Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΗΝ… ΚΥΠΡΟ

«Ἦταν τό καλοκαίρι τοῦ 1974. Τά τουρκικά στρατεύματα εἰσβάλλουν στήν Κύπρο. Καί σκορποῦν τό θάνατο. Στήν Μόρφου συμβαίνει ἕνα συνταρακτικό γεγονός.  Τοῦρκοι στρατιῶτες συλλαμβάνουν 15 χριστιανούς. Τούς φέρνουν στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ ἑνός Ἑλληνοκυπρίου δασκάλου. Καί τούς καταδικάζουν σέ θάνατο. Ἑτοιμάζουν τά ὅπλα. Καί στρέφουν τούς αἰχμαλώτους (ἄνδρες, γυναῖκες, μικρά παιδιά) στόν τοῖχο. Θρῆνος, κλαυθμός, ὀδυρμός. Τραγικές στιγμές γιά τούς μελλοθάνατους. Περιμένουν μέσα σέ κλίμα φόβου καί ἀγωνίας τόν Τοῦρκο ἀξιωματικό νά ἔλθη νά διατάξη τό “πῦρ”.

Στρέφουν τότε τό νοῦ τους καί τήν καρδιά τους στήν Ἐλπίδα τῶν Ἀπελπισμένων, καί προσεύχονται ὄλοι τους θερμά γιά τό τελευταῖο τους ταξίδι· καί ἰδιαίτερα ἕνας δάσκαλος. “Θεέ μου, συγχώρησέ μας καί δέξου μας κοντά Σου. Μνήσθητι ἡμῶν, Κύριε, ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου”. Ὁ Τοῦρκος ἀξιωματικός ἔρχεται. Κοιτάζει τούς στρατιῶτες του μέ τά ὅπλα· κοιτάζει βλοσυρός καί τούς μελλοθάνατους. Ρίχνει μία ματιά πρός τά πάνω. Μία κληματαριά ἁπλώνεται καί σκεπάζει τήν αὐλή. Ζητάει ἕνα τσαμπί σταφύλι. Γιά νά παρατείνη ἔτσι σκόπιμα τήν ἀγωνία τῶν αἰχμαλώτων. Παίρνει τό τσαμπί. Μά ἐνῶ ἑτοιμάζεται νά τό φάη, ἀκούγεται δυνατή ἡ φωνή τοῦ δασκάλου:
—Μήν τό φᾶς! Προχθές τό ράντισα μέ φάρμακα. Εἶναι ἰσχυρό δηλητήριο! Θά πεθάνης!
Ὁ ἀξιωματικός μένει ἄναυδος. Καί γεμάτος κατάπληξι ρωτάει:
—Καλά. Ἀφοῦ τό ξέρεις, ὅτι σέ λίγο θά δώσω διαταγή νά σᾶς σκοτώσουν, γιατί δέν μέ ἄφησες νά τό φάω καί ἔτσι νά μέ ἐκδικηθῆς;
Τοῦ ἀπάντησε ὁ δάσκαλος, μέ εἰρήνη καί γαλήνη:
—Εἶμαι χριστιανός. Καί τώρα πρόκειται νά φύγω ἀπό τόν κόσμο αὐτό καί νά παρουσιασθῶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Δέν θά ἤθελα νά βαρύνω τήν ψυχή μου μέ ἁμαρτία τόσο βαριά.
Ὁ Τοῦρκος ἀξιωματικός συγκλονίζεται γιά μία ἀκόμα φορά. Στρέφεται καί λέει στούς στρατιῶτες του:
—Ἅν ἔβρισκα ἕναν τέτοιο Τοῦρκο, θά ἔδινα καί τή ζωή μου ἀκόμα! Μαζέψτε τά ὅπλα καί ἀφῆστε τους ἐλεύθερους ὅλους!»

+++++++++

«Τό ἔτος 1974, τήν ἡμέρα τοῦ προφήτη Ἡλία, ἔγινε ἡ εἰσβολή τῶν Τούρκων στήν Κύπρο καί οἱ νέοι τοῦ χωριοῦ ἐπιστρατεύθηκαν. Οἱ τρεῖς γυιοί τοῦ παπα-Βασίλη Τρομπούκη (†1982) περίμεναν νά τούς καλέσουν κι αὐτούς καί σκέφθηκαν νά φέρουν μερικές μπάλλες τριφύλλι κι ἄχυρο, γιά νά ἔχουν νά ταΐζουν τά ζῶα οἱ γυναῖκες στήν ἀπουσία τους. Ὁ παπα-Βασίλης λειτουργοῦσε κι ἔφθασε ἡ εἴδησι ὅτι οἱ γυιοί του ἔπεσαν μέ τό τρακτέρ σέ μία κατηφόρα καί τό τρακτέρ ἔκανε τοῦμπες. Ὅλο τό ἐκκλησίασμα βγῆκε ἔξω πρίν τελειώση ἡ θεία Λειτουργία καί κανείς δέν πῆρε ἀντίδωρο. Ὅλοι τους ψιθύρισαν: “Μά τί πατέρας εἶναι αὐτός πού δέν βγαίνει νά δῆ τί ἔπαθαν τά παιδιά του;”.
Περίμεναν νά τούς βροῦν σκοτωμένους ἀλλά κανείς τους δέν ἔπαθε τίποτε, μόνο ὁ ἕνας γδάρθηκε στή μέση καί ράγισε ἕνα πλευρό.
Ὁ παπα-Βασίλης ἤρεμος καί προσευχόμενος, ἀφοῦ ἔκανε καί τήν κατάλυσι, βγῆκε ἀπ’ τό ναό. Τόν ρώτησε κάποια:
—Παπᾶ, θά χανόταν ἡ Ἐκκλησία, ἄν ἔβγαινες νά δῆς τί ἔπαθαν τά παιδιά σου;
Κι ἀπάντησε ὁ παπα-Βασίλης:
—Καλά πού ἤμουν μέσα στήν Ἐκκλησία διότι, ἄν ἤμουν ἔξω, ἀλήθεια θά σκοτώνονταν καί τά τρία».
+++++++++

«Ὁ παπα-Τσέστος κλαίγοντας ἀναφέρει: Ἦταν κάποτε παραμονές Χριστουγέννων καί ὁ Γέρων Παναῆς [Χατζηϊωνᾶς, ἁγιασμένος λαϊκός] εἶχε περάσει ἀπ᾽ ὅλους τούς ἡλικιωμένους, ὅλους τούς κλινήρεις, τούς πάσχοντες καί τούς εἶχε ὁρίσει ἡμέρα καί ὥρα γιά νά μπορέσουν νά μεταλάβουν. Ἑτοιμάσθηκαν οἱ ἄνθρωποι καί νήστεψαν. Ὅταν ἔφθασε ἡ ἡμέρα γιά νά πᾶνε νά μεταλάβουν, ἀπ᾽ τό βράδυ, ἔβρεχε. Τό πρωΐ μπῆκαν στήν ἐκκλησία —ἦταν ἀδιάκοπη ἡ βροχή— τελείωσε ἡ θεία Λειτουργία καί ὁ παπα-Τσέστος εἶδε ὅτι ἦταν ἀδύνατον λόγῳ τῆς βροχῆς νά περάσουν ὅλο τό χωριό. Δέν εἶχαν αὐτοκίνητο. Πήγαιναν πεζοί. Πῶς θά γύριζαν ὅλο τό χωριό, γιά νά μεταλάβουν τούς γέροντες; Ὁ Γέρων Παναῆς, στό μεταξύ, μόλις τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία, ἀφοῦ προσευχήθηκε στήν Παναγία, εἶπε:
—Εἴμασθε ἕτοιμοι πάτερ.
—Βρέχει, Παναῆ, καί ξέρεις πρέπει ν᾽ ἀναβάλουμε τήν ἡμέρα. Νά εἰδοποιήσης τούς γέροντες καί νά πᾶμε ἄλλη μέρα.
—Τούς ἔχουμε εἰδοποιήσει, τό ξέρουν. Πάρε τό Ἅγιο Ποτήριο, πάρε τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ καί ὁ Θεός εἶναι μεγάλος.
Ὁ ἴδιος δέ, πῆγε καί πῆρε τό κερί, ἄναψε τό φανάρι, πῆρε τό Σταυρό, διότι θά προπορευόταν, ὅπως πάντοτε, καί θ᾽ ἀκολουθοῦσε ὁ παπα-Τσέστος. Μόλις ἔφθασε στήν πόρτα τῆς ἐκκλησίας ὁ Παναῆς, σταμάτησε νά βρέχη. Ὁ πατήρ Παναγιώτης κοίταξε τό Γέροντα Παναῆ, βγῆκαν στό δρόμο καί πέρασαν ὅλο τό χωριό. Μετέλαβαν ὅλους τούς γέροντες καί γύρισαν πίσω, χωρίς νά ρίξη οὔτε μιά σταγόνα βροχή. Ὅταν μπῆκαν μέσα στήν ἐκκλησία, γύρισε ὁ Παναῆς καί εἶπε στόν ἱερέα:
—Εἶδες;
Μέ τό “εἶδες”, σάν νά ἦταν σύνθημα στούς καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ. Ἄνοιξαν καί ὅση βροχή κρατήθηκε σ᾽ ἐκεῖνο τό δίωρο τήν ἔρριξε σέ λίγα λεπτά».
Αρχίμ. Ιωάννου Κωστώφ
εκδ. Άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός
Αθήνα 2012

Τα θυμάσαι τα αδέρφια σου;

Έχουμε να γράψουμε ιστορία ακόμη...