαι εκείνος πού κλότσησες χτες τα κόκαλά του. Είμαι άγιος, κι αυτό που έκανες να μην το ξανακάνεις…
Ο Λεωνίδας είπε το όνειρο που είδε μόνο στη γυναίκα του καί τη συμβούλεψε να μην πει σε κανέναν τίποτα. Αλλά καί στις Καρυές δεν ξανανέβηκε να εργασθεί… Φοβήθηκε…
Εκτός από τον Λεωνίδα Σιδερά καί τον Δούκα Τσολάκη, κι από τους άλλους εργάτες κάτι είχε να διηγηθεί ο καθένας. Πότε είχαν ακούσει κουδουνάκια θυμιατού, πότε οσμή θυμιάματος, πότε κρότους υπόκωφους καί βήματα χωρίς να βλέπουν κανέναν, πότε στεναγμούς. Μια μέρα μάλιστα ο χτίστης Γιάννης Κεμερλής είπε στον Άγγελο:
-Κυρ – Άγγελε, ώσπου να τελειώσουμε αυτή την εκκλησία, κάτι θα πάθουμε. Έχουμε σαστίσει μ” αυτά που συμβαίνουν εκεί πάνω. Τί μυστήριο κρύβει άραγε αυτός ο τόπος;…
Ενώ χτιζόταν ακόμα το εκκλησάκι, μια Κυριακή πρωί ο Δούκας Τσολάκης ανέβηκε μόνος του στις Καρυές, γιά να κυνηγήσει μια αλεπού που του είχε φάγει την κατσίκα του. Κάθισε για λίγο έξω από το εκκλησάκι, να ξεκουραστεί καί να καπνίσει ένα τσιγάρο. Ξαφνικά είδε να έρχεται προς το μέρος του ένας αξιωματικός, που τον έβλεπε κατάματα χωρίς να μιλά. Ο Δούκας τον καλημέρισε πρώτος, μα δεν πήρε απάντηση. «Κουφός θα είναι», σκέφτηκε καί τον ξανακαλημέρισε.
Πάλι δεν του απάντησε. Μόνο που τη στιγμή αυτή τον είχε πλησιάσει καί τον κοίταζε κατάματα με βλέμμα πολύ αυστηρό. Ο Δούκας τρομοκρατήθηκε καί με τη σκέψη πως ίσως ο αξιωματικός αυτός είχε σκοπό να του κάνει κακό, άρπαξε το τουφέκι στο χέρι του για ν’ αμυνθεί. Απότομα όμως ο αξιωματικός χάθηκε σαν αγέρας από μπροστά του. Πανικόβλητος τότε το “βαλε στα πόδια, καί για λίγα λεπτά πήρε το δρόμο προς το χωριό τρέχοντας. Σαν έφτασε στο σπίτι του, διηγήθηκε στη γυναίκα του αυτό πού του είχε συμβεί, συμβουλεύοντας την να μην το πει σε κανέναν, για να μην τον περιπαίζουν.
«Πράγματι, της είπε, ο τόπος αυτός έχει φαντάσματα…». Τον Θεό όμως εξακολουθούσε να μην τον πιστεύει.
Τα οστά του άγνωστου αυτού νεκρού, που βρέθηκε μέσα στο ξωκλησάκι, τα πλύναμε εγώ με τη μητέρα μου καί τη Μαρία Τσολάκη. Τα στεγνώσαμε σε καθαρό τραπεζομάντηλο καί τα τοποθετήσαμε σε μικρό κιβώτιο. Φωνάξαμε καί τον ιερέα της Θερμής Ευθύμιο Τσόλο να διαβάσει τρισάγιο. Εκείνος μας συμβούλεψε να μην τα κατεβάσουμε στο κοιμητήρι του χωριού, αλλά να μείνουν μέσα στο ιερό της εκκλησιάς που χτίζαμε, μια και βρέθηκαν μέσα σ’ αυτή.
Την ίδια νύχτα, μετά το πλύσιμο των οστών, είδα εγώ το εξής όνειρο:
Ένας καλόγηρος στεκόταν μπροστά μου καί μου έλεγε χαμογελαστός:
-Μ’ έβγαλες μέσα από τις λάσπες. Βασιλική, καί να “ξερες ποιος είμαι!…
Αυτά τα λόγια τα επανέλαβε δυο-τρεις φορές. Δεν πρόλαβα να τον ρωτήσω ποιος ήταν, γιατί ξύπνησα. Όταν το πρωί είπα το όνειρό μου στους δικούς μου, κανείς δεν μπόρεσε να μου δώσει μια εξήγηση. «Ποιόν καλόγηρο έβγαλα μέσα από τη λάσπη;», σκεφτόμουν —καί δεν μπορούσα ούτε εγώ να το εξηγήσω. Γι’ αυτό πέρασε απαρατήρητο.
Ήταν το πρώτο δεκαπενθήμερο του μηνός Ιουλίου του 1959…
Νέο ενύπνιο της Βασιλικής Ράλλη
Σαν να βρέθηκα στις Καρυές. Το μέρος όμως αυτό ήταν τελείως διαφορετικό. Δεν υπήρχαν λιόδεντρα, κι αντί για την εκκλησιά που χτίζαμε, υπήρχε μια άλλη μεγαλύτερη, μισογκρεμισμένη καί μαυρισμένη από πυρκαγιά. Στο προαύλιό της υπήρχε μια σειρά από χαμηλά κελιά. Ενώ στεκόμουν έκπληκτη νομίζοντας ότι είχα χάσει το δρόμο και κάπου αλλού βρισκόμουν, είδα από την πόρτα ενός κελιού να βγαίνουν τρεις κληρικοί. Οι δύο ήταν υψηλού αναστήματος κι ο άλλος μικρόσωμος. Ο μικρόσωμος κι ο ένας υψηλός με χαιρέτησαν χαμογελαστοί με μια κίνηση μόνο του κεφαλιού καί μπήκαν μέσα στη μισογκρεμισμένη εκκλησιά. Ο άλλος με πλησίασε, έσκυψε πάνω από ένα σωρό ερειπίων κι έψαχνε ανάμεσα στις γκρεμισμένες πέτρες, σαν κάτι να ζητούσε… καί το βρήκε!… Τον βλέπω ν’ ανασύρει το ακάνθινο στεφάνι του Χριστού, να μου το δείχνει καί να μου λέγει με βουρκωμένο βλέμμα:
-Βασιλική, να το μυστήριο που ζητάς να μάθεις. Αυτός ο τόπος είναι τόπος μαρτυρίου!… αν θέλεις να δεις καί περισσότερα, πήγαινε μέσα στην εκκλησιά.
Τη στιγμή αυτή χάθηκε από μπροστά μου, κι έμεινε στα χέρια μου το ακάνθινο στεφάνι… Σαστισμένη καί συγκινημένη προχώρησα με προσοχή ανάμεσα στα ερείπια καί μπήκα μέσα στην γκρεμισμένη εκκλησιά. Η εικόνα που αντίκρισα μ’ έκανε ν’ ανατριχιάσω… Σωρός από γκρεμισμένες πέτρες, σπασμένα μάρμαρα, καρβουνιασμένα σανίδια… Θυμάμαι μόνο πως, σε όσους τοίχους σώζονταν, υπήρχαν αγιογραφίες. Αριστερά είδα την εικόνα του Γενεσίου της Θεοτόκου. Δεξιά μια εικόνα της αγίας Παρασκευής σε ροζ απόχρωση. Πλάι σ’ αυτήν ήταν μια πλάκα μαρμάρινη με πολλά γράμματα. Άρχισα να διαβάζω με λαχτάρα. Διέκρινα πως η εκκλησία αυτή είχε χτιστεί το 1433 υπό Μελπομένης. Πιο κάτω, ανάμεσα σε άλλες λέξεις, που δεν κατάλαβα, διάβασα καί μια λέξη Πρεβαντόριον…
Ως το τέλος Αυγούστου το εκκλησάκι είχε τελειώσει. Είχε γίνει ακόμα καί το τέμπλο. Διαμορφώθηκε καί το προαύλιο σε ωραία πλατεία. Η πρώτη λειτουργία ορίστηκε να γίνει στίς 8 Σεπτεμβρίου, που ήταν η εορτή του Γενεσίου της Θεοτόκου…
Θαύμα ιάσεως της Βασιλικής Ράλλη
…Ονειρεύτηκα έναν καλόγηρο υψηλού αναστήματος με ασκητική μορφή. Μπήκε στο δωμάτιό μου, πλησίασε στο κρεβάτι μου με αργά βήματα, στάθηκε για μια στιγμή κοιτάζοντάς με μ’ ένα καλοσυνάτο θλιμμένο βλέμμα κι έπειτα ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου, σαν να “θελε να με ξυπνήσει, λέγοντας:
-Βασιλική, μην κλαις. Εμένα μ’ έσφαξαν για τον Χριστό, ας σε μάλωσαν κι εσένα για μένα… θα τους αποδείξω πως έχουν άδικο… Που πονάς, παιδί μου;
-Στο στομάχι μου, πάτερ, του απάντησα, υποφέρω πολύ.
Τότε άπλωσε το χέρι του στο στομάχι μου καί το σταύρωσε τρεις φορές λέγοντας:
-Εις το όνομα του Πατρός καί του Υιού καί του Αγίου Πνεύματος.
– Ποιος είσαι, πάτερ; τον ρώτησα.
— Σέ ποια οστά γονάτισες μπροστά τους κι έκλαψες; Δικά μου είναι… είμαι άγιος, Βασιλική… Είσαι καλά• προχώρει, μη δειλιάζεις, κι εγώ θα μεσιτεύω στον Κύριο για σένα…
…Έτρεξα στο εκκλησάκι των Καρυών, για να ευχαριστήσω τον ευεργέτη μου άγιο. Φίλησα τα ιερά του λείψανα, βρέχοντάς τα αυτή τη φορά με δάκρυα ευγνωμοσύνης, και τον παρακάλεσα να μου πει τ’ όνομά του.
– Ποιος είσαι, γλυκέ μου άγιε; έλεγα και ξανάλεγα, σαν να τον έβλεπα ζωντανό μπροστά μου και του μιλούσα. Πες μας τ’ όνομά σου, να το δοξάσουμε.
Εκείνη τη στιγμή μέσα από το κασονάκι με τα οστά ακούστηκαν τρεις ελαφροί χτύποι, σαν να σάλευαν τα οστά… μα δεν φοβήθηκα. Μάλλον χάρηκα και συγκινήθηκα, γιατί με τους χτύπους αυτούς είχε τη γνώμη ότι μου φανέρωσε την παρουσία του. Την άλλη νύχτα τον ξαναονειρεύτηκα. Η ίδια ασκητική μορφή, το ίδιο θλιμμένο, καλοσυνάτο χαμόγελο. Με κοίταξε κατάματα και μου είπε:
– Βασιλική, είμαι ο οσιομάρτυς Ραφαήλ… Οι Τούρκοι μ’ έσφαξαν, αφού πρώτα με βασάνισαν σαν τον Χριστό. Τα οστά που βρήκατε είναι δικά μου. Είμαι άγιος και θα κάνω πολλά θαύματα.
Ξύπνησα πολύ συγκινημένη. Ήταν τρεις η ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Έγραψα αμέσως το όνομα Ραφαήλ, για να μην το ξεχάσω…
Εν συνεχεία η Μαρία Τσολάκη βλέπει την Παναγία που της λέγει: «…την εικόνα μου… Εδώ την έχει κρύψει με τα χέρια του ο πάτερ Ραφαήλ, ο καλόγηρος που ζούσε στο μοναστήρι μου καί τον έσφαξαν οι Τούρκοι. Να πάτε στους Πύργους καί να πείτε στον παπα-Παχώμιο να “ρθεί να λειτουργήσει το εκκλησάκι μου καί να μνημονεύσει τα οστά που είναι μέσα στο κασονάκι με το όνομα Ραφαήλ, γιατί αυτό είναι τ’ όνομά του».
Η συγκίνησή μας τη στιγμή αυτή είναι αδύνατον να περιγραφεί. Δοξάσαμε τον Θεό, που την ίδια νύχτα αποκάλυψε σε δυο άτομα το όνομα του άγνωστου ως τότε αγίου, για να μην υπάρχει αμφιβολία ότι λεγόταν Ραφαήλ…
Όραμα του Κώστα Τσολάκη
«Είχα πάγει στο εκκλησάκι των Καρυών να προσκυνήσω. Πήγα μάλιστα καί μια εικόνα των Ταξιαρχών, που την είχα τάξει. Πλάι στο τέμπλο είδα καί το κασονάκι με τα κόκαλα που βρέθηκαν εκεί πάνω. Για μια στιγμή μου φάνηκε πως μέσα από το κασονάκι άκουσα ελαφρά χτυπήματα. Σκέφτηκα πως ίσως με γελούσαν τ’ αφτιά μου. Γονάτισα όμως καί ασπάσθηκα το κασονάκι λέγοντας: «Άραγε ποιος να ήσουν; Πώς σε λέγανε;» Κατέβηκα στο χωριό χωρίς να βγει από το μυαλό μου αυτή η ιδέα. Το βράδυ, όταν πλάγιασα για να κοιμηθώ, πρίν με πάρει καλά ο ύπνος, άκουσα μια φωνή δυνατή, αντρική, σαν να ερχόταν από μακριά, που έλεγε: «Κώστα!… Κώστα!… Το όνομά μου είναι Ραφαήλ!… Ραφαήλ!…». Άνοιξα τα μάτια μου καί σηκώθηκα καθιστός. Ρώτησα τη γυναίκα μου αν τ’ άκουσε κι εκείνη, Αλλά δεν είχε ακούσει τίποτα, κι άρχισε να γελά καί να με κοροϊδεύει»…
Ήταν λοιπόν τρία τα άτομα, στα οποία την ίδια νύχτα ο άγιος Ραφαήλ αποκάλυψε τ” όνομά του. Το τέταρτο ήταν ο πατήρ Παχώμιος. Όπως ο ίδιος μας διηγήθηκε μετά τη λειτουργία που έκανε στο εκκλησάκι, των Καρυών, αυτή τη μέρα, την αυγή, ονειρεύτηκε τον άγιο Ραφαήλ… μάλιστα, καθώς είπε, βρισκόταν «μεταξύ ύπνου καί ξύπνου», γιατί, αν καί με κλειστά τα μάτια, άκουγε τα βήματα των ανθρώπων που περνούσαν έξω από το κελί του. Στην αρχή ο άγιος Ραφαήλ του παρουσιάστηκε με τη μορφή του Ιερέα της Θερμής, αλλά αμέσως άλλαξε μορφή κι αφού τον εβεβαίωσε ότι το όνομά του ήταν Ραφαήλ, συμπλήρωσε: «Εξ Ιθάκης».
-Θα παραγγείλω την εικόνα σου στο Άγιον Όρος, άγιέ μου, είπε ο πατήρ Παχώμιος.
-Καί την ακολουθία μου μαζί, πρόσθεσε ο άγιος Ραφαήλ.
Ό πατήρ Παχώμιος, πολύ συγκινημένος, μνημόνευσε τα ιερά λείψανα του αγίου με το όνομα Ραφαήλ…
Αυτό το διάστημα άρχισαν να ονειρεύονται, καί οι αδελφές Δουργούνα, Μυρσίνη. Μαρία καί Ευαγγελία. Προσφυγοπούλες κι αυτές, από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, θύματα κι αυτές της Μικρασιατικής καταστροφής, ευσεβέστατες, αγκάλιασαν με θερμή πίστη καί αφοσίωση την ιερή υπόθεση των Καρυών καί αξιώθηκαν να ιδούν πολλά ενύπνια καί οράματα…
Ένα από τα σημαντικότερα όνειρα ήταν της Μαρίας Δουργούνα που ονειρεύτηκε έναν μεγαλόσωμο κληρικό, που της είπε:
-Είμαι ο άγιος Ραφαήλ από την Ιθάκη καί ήρθα εδώ το 1454. Τον πατέρα μου τον έλεγαν Διονύσιο καί τη μητέρα μου Μαρία, ήταν πολύ καλή χριστιανή.
Και σ’ ένα δεύτερο όνειρό της ονειρεύτηκε ότι βρισκόταν μέσα στο νεόχτιστο εκκλησάκι των Καρυών. Ξαφνικά παρουσιάστηκε μπροστά της ένα κοριτσάκι ξανθό καί όμορφο σαν αγγελούδι. Κρατούσε στο χέρι του ένα κλωνάρι ανθισμένης μυγδαλιάς καί γονατίζοντας μπροστά στο κασονάκι με τα οστά του αγίου Ραφαήλ άρχισε να το στολίζει.
-Ποια είσαι, καλέ; ρώτησε η Μαρία.
-Κι εγώ εδώ μένω, της απάντησε.
Σ’ ένα από τα ενύπνιά του, ο Νίκος Φύκιας είδε τον άγιο που του είπε: «Είμαι ο άγιος Ραφαήλ από την Ιθάκη. Ήρθα εδώ το 1454. Οι Τούρκοι μ’ έσφαξαν έπειτα από σκληρά μαρτύρια…».
Τα όνειρα συνεχίζονταν. Το ιστορικό του ιερού λόφου των Καρυών είχε αρχίσει ν’ αποκαλύπτεται σταδιακά και με συνέχεια. Το όνειρο του ενός συμπλήρωνε ή βεβαίωνε το όνειρο του άλλου…
http://archangelosmichail.gr/san-simera-vrethike-o-tafos-ke-ta-iera-lipsana-tou-agiou-rafail