Γράφει ὁ Δημ. Νατσιός
Δάσκαλος-Κιλκίς
«Τὸ
εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον, τὸ δ’ ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον», δηλ. θεμέλιo τῆς
εὐτυχίας εἶναι ἡ ἐλευθερία καὶ τῆς ἐλευθερίας ἡ γενναιότητα
Ἀφιέρωμα
εὐλαβικὸ τὸ παρὸν σημείωμα. Μία ἀνάπαυλα ἀπὸ τὰ ἐφήμερα, τὰ φτηνά, τὰ
ἀξιοθρήνητα ποὺ καθημερινά μας βαλτώνουν σ’ ἕνα παρὸν χωρὶς ὁρίζοντα, σ’
ἕνα παρὸν ποὺ τρώει τὶς σάρκες του καὶ ἀπομυζᾶ τὰ ὅποια ἀποθέματα
ἀντίστασης καὶ ἀντίδρασης ὑπάρχουν.
Σὲ ἡμέρες χαμερπεῖς, ὅπως οἱ δικές μας, ὅπου τὸ σολωμικὸ ἁλωνάκι, ἡ ταλαίπωρη πατρίδα μας, βάλλεται ἀπὸ «δειλούς, μοιραίους καὶ ἄβουλους»,
ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ Βάρναλης, μοναδικὸ καταφύγιο, πολλὲς φορές, ἡ ἱστορία
μας, ἡ ἀναζήτηση μορφῶν ποὺ θὰ σὲ στερεώσουν καὶ θὰ σὲ παρηγορήσουν. Στὸ
σημερινὸ βιογραφικὸ μαρτυρολόγιο πρωταγωνιστοῦν δύο πρόσωπα, ἐκπρόσωποι
ἑνὸς ὁλόκληρου λαοῦ, σὲ μία ὁρισμένη ἱστορικὴ στιγμή.
Τὰ ὀνόματά τους: «Ταγματάρχης
Ἰωάννης Βελισσαρίου, διοικητὴς τοῦ 9ου Τάγματος Εὐζώνων, πεςὼν ἐνδόξως,
ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος, στὶς 13 Ἰουλίου 1913, στὸ ὕψωμα 1378 τοῦ
ὅρους Ὄρβηλος».
«Ἀνθυπολοχαγὸς
Ἰωάννης Μαυροδῆμος, τοῦ 2ου Συντάγματος Πεζικοῦ, πεςὼν ἐνδόξως, ὑπὲρ
Πίστεως καὶ Πατρίδος, στὶς 6 Ὀκτωβρίου 1912, κατὰ τὴν μάχη τῆς
Ἐλασσόνος».
Ὁ
πρῶτος, ὁ Βελισσαρίου, ἦταν «ὁ ἥρωας τῶν ἡρώων», ἡ γενναιότερη μορφὴ
τῶν Βαλκανικῶν ἀγώνων. Ὁ ἀνθυπολοχαγὸς Μαυροδῆμος ἦταν ὁ πρῶτος πεςὼν
ἀξιωματικὸς τῶν πολέμων τοῦ 1912-13.
Γόνοι ἐνδόξων, «ἐπωνύμων» οἰκογενειῶν καὶ οἱ δύο ἥρωες, «ἐξαιρετικοῦ ἤθους, ἀνδρείας καὶ μορφώσεως».
(Τότε οἱ ἐπώνυμοι, ἔνιωθαν βαρὺ τὸ φορτίο τῆς ἐπωνυμίας. «Μονάχη
ἔγνοια» τους νὰ μὴν κηλιδώσουν τὸ ὄνομά τους, νὰ φανοῦν ἀντάξιοι, νὰ
δώσουν παράδειγμα καὶ νὰ φιλοτιμήσουν τὸν «ἀνώνυμο» λαό. Ἕνας τέτοιος
«ἐπώνυμος», ὁ Παῦλος Μελάς, γαμπρὸς πρωθυπουργοῦ, ἔσωσε, μὲ τὴ θυσία
του, τὴν Μακεδονία καὶ ἕνας ἄλλος «ἐπώνυμος», ὁ ποιητὴς Λορέντζος
Μαβίλης, στὰ 55 του κατατάσσεται ἐθελοντικῶς στὸν ἑλληνικὸ στρατὸ καὶ
σκοτώνεται πολεμώντας στὴν Ἤπειρο, ἀνασταίνοντας τὸν ἀρχαῖο ποιητὴ
Τυρταῖο. Μία σύγκριση μὲ τοὺς σημερινοὺς «ἐπώνυμους», ποὺ γεμίζουν τὶς
στῆλες τῶν σκανδαλοθηρικῶν περιοδικῶν – τὰ γνωστὰ ἀρσενοθήλεα ποὺ μᾶς
ταλαιπωροῦν μὲ τὶς ἀσωτεῖες τους – σοῦ προκαλεῖ κατάθλιψη…).
Ὁ
ταγματάρχης Ἰωάννης Βελισσαρίου, γεννήθηκε τὸ 1861 στὴν Κύμη τῆς
Εὐβοίας. Κατὰ τὸν «ἀτυχῆ» πόλεμο τοῦ 1897, εἶναι ὁ μόνος ἀξιωματικὸς ποὺ
«δὲν θέλησε νὰ ὑποχωρήσει χωρὶς διαταγὴ καὶ παρέμεινε στὸ
Ἀνώνυμο ὀχύρωμα τῆς Μελούνας, ποὺ κατεῖχε μέχρι τὶς 11 τὴ νύχτα, ὁπότε
καὶ ἔλαβε σχετικὴ διαταγὴ ὑποχωρήσεως». (Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τόμ. ΙΔ´, σελ. 128). «Ἡ ἱστορία δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ βιογραφίες μεγάλων ἀνδρῶν», ἔλεγε ὁ Τ. Καρλάϋλ, αὐτὸς ὁ Μόνος, ὁ Ἕνας, τῆς δίνει τὴν κίνηση, τὴν σημαδεύει.
Στὸ
Σαραντάπορο χωρὶς νὰ περιμένει τὴν ὑποστήριξη τοῦ πυροβολικοῦ,
αἰφνιδιάζει τοὺς Τούρκους ποὺ ὑποχωροῦν. Στὰ 1913, ἐκπορθεῖ χάρις στὴν
ὁρμὴ καὶ τὴν ἀνδρεία του, τὸ ἀπόρθητο Μπιζάνι, τὸ φρούριο τῶν Ἰωαννίνων.
(Ὁ Βελισσαρίου ἦταν ἄριστος γνώστης τῆς σύγχρονης πολεμικῆς τακτικῆς.
Τὸ 1910 μετέφρασε τὸ κλασσικὸ τότε σύγγραμμα τοῦ Γάλλου στρατάρχη Φὸς
«Περὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ πολέμου». Ἀπὸ τοὺς πρωτεργάτες τῆς Ἐπανάστασης στὸ
Γουδὴ ἡ γεμάτη φιλοπατρία καρδιά του, φλέγεται ἀπὸ τὸ ὅραμα τοῦ
Βενιζέλου καὶ ἑτοιμάζεται…).
Ὄρθιος,
γιὰ νὰ παραδειγματίζει, στὴν μάχη τοῦ Κιλκὶς-Λαχανᾶ, ἁρπάζει τὸν
σαλπιγκτὴ ἀπὸ τὸν γιακά, τὸν σηκώνει ὄρθιο καὶ τοῦ δίνει ἐντολὴ νὰ
σαλπίζει συνέχεια τὸ «ἐμπρὸς διὰ τῆς λόγχης». Τὸ τέλος τοῦ ἥρωα ὅμως
πλησιάζει. Ὁ Σπ. Μελᾶς, στὸ βιβλίο του «Οἱ πόλεμοι 1912-13» γράφει:
«Ὕψωμα 1378… ὁ ἀγώνας ἤτανε τόσο λυσσασμένος καὶ συχνὰ σῶμα μὲ σῶμα,
ὥστε πολλοὶ πέφτανε τρυπημένοι μὲ τὴ λόγχη καὶ ἀρκετοὶ Βούλγαροι
σκοτώθηκαν μὲ πέτρες στὸ κεφάλι… γιατί, κάποια στιγμή, τὰ πυρομαχικὰ
λείψανε ἀπὸ τοὺς εὐζώνους, καὶ τότε ὁ Βελισσαρίου ποὺ ἤτανε ὅπως πάντα
στὴ γραμμὴ τῆς φωτιᾶς, τοὺς φώναξε:
«-Χτυπᾶτε
τους μὲ τὶς πέτρες μωρέ! Κι αὐτὲς σκοτώνουν». Ἀλλὰ μία ὀβίδα ἔσκασε
κοντά τους, ἕνα μεγάλο θραῦσμα τὸν βρῆκε κατάστηθα καὶ ὁ ἐθνικὸς ἥρωας, ὁ
πορθητὴς τοῦ Μπιζανιοῦ, ἀπόμεινε στὸν τόπο». Ἦταν ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ πολέμου…
Ὁ
ἀνθυπολοχαγὸς Ἰωάννης Μαυροδῆμος, γεννήθηκε στὴ Σπερχειάδα τῆς
Φθιώτιδας τὸ 1885. Φοιτητὴς στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, θὰ διακόψει τὶς
σπουδές του ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὰ γεγονότα τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα, γιὰ νὰ
καταταγεῖ ἐθελοντὴς στὸ στρατό. Συμμαθητὴς καὶ φίλος του μεγάλου Ν.
Πλαστήρα, ὀνομάζεται στὶς 7 Ἰουλίου τοῦ 1912 ἀνθυπολοχαγὸς τοῦ πεζικοῦ. Ὁ
πόλεμος τοῦ 1912 τὸν βρῆκε νὰ ὑπηρετεῖ, ὡς ἀξιωματικός, στὸ 2ο Σύνταγμα
Πεζικοῦ Λαμίας.
Στὶς 6 Ὀκτωβρίου «πέφτει» στὴν μάχη, ὁ πρῶτος
ἀξιωματικός, γιὰ τὰ ἐθνικὰ δίκαια. (Τότε τὰ ἔλεγαν «ἐθνικὰ δίκαια», σήμερα κατάντησαν «ἐθνικὰ θέματα»,
τότε ἦταν πρωθυπουργὸς ὁ Βενιζέλος, ἐνῶ σήμερα…). Ὁ ἀνταποκριτὴς τῆς
ἐφ. “Ν. Ἡμέρα”, στὶς 21 Ἰανουαρίου τοῦ 1913 γράφει γιὰ τὸν ἡρωικὸ θάνατο
τοῦ Μαυροδήμου: «…μοῦ διηγήθηκαν σήμερα μερικὰς λεπτομερείας τοῦ
θανάτου τοῦ ἀνθυπολοχαγοῦ Μαυροδήμου. Μοιάζει μὲ ποίημα. Οἱ Μαυροδημαῖοι
εἶναι μία παλιὰ στρατιωτικὴ οἰκογένεια τῆς Ἑλλάδος. Εἰς κάθε πόλεμον
σκοτώνεται κι ἀπὸ ἕνας Μαυροδῆμος. Στὸ ’21, στὸ ’86, στὰ ’97…
Ὁ
ἀνθυπολοχαγὸς Μαυροδῆμος μόλις εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὸ στρατιωτικὸν σχολεῖον.
Τὴν ἡμέραν ποὺ ὁ λόχος του ἐπρόκειτο νὰ λάβει μέρος εἰς τὴν μάχην,
ἐσηκώθηκε πρωί, ἐξυρίσθη, ἐκτενίσθη, διέταξε καὶ τοῦ ᾽φεραν τὴν καλή του
στολή, τὶς καινούργιες του τὶς μπότες, τ’ ἄσπρα του γάντια, τέλος
στολίστηκε σὰν γαμπρός, ἐτράβηξε τὸ σπαθὶ καὶ εἶπε στοὺς ἄνδρας του: Ἐμπρὸς παιδιά… Καὶ ἐσκοτώθηκε ἀπὸ τοὺς πρώτους».
Τελειώνοντας παραθέτω τὴν ἐπιγραφὴ ποὺ διασώζεται ὣς σήμερα στὸν τάφο τοῦ Ἰω. Μαυροδήμου, στὴν Ἐλασσόνα: «Ἠδὺ
τὸ ὑπὲρ πατρίδος τελευτᾶν, Ἰωάννης Ἀλεξ. Μαυροδῆμος, ἀνθυπολοχαγὸς
πεζικοῦ ἐκ Φθιώτιδος, ἐτῶν 26, πρῶτος πεσὼν Ἀξιωματικὸς ἐνδόξως ἐν τῇ
μάχῃ τῆς Ἐλασσόνος τῇ 6 Ὀκτωβρίου 1912».
Αἰωνία ἡ μνήμη καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη τοῦ Ἔθνους…