Ρε Μητσάρα σε λίγες μέρες γιορτάζεις, τι δώρο φέτος θέλεις να σου κάνουμε; Ρώτησαν οι λιμενεργάτες τον μικροκαμωμένο συνάδελφο τους. Ο Μητσάρας “ο Γίγαντας” με το παρατσούκλι και πολύτεκνος στις υποχρεώσεις της ζωής, φιλότιμος και αγαπητός ανάμεσα στους συνεργάτες του, δεχόταν ευχαρίστως κάθε χρονιά παραμονή του Αι-Δημητρίου το ταπεινό δώρο από τους φίλους του.
-Ένα σκοινί!! Τους είπε κοπτά.
-Τι να το κάνεις βρε Δημήτρη το σκοινί; Είπαμε να σου κάνουμε ένα απλό δώρο, αλλά μην μας τρελάνεις κιόλας.
Ο Μητσάρας κοντοστάθηκε για λίγο, έσκυψε το κεφάλι του και όταν το σήκωσε δυο κρυσταλλένια δάκρυα κύλισαν από τα μάγουλα του. Τρόμαξαν οι φίλοι του, πρώτη φορά είδαν τον “Γίγαντα” να δακρύζει. Δημήτρη σου συμβαίνει τίποτα; Τα παιδιά, η γυναίκα είναι καλά;
Τι να πει ο “Γίγαντας”. Ότι είχε καταρρεύσει οικονομικά; Ότι το σούπερ-μάρκετ τους έβλεπε κάθε μήνα για τα άκρως απαραίτητα; Ότι το επίδομα θέρμανσης δεν τον αρκούσε για να “ζεστάνει” τις παγωμένες από χαρά καρδιές και τα συναισθήματα μέσα στην οικογενειακή εστία του; Ο Μητσάρας σκούπισε βιαστικά τα δάκρυα του, όρθωσε το σακατεμένο κορμί του από την φορτοεκφόρτωση και απάντησε χαμογελώντας.
-Το θέλω για να “κρεμάσω” την Ελλάδα.
-Καθυστέρησες, ήδη την έχουν “κρεμάσει” άλλοι. Του απάντησαν οι φίλοι του χαχανίζοντας και γεμάτοι απορία.
-Ναι, αλλά εγώ δεν θέλω να την κρεμάσω με χρέη όπως την κρέμασαν αυτοί, αλλά με σκοινί.
Πάγωσαν όλοι. Ο Μητσάρας που κατέβαινε στα γήπεδα με την Ελληνική σημαία, ο “Γίγαντας” που τους ιστορούσε τα κατορθώματα του παππού του στο Αλβανικό Μέτωπο και του Καταδρομέα πατέρα του στην Κύπρο, να πει αυτή την βαριά κουβέντα; Το μυαλό όλων πήγε στις “κρεμάλες” των μελλοντικών εκλογών που συζητιούνται για την πολιτική πιάτσα. Και αυτός ήταν ο λόγος που του ζήτησαν αμέσως εξηγήσεις.
-Καλά τι έπαθες και μιλάς έτσι, σε πείραξε τίποτε;
-Σας ρωτάω αν κάποιος σε έκλεβε ολοφάνερα και μετά σε χρέωνε επί πλέον με τα κλεψιμαίικα με αποτέλεσμα να σε κλέψει πολλές φορές και έτσι να στραπατσάρει την ζωή και τα όνειρα σου, τι θα τον έκανες; Θα τον συγχωρούσες;
Άντε και να τον συγχωρούσες. Αλλά αυτός αν δεν έβαζε μυαλό και συνέχιζε τα ίδια, δεν πρόδιδες με αυτήν την στάση το μέλλον των παιδιών σου που τα αφήνεις και αυτά έκθετα στην πλεονεξία και την ανωμαλία του;
Μήπως σήμερα το κάθε επιπλέον πολλαπλάσιο χρέος μας δεν αντιστοιχεί σε πολλαπλάσια κλεψιά που έγινε σε βάρος μας; Και προσωπικά δεν με ενδιαφέρει αν αυτό έγινε παλιά ή τώρα γιατί όταν παραμιλάω κρυφά τα βράδια για να μην με βλέπει η γυναίκα και τα μικρά παιδιά μου δεν πονάω γιατί με κλέψανε και με χρεώσανε, αλλά γιατί δεν έκανα τίποτα έως τώρα για να σταματήσω την διαστροφή αυτή.
Οι συνάδελφοι μπήκαν αμέσως στο νόημα γιατί και αυτοί ήταν σχεδόν στην ίδια μοίρα. Και η συζήτηση άναψε.
-Καλά ρε “Γίγαντα” και είναι αυτός λόγος για να πεις ότι θα κρεμάσεις την Ελλάδα μας; Είναι λόγια αυτά; Η δόλια πατρίδα δεν φταίει σε τίποτε. Αν κάποιοι φταίνε είμασθε εμείς που ψηφίσαμε τέτοιους δίχως να το πολυσκεφτούμε.
-Λοιπόν πάρτε το απόφαση αντί να κρεμαστώ εγώ με σκοινί, “θα κρεμάσω” την Ελλάδα.
Άρχισαν πλέον να ανησυχούν για την νοητική κατάσταση του φίλου τους και κοιτάχθηκαν αναμεταξύ τους. Ο Δημήτρης συνέχισε την διαλογική του...
-Φέτος θέλω μπόλικο σκοινί για να κρεμάσω την Ελλάδα πιο ψηλά από τους κλέπτες και τους προδότες της ζωής μας. Εκεί ψηλά στο Επταπύργιο που μένω στην άνω Πόλη, στον ιστό που θα στήσω έξω στην αυλή “θα κρεμάσω” την Ελλάδα της ψυχής μου που πονάει για το κατάντημα όλων μας, να μην μπορούμε να διεκδικήσουμε νόμιμα το μέλλον της ζωής αυτού του τόπου.
Οι φίλοι του Δημήτρη αμέσως ησύχασαν. Κατάλαβαν ότι ο Μητσάρας ετοιμάζεται παραμονή του Αι-Δημητρίου να σηκώσει στην Συμβασιλεύουσα την Σημαία γίγαντα που έχει εκεί ψηλά στην άνω-Πόλη. Και όπως φαινόταν δεν έχει ακόμη και αυτήν την οικονομική άνεση για να αγοράσει επί πλέον φρέσκο σκοινί.
-Καλά ρε Δημήτρη, πες μας επιτέλους ότι θα κρεμάσεις την Σημαία σου για να καταλάβουμε και εμείς και να ησυχάσουμε. Άλλωστε και εμείς σκοπεύουμε να “κρεμάσουμε” την Ελλάδα της Ψυχής μας όχι μόνο στα μπαλκόνια και στις αυλές μας, αλλά από εδώ και πέρα πάνω από τις προδομένες ζωές μας μήπως και τις κουμαντάρουμε.
Ο Δημήτρης τους κοιτούσε τώρα ίσια στα μάτια και αυτή την φορά δάκρυσε πάλι, αλλά από συγκίνηση.
-Μου φαίνεται ότι από εδώ και πέρα από τις πολλές γιορτές που θα έχουμε δεν θα μας φτάνει το σκοινί.
ΔΡ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΑΡΔΑΚΑΣ
-Ένα σκοινί!! Τους είπε κοπτά.
-Τι να το κάνεις βρε Δημήτρη το σκοινί; Είπαμε να σου κάνουμε ένα απλό δώρο, αλλά μην μας τρελάνεις κιόλας.
Ο Μητσάρας κοντοστάθηκε για λίγο, έσκυψε το κεφάλι του και όταν το σήκωσε δυο κρυσταλλένια δάκρυα κύλισαν από τα μάγουλα του. Τρόμαξαν οι φίλοι του, πρώτη φορά είδαν τον “Γίγαντα” να δακρύζει. Δημήτρη σου συμβαίνει τίποτα; Τα παιδιά, η γυναίκα είναι καλά;
Τι να πει ο “Γίγαντας”. Ότι είχε καταρρεύσει οικονομικά; Ότι το σούπερ-μάρκετ τους έβλεπε κάθε μήνα για τα άκρως απαραίτητα; Ότι το επίδομα θέρμανσης δεν τον αρκούσε για να “ζεστάνει” τις παγωμένες από χαρά καρδιές και τα συναισθήματα μέσα στην οικογενειακή εστία του; Ο Μητσάρας σκούπισε βιαστικά τα δάκρυα του, όρθωσε το σακατεμένο κορμί του από την φορτοεκφόρτωση και απάντησε χαμογελώντας.
-Το θέλω για να “κρεμάσω” την Ελλάδα.
-Καθυστέρησες, ήδη την έχουν “κρεμάσει” άλλοι. Του απάντησαν οι φίλοι του χαχανίζοντας και γεμάτοι απορία.
-Ναι, αλλά εγώ δεν θέλω να την κρεμάσω με χρέη όπως την κρέμασαν αυτοί, αλλά με σκοινί.
Πάγωσαν όλοι. Ο Μητσάρας που κατέβαινε στα γήπεδα με την Ελληνική σημαία, ο “Γίγαντας” που τους ιστορούσε τα κατορθώματα του παππού του στο Αλβανικό Μέτωπο και του Καταδρομέα πατέρα του στην Κύπρο, να πει αυτή την βαριά κουβέντα; Το μυαλό όλων πήγε στις “κρεμάλες” των μελλοντικών εκλογών που συζητιούνται για την πολιτική πιάτσα. Και αυτός ήταν ο λόγος που του ζήτησαν αμέσως εξηγήσεις.
-Καλά τι έπαθες και μιλάς έτσι, σε πείραξε τίποτε;
-Σας ρωτάω αν κάποιος σε έκλεβε ολοφάνερα και μετά σε χρέωνε επί πλέον με τα κλεψιμαίικα με αποτέλεσμα να σε κλέψει πολλές φορές και έτσι να στραπατσάρει την ζωή και τα όνειρα σου, τι θα τον έκανες; Θα τον συγχωρούσες;
Άντε και να τον συγχωρούσες. Αλλά αυτός αν δεν έβαζε μυαλό και συνέχιζε τα ίδια, δεν πρόδιδες με αυτήν την στάση το μέλλον των παιδιών σου που τα αφήνεις και αυτά έκθετα στην πλεονεξία και την ανωμαλία του;
Μήπως σήμερα το κάθε επιπλέον πολλαπλάσιο χρέος μας δεν αντιστοιχεί σε πολλαπλάσια κλεψιά που έγινε σε βάρος μας; Και προσωπικά δεν με ενδιαφέρει αν αυτό έγινε παλιά ή τώρα γιατί όταν παραμιλάω κρυφά τα βράδια για να μην με βλέπει η γυναίκα και τα μικρά παιδιά μου δεν πονάω γιατί με κλέψανε και με χρεώσανε, αλλά γιατί δεν έκανα τίποτα έως τώρα για να σταματήσω την διαστροφή αυτή.
Οι συνάδελφοι μπήκαν αμέσως στο νόημα γιατί και αυτοί ήταν σχεδόν στην ίδια μοίρα. Και η συζήτηση άναψε.
-Καλά ρε “Γίγαντα” και είναι αυτός λόγος για να πεις ότι θα κρεμάσεις την Ελλάδα μας; Είναι λόγια αυτά; Η δόλια πατρίδα δεν φταίει σε τίποτε. Αν κάποιοι φταίνε είμασθε εμείς που ψηφίσαμε τέτοιους δίχως να το πολυσκεφτούμε.
-Λοιπόν πάρτε το απόφαση αντί να κρεμαστώ εγώ με σκοινί, “θα κρεμάσω” την Ελλάδα.
Άρχισαν πλέον να ανησυχούν για την νοητική κατάσταση του φίλου τους και κοιτάχθηκαν αναμεταξύ τους. Ο Δημήτρης συνέχισε την διαλογική του...
-Φέτος θέλω μπόλικο σκοινί για να κρεμάσω την Ελλάδα πιο ψηλά από τους κλέπτες και τους προδότες της ζωής μας. Εκεί ψηλά στο Επταπύργιο που μένω στην άνω Πόλη, στον ιστό που θα στήσω έξω στην αυλή “θα κρεμάσω” την Ελλάδα της ψυχής μου που πονάει για το κατάντημα όλων μας, να μην μπορούμε να διεκδικήσουμε νόμιμα το μέλλον της ζωής αυτού του τόπου.
Οι φίλοι του Δημήτρη αμέσως ησύχασαν. Κατάλαβαν ότι ο Μητσάρας ετοιμάζεται παραμονή του Αι-Δημητρίου να σηκώσει στην Συμβασιλεύουσα την Σημαία γίγαντα που έχει εκεί ψηλά στην άνω-Πόλη. Και όπως φαινόταν δεν έχει ακόμη και αυτήν την οικονομική άνεση για να αγοράσει επί πλέον φρέσκο σκοινί.
-Καλά ρε Δημήτρη, πες μας επιτέλους ότι θα κρεμάσεις την Σημαία σου για να καταλάβουμε και εμείς και να ησυχάσουμε. Άλλωστε και εμείς σκοπεύουμε να “κρεμάσουμε” την Ελλάδα της Ψυχής μας όχι μόνο στα μπαλκόνια και στις αυλές μας, αλλά από εδώ και πέρα πάνω από τις προδομένες ζωές μας μήπως και τις κουμαντάρουμε.
Ο Δημήτρης τους κοιτούσε τώρα ίσια στα μάτια και αυτή την φορά δάκρυσε πάλι, αλλά από συγκίνηση.
-Μου φαίνεται ότι από εδώ και πέρα από τις πολλές γιορτές που θα έχουμε δεν θα μας φτάνει το σκοινί.
ΔΡ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΑΡΔΑΚΑΣ